Γεώργιος Κονδύλης: «Δεν είμαι ’γω γι’ αυτά τα μασκαραλίκια»
Άμεση αντίληψις, γοργή απόφασις, ραγδαία εκτέλεσις
Τον πρωτογνώρισα μια νύχτα, στην Καρδίτσα, στο καφενείο, υπαξιωματικό, μέσα σ’ ατμόσφαιρα καθαρά επαναστατική. Ετοιμαζόταν αγροτικό κίνημα, που ανάγκασε το γερο-Δραγούμη να χτυπήση με το στρατό. Ο Κονδύλης έβραζε:
— Το κράτος πρέπει να χτυπάη με το ένα χέρι, αλλά να δίνη με το άλλο!
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.2.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μα δεν τον πρόσεξα μονάχα για κάτι τέτοια, επιγραμματικά, που πέταγε στην ομιλία του. Ήτανε μια μορφή πολύ εκφραστική. Άμεσο βλέμμα, σαγόνι δυνατό, στόμα μεγάλο, χείλη παχειά, μουστάκι αρειμάνιο, καπετανάκι του εικοσιένα. Μιλούσε για όλους και για όλα, με τη φυσική αντίληψι και τη μεγάλη αφέλεια του λαού. Σε μια στιγμή μού είπε σχεδόν στα καλά καθούμενα:
— Θα κυβερνήσω μια μέρα την Ελλάδα, εμένα που με βλέπετε. Να θυμηθήτε αυτό που σας λέω!
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.2.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το θυμηθήκαμε μαζί πολλές φορές από τότε. Το θυμάμαι και τώρα, που πέθανε αντιβασιλεύς, αντιστράτηγος, αρχηγός κόμματος και μεγαλόσταυρος. Τότε δε μούχε κάμη μεγάλη εντύπωσι. Αν μου τόλεγε προ του 1909, που οι ανθυπολοχαγοί μένανε δεκαπέντε χρόνια στον ίδιο βαθμό και δεν ήξεραν τι θα πη προνουντσιαμέντο (σ.σ. στρατιωτικό κίνημα ανατροπής πολιτικού καθεστώτος, στρατιωτικό πραξικόπημα), θα τον περνούσα για τρελλό. Ήταν όμως αυτό το βράδυ μετά το Γουδί, που ξέραμε καλά πια πως να κυβερνήσης την Ελλάδα ήτανε ζήτημα πεντακοσίων αποφασισμένων ανθρώπων. Ο Κονδύλης ανήκε σ’ αυτά τα νέα στρώματα, που ζητούσαν ανυπόμονα ν’ ανέβουν και που ένα πρώτο ξέσπασμά τους ήτανε το Γουδί.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.2.1936, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ήταν από τους ζεστούς τύπους μιας λαϊκής γενεάς που διψούσε για ζωή, για περιπέτεια και για επιτυχία. Μετά το Μακεδονικό Αγώνα, που ήταν μια πρώτη σύντομη δοκιμή, άνοιξε μπροστά τους η λοταρία των πολέμων και του μεγάλου εσωτερικού μας δράματος. Ό,τι χαρακτηρίζει αυτή την περίοδο είνε το ζάρι. Ποτέ στην Ελλάδα η ζωή δεν είχε τόσο το χαρακτήρα παιγνιδιού, που μπορεί κανείς να τα βάλη όλα για όλα, όσο αυτόν τον καιρό, με τις απότομες κι’ απρόοπτες αλλαγές της τύχης, που είχαν αντικαταστήση τον παληό, στρωτό, ρυθμό των πραγμάτων. Ο Κονδύλης έρριξε το ζάρι του δυνατά στο κίνημα Γαργαλίδη – Λεοναρδοπούλου. Εκεί —μετά, εννοείται, τη Φαιά Πέτρα (σ.σ. οχυρό των Σερρών που υπερασπίστηκε επιτυχώς ο Κονδύλης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), όπου υπάρχει ο ιδεώδης Κονδύλης, ο στρατιωτικός, ο πατριώτης ο Έλλην— φάνηκαν και τα κύρια προσόντα του, που δεν ήσαν παρά στρατιωτικά: άμεση αντίληψις, γοργή απόφασις, ραγδαία εκτέλεσις. Παρουσιάστηκε απρόοπτα στη Θεσσαλονίκη, καθάρισε σε λίγη ώρα την κατάστασι, διέλυσε τους αντιπάλους του στο Νάρες (σ.σ. τοποθεσία της Μακεδονίας) και τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν στον Κιθαιρώνα. Μέσα σε λίγες μέρες η φήμη του απλώθηκε και στερεώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Τα ίδια και με το τελευταίο κίνημα του Στρυμόνα.
Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο τ’ αυστηρά λόγια της αδελφής του Κίμωνος στον Περικλή, όταν, μετά τον περίφημο επιτάφιο, του είπε ότι ο αδελφός της είχε νίκες εναντίον βαρβάρων και όχι εναντίον Ελλήνων.
Αλλ’ αυτή τη στιγμή προτιμώ να υπογραμμίσω ότι αυτές οι επιτυχίες του Κονδύλη, στις οποίες χρωστούσε κυρίως και τη δημοτικότητά του και τη θέσι του —επιτυχίες καθαρά στρατιωτικές— έκαναν όλους τους Έλληνας, που πονούν την Ελλάδα, να θλίβωνται διότι ένας μεγάλος στρατιώτης σαν κι’ αυτόν, με τόσον ασυνήθη αποφασιστικότητα και θάρρος, και με τόσο σωστή —αν κι’ εντελώς φυσική— αντίληψι του πολέμου, άφινε τη δουλειά του, όπου μπορούσε να προσφέρη τα πάντα, για να τρίβεται στην πολιτική, που δεν ήτανε δυνατόν να δώση τίποτε. Αυτό σαν να το καταλάβαινε κι’ ο ίδιος. Μια νύχτα, εδώ και λίγους μήνες, μου είπε, πάνω σ’ ένα ξέσπασμα ειλικρινείας από τα συνηθισμένα του:
— Δεν είμαι ’γω γι’ αυτά τα μασκαραλίκια — εννοούσε την πολιτική. Εμένα μου χρειάζεται ένας πόλεμος να κάμω το χρέος μου!
Μ’ όλες τις αντιβασιλείες, τις πρωθυπουργίες, τις αρχηγίες, τους θορύβους, τους λόγους, ένοιωθε —χωρίς νάχη και τη δύναμι να ξεκολλήση— ότι η πολιτική είνε κακή μητρυιά για τους στρατιωτικούς. Ποιος είχε δοξασθή περισσότερο από τον Σμολένσκη στη δυστυχισμένη Ελλάδα του 1897; Η πολιτική τον έσυρε στη λάσπη και τον έσβυσε. Κάποια νύχτα, μετά την τελική του αποτυχία —αφού είχε περάση απ’ όλες τις ταβέρνες της Αθήνας, ψηφοθηρών— τον είδανε να μπαίνη δακρυσμένος στο σπίτι του. Ο θάνατος, όταν κλείνη τη ζωή εκεί που θ’ άρχιζε το τόξο της κατιούσης, παρουσιάζεται σα φίλος, σα ζωγράφος που τυλίγει μια μισοτελειωμένη προσωπογραφία με χρώματα και νέφη αποθεώσεως.
*Άρθρο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά (Ναύπακτος 1882 – Αθήνα 1966) για τον Γεώργιο Κονδύλη, τον ευρυτάνα στρατιωτικό και πολιτικό, ο οποίος απεβίωσε στην Αθήνα στις 31 Ιανουαρίου 1936, σε ηλικία 57 ετών.
Ο Σπύρος Μελάς
Το αποχαιρετιστήριο κείμενο του Μελά, που υπογράφει με το φιλολογικό του ψευδώνυμο («Φορτούνιο»), δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την επαύριον του θανάτου του Κονδύλη, το Σάββατο 1η Φεβρουαρίου 1936.
- Και το ΠΑΣΟΚ εγένετο αξιωματική αντιπολίτευση
- Ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού: Τα κόμματα και οι ευθύνες τους
- Συνελήφθη 49χρονος για τη γιάφκα στο Παγκράτι
- Ολυμπιακός: Επιπλέον εισιτήρια για το ντέρμπι με την ΑΕΚ – Ολοταχώς για sold out
- Χαρίτσης: Το Ισραήλ δρα ως διεθνής παραβάτης διαπράττοντας γενοκτονία σε βάρος των Παλαιστινίων
- Θα φάει το έργο τέχνης που αγόρασε 6,2 εκατ. ευρώ – Η μπανάνα και το άδοξο τέλος