Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
weather-icon 21o
Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Από Έβρου μέχρι Ταινάρου ούτε ένα βουλευτή…

Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Από Έβρου μέχρι Ταινάρου ούτε ένα βουλευτή…

Aντιπαθούσε και φοβότανε την ιταμότητα, ό,τι ήταν θρασύ, κυνικό

Εδιαβάσαμε τελευταία ότι διάφορες οργανώσεις εθυμήθηκαν τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, καθώς συμπληρωθήκανε είκοσι χρόνια από το έτος που πέθανε. Έστω και καθυστερημένα θα λάβομε μέρος στο μνημόσυνο με τη σημερινή μας επιφυλλίδα προσφορά τιμής και φιλίας στον συγγραφέα και στον άνθρωπο. Περισσότερο μάλιστα στον δεύτερο, αν και παραμένει άθικτη από τον καιρό η εκτίμησή μας στον πρώτο   που ακόμη κι’ αν τον πάρομε σαν έναν «τεχνικό του λόγου», του έμμετρου και του πεζού, τιμά πάντα με την αρτιότητά του τη νέα λογοτεχνία μας. Θα μιλήσομε για τον άνθρωπο, και σαν ολιγότερο γνωστό από τον συγγραφέα και γιατί έτυχε να τον παρακολουθήσομε από κοντά.

Η γνωριμία μας χρονολογείται αρκετά μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, εκεί προς το τέλος της νομαρχιακής σταδιοδρομίας του, όταν τον έπαψαν γιατί σε μια πολιτεία που υπηρετούσε αρνήθηκε να παραστεί στο Ανάθεμα του Βενιζέλου και τα βρήκε πολύ άσκημα. Αρχίζει συγκεκριμένα από τον Διχασμό, τότε που οι φανατισμένες πολιτικές αντιθέσεις μάς εχώρισαν όλους, ακόμη και τους ανθρώπους που είχαν ενδιαφέροντα λογοτεχνικά, σε δύο άσπονδα αναμεταξύ τους μέτωπα. Δεν υπήρχε καμμιά επαφή, ως και οι αλλοτινοί φίλοι αποφεύγανε ο ένας τον άλλον σαν τον διάβολο. Στο εστιατόριο «Αβέρωφ», μεγάλο τότε πολιτικό εντευκτήριο, χώρια, επιδεικτικά χώρια τα τραπέζια των βενιζελικών και των αντιβενιζελικών. Έχομε ωστώρα μπροστά μας αυτόν τον πίνακα, με τις μαρκαρισμένες πελατείες. Και με τους ανθρώπους των Γραμμάτων, γνωστούς Αθηναίους λογίους, που η παρουσία τους έκανε ζωηρή εντύπωση εκείνα τα χρόνια. Ένας ηλικιωμένος, με μουστάκια και με αργό περπάτημα, κάτι διηγόταν συνήθως, συνοδεύοντας τα λόγια του με χειρονομίες για να τα καταστήσει πιο εκφραστικά. Κι’ όλοι γελάνε με την καρδιά τους. Στο τέλος σηκωνότανε σιγά-σιγά, έκανε μια κίνηση σα νάρριχνε καπότο (σ.σ. κάπα) στους ώμους του και, γέρνοντας λίγο από τη μεριά που κράταγε τη μαγκούρα, τραβούσε κατά την έξοδο. Ήταν ο Κονδυλάκης. Ένας άλλος, με γένι, με νευρικότητα στο βήμα του και με μάτι αστραφτερό, που άμα κοίταζε αμέσως καταλαβαίνατε τον ρόλο που παίζει στη ζωή του, για κάθε καταγραφή, για κάθε είδους διάγνωση, έμπαινε και προχωρούσε στο βάθος. Αυτός ήταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που πήγαινε να βρει τους φίλους του. Οι Ρουμελιώτες βουλευτές, με τον Τσακανίκα στη μέση κι’ εσύχναζαν στου «Αβέρωφ» μεσημέρι-βράδυ Ρουμελιώτες βουλευτές—, τον χαιρετούσαν σηκώνοντας τα χέρια τους κι’ αναγαλλιάζανε σα να φύσηξε μέσα στο ρεστωράν αέρας από το Βελούχι.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Συναντιόμαστε τότε που ετοίμαζε τα «Ψηλά Βουνά», την εποχή που άρχισε η μεγάλη μεταρρυθμιστική κίνηση στην παιδεία, με τον Γληνό, με τον Δελμούζο, με τον Τριανταφυλλίδη και μ’ άλλους δημοτικιστές εκπαιδευτικούς. Έφερνε τα δοκίμια και τα νέα στο σπίτι του Λαμπελέτ (σ.σ. ο συντάκτης της επιφυλλίδας εννοεί προφανώς τον Γεώργιο Λαμπελέτ, συνθέτη και μουσικοκριτικό, εκ των συνεργατών του Παπαντωνίου). Εκεί αποκάλυψε κάποτε ένα μυστικό, με τη σύσταση μάλιστα σε μας να το φέρομε μια μέρα στη δημοσιότητα.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 12.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πρόκειται για το εξής. Στο περίφημο αναγνωστικό, εκεί που ανεβαίνουν τα παιδιά της πολιτείας ψηλά στο δάσος και σχηματίζουν κοινότητα, παρουσιάζεται κι’ ένας Ρουμελιώτης τσοπανάκος, ο Λάμπρος. Κάνει παρέα με τα ξένα παιδιά κι’ εκείνα τον μαθαίνουν γράμματα, γιατί τον βλέπουν πως διψά να μάθει. Τον νου του τον έχει πάντα στο βιβλίο και στο καλαμάρι που του χάρισαν. Ώσπου συνηθίζει στο τέλος να γράφει τ’ όνομά του στο χαρτί. «Είμαι ο Λάμπρος Πέλεκας του Αντωνίου από Γρανίτσα…» Το αναγνωστικό τελειώνει με το σύντομο κεφάλαιο «Έπειτα από χρόνια», όπου και σημειώνει ο συγγραφέας του: «Όσοι από τους παλιούς θυμούνται αυτή την ιστορία, μας είπαν πως εκεί στη χώρα φάνηκε έπειτα από χρόνια ένας δάσκαλος που άφησε όνομα…»

