Τρεις Ιεράρχες: Οι μέγιστοι φωστήρες της Εκκλησίας
Η κοινωνική δράση και προσφορά των Αγίων Πατέρων ήταν μια πράξη βαθιά πνευματική, εναρμονισμένη με τον πνευματικό αγώνα για την ενότητα του ανθρωπίνου όντος με Εκείνον που ονομάζεται ο Ων
[…] Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν ὑπῆρξαν ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ βιωματικοὶ θεολόγοι, ποὺ ἔζησαν τὴ θεία ἀποκάλυψη μέσα ἀπὸ τὴ βαθιὰ σχέση τους μὲ τὸ Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ θεολογία τους νὰ μὴν περιορίζεται σὲ θεωρητικὲς διατυπώσεις, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωντάνια, δύναμη καὶ νὰ ἀπαντᾶ ἀκριβῶς στὰ ἐρωτήματα, τὶς ἀγωνίες, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὰ πραγματικὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων σὲ κάθε χρόνο καὶ ἐποχή. Ὅταν πρέπει κάποιος νὰ καταπιαστεῖ μὲ πνεύματα, βιογραφίες, συγγράμματα καὶ ἀπόψεις, διδασκαλίες, ἔργα καὶ προσφορὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἀνθρώπων τοῦ μεγαλείου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, σιωπᾶ καταρχὴν καὶ πέφτει σὲ περισυλλογή, ἀπὸ δέος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ δυσκολία νὰ διεξέλθει ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς, νὰ προσεγγίσει ἔστω καὶ κατά τι τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς λάμψης τῶν μεγίστων αὐτῶν φωστήρων.
Ἡ βιογραφία ἑκάστου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι κάτι τὸ συναρπαστικό, ποὺ συνεπαίρνει κυριολεκτικὰ τὸ μελετητὴ ποὺ δοκιμάζει νὰ ἐντρυφήσει στὴν πολυδαίδαλη διαδρομὴ τῆς ζωῆς τους. Πρόκειται γιὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων ἀκόμα καὶ ἡ κατὰ κόσμον ἐμπειρία ἤ οἱ ἐμπειρίες ξεπερνοῦν κατὰ πολὺ τὰ κοινὰ δεδομένα. Πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους σὰν καὶ ἐμᾶς, γήινους, πραγματικούς, τῶν ὁποίων ὅμως ὁ ἀγώνας καὶ ἡ ἀγωνία γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὴν ἀνθρώπινη ζωή, τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ἔφτασε στὶς ἀκρώρειες πανανθρωπίνων καὶ παγκοσμίων διαστάσεων, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀρτυμένο μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, συνεχίζει νὰ ἔχει πανανθρώπινη καὶ παγκόσμια ἀξία, πνευματικὴ καὶ πρακτική.
Ὁ λόγος εἶναι γιὰ πρόσωπα —καὶ ἐπιμένουμε στὸν ὅρο πρόσωπο— ποὺ ζοῦν καὶ δραστηριοποιοῦνται περίπου τὴν ἴδια ἐποχή, ἀφοῦ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννιέται τὸ 329 μ.Χ., ὁ Μέγας Βασίλειος τὸ 330 μ.Χ. καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πιθανὸν τὸ 349 μ.Χ. Τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦν ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς ἐποχῆς ταραγμένης, μὲ τεράστιες καὶ συνεχεῖς ἀλλαγὲς στὸν πολιτικὸ καὶ γεωστρατηγικὸ χάρτη, μὲ ἐναλλαγὲς στὴν ἐξουσία, περιβάλλον στὸ ὁποῖο συνυπάρχουν λαοί, θρησκεῖες, φιλοσοφικὰ ρεύματα, ἀντιλήψεις, ἀλλὰ καὶ ἀντιπαραθέσεις σημαντικὲς μὲ φιλοσοφικό, θεολογικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Θὰ πρέπει νὰ λάβουμε, βεβαίως, ὑπόψη ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ συνθῆκες ζωῆς εἶναι πολὺ δύσκολες, οἱ πόλεμοι συνεχεῖς, ἡ ἀνέχεια μεγάλη, ἰδιαιτέρως ὅταν ἐνσκήψει κάποιος λιμὸς ἤ κάποια λοιμικὴ νόσος ποὺ ἀποδεκατίζει λαούς […].
