Η απόφαση της νέας ηγεσίας του ΚΚΕ να υιοθετήσει το αίτημα του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος για την «αυτονομία Μακεδονίας και Θράκης», σε συνδυασμό με τη σιδερένια πειθαρχία του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», που επιβάλλει η μπολσεβικοποίηση, έχει σαν αποτέλεσμα τη διαφωνία και διαγραφή και των δύο ηγετικών στελεχών του Κόμματος που διασώθηκαν από τις αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις της διετίας 1923-24, του Θωμά Αποστολίδη και του Γιάννη Κορδάτου. Και οι δύο διαγράφονται με απόφαση που χαρακτηρίζει «τας επί του εθνικού απόψεις των ως αντίθετες προς τας αποφάσεις του 5ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ως αντικομμουνιστικάς».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Κορδάτος μετά το 1924 παρέμεινε για ένα διάστημα διευθυντής του «Ριζοσπάστη», αν και είχε κάνει γνωστή τη διαφωνία του από την πρώτη στιγμή πάνω στο «Μακεδονικό». Αλλά αυτό θα βαστήξει πολύ λίγο. Έτσι, στο «Ριζοσπάστη» της 18 Απριλίου 1927 μπορεί να διαβάσει κανείς τα παρακάτω σχετικά:

«Το 3ο τακτικό συνέδριο του Κόμματος, έχον υπόψη τας εν γένει αντιπειθαρχικάς πράξεις του σ. Κορδάτου, την υπ’ αυτού δημοσίευσιν εις την αντικομματικήν εφημερίδα Ρεβολυσιόν Προλεταριέν τής εκτός του γαλλικού κόμματος δεξιάς ανταποκρίσεως στρεφομένης κατά του Κόμματος, ως και το γεγονός ότι ο σ. Κορδάτος ευρίσκεται επί ολόκληρα έτη εκτός της κομματικής ζωής και δράσεως, θεωρεί εαυτόν ως μη έχοντα πλέον σχέσιν με το Κόμμα και συνεπώς ως μη μέλος αυτού».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.11.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Γιάννης Κορδάτος, που ποτέ δε θέλησε να προχωρήσει την «Ιστορία» του πέρα από το 1924, δεν έχει αναφερθεί καθόλου στην προσωπική του περίπτωση, παρά το γεγονός ότι υπήρξε πολυγραφότατος και άνθρωπος ακέραιου χαρακτήρα. Δε θέλησε να δώσει ποτέ τη δική του ερμηνεία για τη διαγραφή (πέρα από την πρώτη εξήγηση του «Μακεδονικού»), για όλους τους λόγους που τον έκαναν να απομακρυνθεί από το ΚΚΕ. Ο Κώστας Σκλάβος αποκαλύπτει σήμερα για τον Κορδάτο και τη μεταχείρισή του τότε από την κομματική ηγεσία (της οποίας και ο ίδιος ήταν ηγετικό στέλεχος) κάτι άγνωστο:

«Εκτός από το Μακεδονικό, που ήταν η πολιτική αντίθεση του Κορδάτου προς τη νέα ιδεολογική φυσιογνωμία του Κόμματος, υπήρχε και μια πικρία από τη μεταχείρισή του σαν θεωρητικού. Το Κόμμα υποτίμησε πολύ τότε το επιστημονικό του έργο. Όταν βγήκε το έργο του Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως, δεν του δώσαμε ιδιαίτερη σημασία. Και αυτό τον πίκρανε πολύ. Δεν μας είπε ποτέ τίποτα όμως. Ήταν ανώτερος άνθρωπος. Και χρειάστηκε να έλθει η αναγνώριση του έργου του από το εξωτερικό, για να το προσέξουμε και να αισθανθούμε την αξία του. Θυμάμαι, μια μέρα που καθόμασταν με τον Γυφτοδήμο στο καφενείο του Γαμβέττα και ήλθε εκεί κοντά μας ένας Έλληνας από τη Γερμανία, ο Τσούγγος. Πιάνοντας την κουβέντα μάς είπε πόσο εκτίμηση έτρεφαν έξω ορισμένοι επιστημονικοί κύκλοι για το βιβλίο αυτό του Κορδάτου και πόσο γερά κάτεχε ο ίδιος τον ιστορικό υλισμό.


Ο Κορδάτος με τους περισσότερους από εμάς διατηρούσε προσωπική φιλία και ήταν άνθρωπος ανώτερου ήθους. Κανένας υπαινιγμός και κανένα παράπονο, όταν σε λίγο αρχίσαμε να προσέχουμε το έργο του και την αξία του. Δεν στάθηκε ποτέ εχθρικός στο Κόμμα και μας βοήθησε όσο μπορούσε. Αν και είχε απομακρυνθεί, εμένα προσωπικά μου είχε δανείσει γερμανικά βιβλία για να κάνω μεταφράσεις ή να τα συμβουλευτώ για άρθρα ή μελέτες μου. Ο Γιάννης Κορδάτος ήταν και παραμένει μια από τις πολυτιμότερες δυνάμεις και προσφορές στην υπηρεσία του Κινήματος και καμιά διαγραφή δεν μπορεί να τον μειώσει. Το λέω εγώ, που τότε είχα συντελέσει στην απομάκρυνσή του». Όμως, η επώδυνη πορεία των διαγραφών δεν σταματάει εδώ. Σε λίγο θ’ ακολουθήσει ο Πουλιόπουλος, ο Μάξιμος και ο Σκλάβος.