Αυτός ο δάσκαλος, μας αποκάλυψε ο Παπαντωνίου, που τον έλεγαν κι’ εκείνον Λάμπρο, είναι ο πατέρας μου! Κάποτε να το πήτε, προσθέτοντας ότι για χάρη του έγραψα τα «Ψηλά Βουνά».

Την εποχή που πηγαίναμε στου Λαμπελέτ είμαστε και γείτονες, κατοικούσαμε στην οδό Περγάμου, από τους τελευταίους κάθετους δρόμους της οδού Αχαρνών. Ο Παπαντωνίου έμενε οικογενειακώς σ’ ένα ισόγειο με μικρό κήπο, έναν υπαινιγμό κήπου, που του άρεσε ωστόσο, γιατί είχε δυο-τρία δεντράκια που του θυμίζανε με την παρουσία τους ύπαιθρο. Και γιατί σ’ αυτόν τον μικρό κήπο, όταν έκανε καλό καιρό, μπορούσε να κάθεται η μητέρα του, μια γρηούλα με άσπρα μαλλιά, που ο Παπαντωνίου την έβλεπε σαν εικόνισμα, όπως έβλεπε με τη μεγαλύτερη στοργή και την αδερφή του, τη Σοφία. Εμείς καθόμαστε στο γωνιακό σπίτι, μιας καλής Εβραίας, «πυροπαθούς», από τη Θεσσαλονίκη, που είχε ζητήσει άσυλο στην πρωτεύουσα.


Κρατάμε την ανάμνηση αυτού του σπιτιού, γιατί εκεί ζήσαμε τη μεγάλη πολιτική κρίση του 1920, με τις εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο κι’ έπεσε ο Βενιζέλος. Το βράδυ των εκλογών 1η Νοεμβρίου είχαμε γευματίσει στου Λαμπελέτ και μετά το φαγητό βγήκαμε στον δρόμο να ιδούμε τι γίνεται. Είμαστε τρεις, ο Λαμπελέτ, ο Παπαντωνίου και ο υπογραφόμενος κι’ οι τρεις βενιζελικοί. Αμέσως καταλάβαμε, από εκείνα τα παράδοξα αστάθμητα που φτιάνουν την ατμόσφαιρα των δρόμων, ότι η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη. Όταν εστρίψαμε από την οδό Πατησίων στην οδό Πανεπιστημίου, αυτή η δυσάρεστη εντύπωση γινότανε εντονότερη σε κάθε μας βήμα. Επήγαμε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» για να μάθομε κάτι θετικό. Δεν ευρήκαμε κανέναν. Μόνο επάνω σ’ ένα τραπέζι του γραφείου των συντακτών είδαμε μια γυναίκα, οριζοντιωμένη μπρούμυτα, να κλαίει. Ήταν η Σαμπανιέβα (σ.σ. ο συντάκτης της επιφυλλίδας αναφέρεται προφανώς στην υψίφωνο Θάλεια Μυταράκη – Σαμπανιέβα), πούχε μάθει το αποτέλεσμα. Χωρίσαμε παγωμένοι.