Οι Τρεις Ιεράρχες (φορητή εικόνα του τέλους του 16ου αιώνα διά χειρός Μιχαήλ Δαμασκηνού, πηγή: Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο)
Ἡ χριστιανικὴ πίστη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ […] γνωρίζει εὐρεῖα διάδοση, ταυτόχρονα ὅμως οἱ νεοφώτιστοι χριστιανοὶ ἀντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, ἐξαιτίας τῆς δυσκολίας διατύπωσης τῆς διδασκαλίας τῆς πίστεώς τους μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ἐπιδέχεται λανθασμένη ἑρμηνεία. Τὸ πρόβλημα γίνεται τεράστιο μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ σὲ χώρους ποὺ οἱ φιλοσοφικὲς σχολὲς καὶ δοξασίες ἀσκοῦν ἀκόμα ἐπίδραση στὴ διαμόρφωση τῆς σκέψης καὶ τῶν ἐννοιῶν, διότι δὲν λείπουν ἐκεῖνοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν τὰ θεολογικὰ ζητήματα μὲ φιλοσοφικὲς μεθόδους, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ σὲ φοβερὲς θεολογικὲς ἀντιπαραθέσεις, σχίσματα, αἱρέσεις, σχολές, ἐνδοεκκλησιαστικὲς ἔριδες, ποὺ θὰ τραυματίζουν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς σχέσεις τῶν χριστιανῶν μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ περιβάλλον τους γιὰ αἰῶνες.
Σὲ τέτοιες λοιπὸν συνθῆκες ἀνατράφηκαν καὶ ἀνδρώθηκαν οἱ μέγιστοι φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, τῶν ὁποίων τὰ πνεύματα σφυρηλατήθηκαν στὸ ἀμόνι τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, τῆς πνευματικῆς ἀναζήτησης, τῆς ἀσκητικῆς μόνωσης, τῆς ἁγιογραφικῆς μελέτης, τῆς ἀνάλυσης τῆς μέχρι τότε ἁγιοπατερικῆς παράδοσης, τῆς προσωπικῆς ἀναζήτησης μέχρι τελικῆς πτώσης, τῆς ἀνάληψης διοικητικῶν ἐκκλησιαστικῶν καθηκόντων ὑψίστου ἐπιπέδου, τῆς ἀναδοχῆς κοινωνικῆς εὐθύνης σὲ κάθε ἐπίπεδο ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων. Ἡ ἱστορία, ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ οὐρανὸς ζητοῦσαν πνεύματα ἱκανὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὶς συνθῆκες ἐκεῖνες τὶς κοχλάζουσες, τὶς αἰτούμενες διαυγὲς φῶς γιὰ ἀνάλυση, διάκριση καὶ σύνθεση, γνώση ἀληθινὴ καὶ γλῶσσα νὰ τὴ διατυπώνει μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια, ὥστε νὰ ἀρχίσει μιὰ πορεία θεοκοινωνίας, ποὺ δυστυχῶς ἔκτοτε δὲν ἔπαψε νὰ σκοντάφτει στὶς μικρόψυχες πτωτικὲς ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἀνύψωσή του ἀπὸ ἰδιώτη-ἄτομο σὲ κοινωνία προσώπων.
Δὲν θὰ ἦταν λάθος νὰ ἐκφράσουμε τὸ μέγεθος αὐτῶν τῶν προσώπων μὲ τὴν ἔκφραση: οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν ἡ ἀπάντηση καὶ τὸ δῶρο τοῦ οὐρανοῦ στὶς ἀνάγκες τῆς ἀνθρωπότητας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ κάθε ἐποχῆς. Ἀλλὰ ἐπίσης: οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς ἀνθρωπότητας στὴν κλήση τοῦ οὐρανοῦ γιὰ μετοχὴ στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, γιὰ τὴ μετοχὴ δηλαδὴ ἀνθρώπου καὶ κόσμου σὲ ὅ,τι θεϊκὸ μπορεῖ ἡ κτιστὴ φύση νὰ μετέχει, καὶ τὴν ἀκτινοβόλησή του σὲ κάθε ἔκφανση τῆς ζωῆς.