*Απόσπασμα από άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιχάλη Δημητρίου, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 1978. Στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνάς του για τη γέννηση του ΚΚΕ, ο Δημητρίου αναφέρεται, μεταξύ πολλών άλλων, στη διαγραφή του Γιάννη Κορδάτου. Αυτή έλαβε χώρα το 1927, στον απόηχο κατ’ ουσίαν των απανωτών εκκαθαρίσεων της διετίας 1923-1924, για τις οποίες γράφει στο εισαγωγικό του κείμενο ο συντάκτης του άρθρου και τα εξής:

«Αυτή η αλλαγή (σ.σ. στη φυσιογνωμία του ΚΚΕ) δεν γίνεται ανώδυνα. Προσφορές πρωτοπόρων στελεχών πετάγονται στη λάσπη και τυχοδιωκτικά στοιχεία (όπως αποκαλύπτει η κατοπινή τους εξέλιξη) γίνονται οι τιμητές. Η σύγχυση κυριαρχεί και ο φραξιονισμός αποδυναμώνει το Κόμμα, που ψάχνει να βρει τον προορισμό του. Την διετία 1923-1924 οι αλλεπάλληλες ηγεσίες στηρίζουν τις φιλοδοξίες τους για τον μετασχηματισμό ενός κόμματος σε κομμουνιστικό (και μάλιστα με επαναστατικές αξιώσεις), όταν δεν έχει προλάβει ακόμα να γίνει σοσιαλιστικό. Αυτή η επώδυνη πορεία θα συνεχισθεί και μετά το 1924».


Ο Γιάννης Κορδάτος, πολυγραφότατος μαρξιστής ιστορικός και διανοούμενος της Ελλάδας του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στη Ζαγορά Πηλίου το 1891 (την 1η Φεβρουαρίου, κατά τα αναγραφόμενα στις σχετικές πηγές) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 1961.

Γόνος μεσοαστικής οικογένειας, ο Κορδάτος φοίτησε σε σχολεία της Μαγνησίας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, πριν εγγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (κατέστη πτυχιούχος αυτής το 1917).

Στα κατοπινά χρόνια, στην ταραχώδη για τη χώρα μας περίοδο πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέπτυξε πολυσχιδή δράση, με κύρια χαρακτηριστικά το ήθος, την ακλόνητη πίστη στην ιδεολογία του, την έμφυτη κλίση στη μελέτη και την υψηλή συγγραφική παραγωγικότητα.

Με το δημοσιογραφικό και συγγραφικό έργο του ο Κορδάτος, επίγονος του Γεωργίου Σκληρού, πατέρα του ελληνικού μαρξισμού, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διαφώτιση του κοινού για πολλά κοινωνικά και ιστορικά ζητήματα. Μείζονος σημασίας υπήρξε η συμβολή του αυτοδίδακτου ιστορικού Κορδάτου στη διαμόρφωση της ελληνικής μαρξιστικής ιστορικής σχολής.


Τα σημαντικότερα έργα του Κορδάτου («Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821», η πρώτη ιστορική μονογραφία με την οπτική του ιστορικού υλισμού, «Νεοελληνική πολιτική ιστορία», «Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας το 1821», «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», «Εισαγωγή εις την ιστορίαν της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας», «Ο Ρήγας Φεραίος και η εποχή του», «Ιησούς Χριστός και χριστιανισμός») διακρίνονται για τη γνωστική δύναμη και το εκτεταμένο ερευνητικό έργο του συγγραφέα, αλλά και για τη μονοδιάστατη κριτική, τη μονόπλευρη αντιμετώπιση των προβλημάτων από πλευράς του ιδίου.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η θέση του Κορδάτου στο γλωσσικό ζήτημα, όπως αυτή προβάλλεται στη μελέτη «Δημοτικισμός και λογιωτατισμός».


Αγωνιστής και αγνός ιδεολόγος, υπέρμαχος μιας κοινωνικής πολιτικής στην οποία πίστευε και για την οποία εργάστηκε με θέρμη, ο Κορδάτος κατέλαβε μια από τις κορυφαίες θέσεις στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής του. Εξελέγη μέλος και ακολούθως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ), προδρόμου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ).

Το 1922 οδηγήθηκε στη φυλακή εξαιτίας της δράσης που είχε αναπτύξει ως ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ και διευθυντής της εφημερίδας «Ριζοσπάστης». Στη συνέχεια, όμως, οι διαφωνίες του επί ιδεολογικών ζητημάτων (μεταξύ αυτών, το ζήτημα της αυτονόμησης της Μακεδονίας) είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του και αργότερα τη διαγραφή του από το ΚΚΕ. Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική ο Κορδάτος αφοσιώθηκε στην ιστορική και κοινωνιολογική έρευνα, δημοσιεύοντας αυτοτελείς μελέτες, άρθρα, σχόλια και βιβλιοκρισίες.