Το πρωί 2α Νοεμβρίου ήρθε ο Παπαντωνίου και μας φώναξε από το παράθυρο. Βγήκαμε και τον ερωτήσαμε τι συμβαίνει.

Από Έβρου μας είπε στην καθαρεύουσα, γιατί έτσι φαίνεται του μετεδόθη η πληροφορία, από Έβρου μέχρι Ταινάρου ο Βενιζέλος δεν έβγαλε ούτε ένα βουλευτή!

Σκέπασε με την παλάμη τα μάτια του για να κρύψει τη συγκίνηση. Και προτού φύγει, τρεχάτος, με τα ολίγο κυρτά του πόδια, επρόσθεσε:

Εσύ είσαι νέος και δεν τα ξαίρεις καλά. Αυτά για τη Μακεδονία, για τη Θράκη, την Ήπειρο, τα νησιά, τα λέγανε άλλοτε οι γέροι στου Ζαχαράτου κι’ οι γύρω γελούσανε σα ν’ άκουγαν παραμύθια. Κι’ ο Βενιζέλος τα πήρε, μας τάδωσε. Και τώρα, από Έβρου μέχρι Ταινάρου ούτε ένα βουλευτή…


Θα αναφέρομε με τη σημερινή ευκαιρία και ορισμένα διακριτικά του Παπαντωνίου, εκτός των γνωστών που ξεχωρίζουν το πεζογραφικό και ποιητικό έργο του. Λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να βρίσκουν με τόση ασφάλεια εκείνο που ονομάζομε κύριο χαρακτηριστικό. Μόλις ετοποθετείτο εμπρός σ’ ένα πρόσωπο, σε μια κατάσταση, σε μια σκηνή, το ανεκάλυπτε με το πρώτο. Ιδιαίτατα το γελοιογραφικό. Το βλέπει κανένας στα σκίτσα που άφησε, του Βουτσινά, του Γ. Ιακωβίδη, του Δαμβέργη, του Δαραλέξη, του Βλαχογιάννη, του Πορφύρα. Άλλα διακριτικά. Ο τσοπάνης που κρυβότανε στο βάθος του πολιτισμένου Παπαντωνίου. Τόχομε σημειώσει και άλλοτε. Όταν έβαζε το χέρι επάνω στη βέργα που κρατούσε, νομίζατε πως η βέργα γινότανε γκλίτσα μονομιάς. Και μαζί με τη βουνίσια κληρονομικότητα, ήταν απωθημένη μέσα του μια διάθεση για να γυρίζει πότε-πότε στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας και της ψαλμωδίας, σα να δοκίμαζε τη νοσταλγία του στασιδιού και του καλυμαυκιού. Το μουσικό αυτί του ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο σε ό,τι ερχόταν από το Βυζάντιο, εχαρακτήριζε το «Τη υπερμάχω» Μασσαλιώτιδα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού και όταν έλεγε το «Έκστηθι φρίττων ουρανέ, και σαλευθήτωσαν τα θεμέλια της γης», ένιωθε κάτι σαν μεταφορά σ’ άλλον κόσμο. Όσο για τη συστολή του, το μονόχνωτό του, την επιφυλακτικότητά του, μια αντίδραση που είχε πάντα στους εύκολους συγχρωτισμούς κοντολογής οι ιδιοτροπίες του Παπαντωνίου, που τούβγαλαν το όνομα του κακού, του κακότροπου, που κρατά σε απόσταση τους άλλους, ήταν απλούστατα αυτοάμυνα. Επειδή αντιπαθούσε και φοβότανε την ιταμότητα, ό,τι ήταν θρασύ, κυνικό.

[…]

*Επιφυλλίδα του δημοσιογράφου, κριτικού και λογοτέχνη Γεωργίου Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967) για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Το κείμενο του Φτέρη, που έφερε τον τίτλο «Ο Παπαντωνίου από κοντά», είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 1961.

Ο ευρυτάνας λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου απεβίωσε αιφνιδίως στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 1940, σε ηλικία 63 ετών.

Must in

Λουκέτο στην OPAP Arena: Στον Εισαγγελέα, η έκθεση της Αστυνομίας- Έρχεται βαριά καμπάνα για την ΑΕΚ

Σε δεινή θέση η ΑΕΚ έπειτα από τα απαράδεκτα που συνέβησαν στο χθεσινό ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ALTER EGO MEDIA A.E.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
Απόρρητο