[…]
Άποψη του μητροπολιτικού ναού Τριών Ιεραρχών Σκιάθου
Οι Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν εἶναι ἁπλῶς προστάτες τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὀνομάζονται διδάσκαλοι οἰκουμενικοί. Σὲ τί συνίσταται ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν; Θὰ ἀπαντοῦσε κάποιος στὸ ὅτι φρόντισαν γιὰ τὴν παιδεία, γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὴν περίθαλψη ἀπόρων, ἀσθενῶν, ὀρφανῶν, χηρῶν, γιὰ τὴ διατροφὴ πεινασμένων, γιὰ τὴν ἀνακούφιση ὅλων τῶν ἐμπεριστάτων (σ.σ. αυτοί που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή ζουν κάτω από δύσκολες συνθήκες) ποὺ μπόρεσαν νὰ συμπεριλάβουν στὸ κοινωνικό τους προνοιακὸ πρόγραμμα. Αὐτό, βεβαίως, οὔτε λάθος εἶναι οὔτε ψέμα. Ὁ Μέγας Βασίλειος φρόντισε πρωτοποριακὰ γιὰ ὅλες τὶς ὁμάδες ἐμπεριστάτων τῆς περιοχῆς δικαιοδοσίας του, ἱδρύοντας πτωχοκομεῖα, συσσίτια, ὀρφανοτροφεῖα, σχολεῖα καὶ πανεπιστήμιο, ἀλλὰ φροντίζοντας, ἐπίσης, καὶ συνολικὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ποιμνίου του καὶ τῶν συμπολιτῶν του, μὴ κάνοντας διάκριση στὶς παροχὲς βοήθειας καὶ εὐκαιριῶν μεταξὺ χριστιανῶν, Ιουδαίων καὶ ἐθνικῶν. Ὑποστηρίζεται δικαίως πὼς τὸ πρῶτο ἀνοιχτὸ σὲ ὅλους σύστημα νοσηλείας καὶ περίθαλψης, ἀλλὰ καὶ προνοιακῆς ὑποστήριξης, παρουσιάστηκε καὶ ὀργανώθηκε, σὲ τέτοιο βαθμὸ καὶ χωρὶς διακρίσεις, ἀπὸ τὸ Μέγα Βασίλειο ἀρχικά, καὶ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες συνολικά, καθόσον ὁ μὲν Γρηγόριος ἦταν ἐπιστήθιος φίλος καὶ συνομήλικος τοῦ Βασιλείου, ἐφήρμοσε δὲ κατὰ τὸ δυνατὸν τὴ φιλανθρωπία στὴν ἴδια τὴ Βασιλεύουσα, ὡς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὀργανώνοντας ἀρχικὰ τὴν περίθαλψη τῶν διωγμένων ὀρθοδόξων καὶ γενικεύοντας σὺν τῷ χρόνῳ τὸ προνοιακό του πρόγραμμα. Ὁ δὲ Ἰωάνης Χρυσόστομος ἦταν, τόσο στὴν Ἀντιόχεια ὡς πρεσβύτερος ὅσο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς Πατριάρχης, ἐπικεφαλῆς τεράστιας φιλανθρωπικῆς καὶ προνοιακῆς κοινωνικῆς δράσης.
Ὅμως, ἡ ἀνωτέρω διατύπωση ἀδικεῖ πολὺ τὴν προσφορὰ τῶν μεγάλων φωστήρων τῆς Ἐκκλησίας, διότι δὲν ἀνταποκρίνεται οὔτε κατ’ ἐλάχιστο στὸ πνευματικὸ εὖρος τοῦ πνευματικοῦ τους βιώματος, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς κοινωνικῆς τους δραστηριοποίησης καὶ προσφορᾶς, οὔτε ὅμως καὶ στὸ βάθος τῆς παιδαγωγικῆς τους παρέμβασης, ἡ ὁποία δὲν ἀφορᾶ τόσο στὴν ἀπόκτηση ἐγκυκλοπαιδικῶν γνώσεων, ἀλλὰ κυρίως στὴ δόμηση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς πρόσωπο καὶ μάλιστα ὡς πρόσωπο φωτισμένο, ἁγιασμένο καὶ ἐν τέλει κοινωνία προσώπων καὶ κοινωνία ἁγίων.
Ἡ κοινωνικὴ δράση καὶ προσφορὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων δὲν ἦταν σὲ καμιὰ περίπτωση ἀκτιβιστική. Δὲν ἦταν μιὰ ἀκόμα κοινωνικὴ παρέμβαση. Δὲν ἦταν κἄν βοήθεια ἀνθρωπιστική, ὅπως τὴν κατανοεῖ ὁ Δυτικὸς ἀνθρωπισμός. Ἦταν μιὰ πράξη βαθιὰ πνευματική, ἐναρμονισμένη μὲ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος μὲ Ἐκεῖνον ποὺ ὀνομάζεται ὁ Ὤν. Εἶναι ἀπάντηση στὴν κλήση γιὰ αὐτὴν τὴν ἑνότητα. Εἶναι ἡ ἀδήριτη ἀνάγκη θεοκοινωνίας ποὺ μεταμορφώνει τὰ πάντα. Τὰ πρόσωπα καὶ τὶς σχέσεις τους, τὰ πράγματα καὶ τὴ σχέση μαζί τους. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἶναι ἄλλο ζήτημα ἀπὸ τὸ ἄτομο καὶ τὰ δικαιώματά του. Καὶ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ὑπάρχει στὴν ἑνότητα καὶ τὴν κοινωνία, στὴ σχέση καὶ τὴ μετοχὴ στὸ ὄντως ὄν, στὸ εἶναι Ἐκείνου ποὺ ἀποκαλύπτεται λέγοντας «Ἐγώ εἰμὶ ὁ Ων», ποὺ εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς ὕπαρξής του καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς του.
Σὲ κανένα ἔργο τους οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀλλὰ καὶ γενικότερα οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὁμιλοῦν γιὰ φιλανθρωπία χωρὶς νὰ τὴ συνδέουν μὲ τὴ διδασκαλία γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ σχέση μὲ Ἐκεῖνον, μὲ τὴ μετάνοια, μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴ ζωὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴ μεταμορφωτικὴ ἐν τέλει σχέση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ αὐτὴ ἡ σχέση χρειάζεται καὶ τοὺς δύο: Θεὸ καὶ ἄνθρωπο, δηλαδὴ συνέργεια Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
[…]
Οι Τρεις Ιεράρχες στο υπέρθυρο της εισόδου του ομώνυμου μητροπολιτικού ναού της Σκιάθου
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἔχοντας σφαιρικὴ ἐμπειρία τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ τῆς λεγομένης θύραθεν παιδείας, ταυτόχρονα μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἄσκησης, τῆς θείας ἀποκάλυψης, τῆς οἰκείωσης τῆς θείας ἐνέργειας καὶ τῆς ἄνωθεν ἀποκεκαλυμμένης γνώσης, προχωροῦν μὲ διάκριση στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ποιμαντικοῦ τους προγράμματος, ποὺ ἀξιοποιεῖ κάθε διαθέσιμο στοιχεῖο τῆς πανανθρώπινης ἐμπειρίας, πνευματικῆς καὶ κατὰ κόσμο, σὲ μιὰ σύνθεση ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ γνώση καὶ τὴν ἐλευθερία κατὰ τὸ «γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὴν παιδαγωγική τους προσέγγιση ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἀγαπητική, θυσιαστικὴ καὶ ποιμαντικὴ, εἰσάγουν τὶς ἔννοιες τοῦ ρόλου τῆς προσωπικότητας τοῦ διδασκάλου, τῆς ἐλευθερίας στὶς σχέσεις διδασκάλου – μαθητῆ, τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ ἀμφοτέρων, τοῦ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι, τῆς ἀποκοπῆς τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπιείκειας, τῆς φιλοστοργίας, τοῦ διαλόγου, τῆς πειθοῦς, ὅλα στοιχεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ σεβασμὸ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τῆς ἐλευθερίας, ὅλα στοιχεῖα ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία, ποὺ πνευματικὰ κατέκτησαν διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς Χάριτος καὶ ἐπιστημονικὰ καὶ πρακτικὰ ἀνέπτυξαν καὶ διετύπωσαν.
Περνώντας, λοιπόν, στὴν κοινωνικὴ παρέμβασή τους, δὲν βοηθοῦν ἁπλῶς πτωχοὺς καὶ κατατρεγμένους, παρ’ ὅτι καὶ αὐτὸ εἶναι ἤδη ἕνα σημαντικὸ καὶ ἀναγκαῖο πρᾶγμα, ἀλλὰ νουθετοῦν, στηρίζουν καὶ παρηγοροῦν μὲ λόγο καὶ ἔργο τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ καὶ ἐλέγχουν σκληρὰ καὶ συμβουλεύουν τοὺς πλουσίους, στοχεύοντας στὴ μετάδοση τοῦ θείου λόγου ποὺ μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει πραγματικὰ τὴ ζωή τους. Οἱ μεγάλοι Πατέρες δὲν διστάζουν διόλου νὰ εἶναι αὐστηρότατοι μὲ ἐκείνους ποὺ πέφτουν στὴν ἀναισθησία τῶν ἀτομικῶν ἀπολαύσεων καὶ τῆς ἄκαμπτης σκληροκαρδίας καὶ ἀδιαφορίας γιὰ τὸν κοινωνικὸ πόνο.
[…]
Δὲν παύουν οἱ Πατέρες νὰ ἐπιθυμοῦν, πέραν τῆς ἠθικῆς διδασκαλίας, καὶ τὴ βαθύτερη πνευματικὴ μετάδοση τοῦ μηνύματος τῆς σωτηρίας πρὸς τὸ ποίμνιό τους, ποὺ εἶναι μήνυμα ἀποκατάστασης τῆς κοινωνίας. Προβάλλουν ἔτσι τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπιστροφῆς ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος, τῆς ἐπιστροφῆς στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
[…]
Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος
Είναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, Βασίλειος ὁ Μέγας, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, καὶ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσης, ὑπῆρξαν πνεύματα ἀνήσυχα, ἐρευνητικά, ἀσυμβίβαστα μὲ τὶς κατεστημένες καὶ συνήθεις προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις, ἀγωνιστικά, παραγωγικά. Παρήγαγαν ἔργο θεολογικό, τὸ ὁποῖο πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη καὶ ἀκατάπαυστη ἐκζήτηση τῆς σχέσης μὲ τὸ δημιουργὸ καὶ Θεό τους, καὶ τὴν ἀκτινοβόληση τῆς Χάριτος ποὺ ἀπελάμβαναν ἀπὸ τὴ σχέση αὐτή στὸ ζωτικό τους χῶρο καὶ τὶς σχέσεις ποὺ διαμόρφωναν μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα σὲ αὐτόν. Παρήγαγαν ἔργο ποιμαντικό, ἐπιζητώντας νὰ ὁδηγήσουν τὸ ποίμνιό τους στὴν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Παρήγαγαν ἔργο κοινωνικό, ἐπιζητώντας νὰ διοχετεύσουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τρόπο ἔμπρακτο στὴν κοινωνία τῶν ἀδελφῶν τους, τοῦ ποιμνίου τους δηλαδὴ καὶ τῆς κοινωνίας, πρὸς ἀνακούφιση τῶν ἀναγκῶν τῶν ἐμπεριστάτων καί, ταυτόχρονα, πρὸς παιδαγώγηση πνευματικὴ καὶ κοινωνική.
Ἡ Παιδαγώγηση αὐτὴ ἐν Χριστῷ παρήγαγε πνευματικοὺς καρποὺς στὴν πρακτική τους ἔκφανση καὶ διαμόρφωσε ἦθος καὶ ἔθος στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἐξερχόμενη ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν διωγμῶν καὶ καταπολεμώντας τὶς κακοδοξίες, φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικές, ποὺ τὴν ταλάνισαν γιὰ αἰῶνες, βρῆκε τρόπους νὰ ἐκφράζει τὴν ἀγάπη ἐμπράκτως καὶ νὰ παιδαγωγεῖ τὸ ποίμνιό της στὴν ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Ἔτσι, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἔγιναν ὄχι ἁπλῶς προστάτες τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι νοημάτων καὶ τρόπου ζωῆς, ποὺ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο τὶς προϋποθέσεις νὰ κατακτᾶ κορυφὲς τοῦ πνεύματος καὶ τῆς δημιουργικότητας μὲ τὸ συνδυασμὸ τῶν ἀπελευθερωμένων ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν παθῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων καὶ τῆς ἐπίνευσης τῆς θείας Χάριτος καὶ ἐνεργείας, ποὺ εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὁποία μπορεῖ καὶ ἐλευθερώνει καὶ ἐξυψώνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὕψιστή του περιωπή.
*Αποσπάσματα από την πανηγυρική ομιλία που είχε εκφωνήσει ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων πριν από εννιά ακριβώς χρόνια, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015. Το θέμα της ομιλίας του σεβασμιοτάτου μητροπολίτη Ιωαννίνων ήταν το εξής: «Η κοινωνική προσφορά των Τριών Ιεραρχών ως πνευματικό και παιδαγωγικό μέγεθος».
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος (κατά κόσμον Βασίλειος Παπαγιάννης, με καταγωγή από τη Μεγάλη Παναγία Χαλκιδικής), τέκνο ελλήνων μεταναστών, γεννήθηκε στο Λεβερκούζεν της Γερμανίας το 1968. Τις θεολογικές σπουδές του ακολούθησαν μεταπτυχιακές στο Στρασβούργο και στο Τύμπινγκεν (Τυβίγγη). Εξελέγη μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 25 Ιουνίου 2014.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ασημένια φορητή εικόνα των Τριών Ιεραρχών στον ομώνυμο μητροπολιτικό ναό της Σκιάθου (τρίκλιτη βασιλική του 1846).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις