Τα διλήμματα της Τουρκίας για τα F-35
Η αμερικανική πρόταση για επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα για τα F-35, με αντάλλαγμα την απαλλαγή από τους ρωσικούς πυραύλους S-400 φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με στρατηγικά διλήμματα
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Η Βικτώρια Νούλαντ είναι πάντα ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών. Η δεύτερη σήμερα στην ιεραρχία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ανέλαβε να παγιώσει τη θετική δυναμική των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, βάζοντας στο τραπέζι τα μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Άλλωστε, η συμβολική συμπύκνωση της μερικής ρήξης ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ουάσιγκτον ήταν ακριβώς όταν η Τουρκία υπέστη επισήμως κυρώσεις με βάση το νόμο CAATSA, επειδή είχε αποφασίσει να προμηθευτεί από τη Ρωσία αντιβαλλιστικές συστοιχίες S-400. Ο συγκεκριμένος νόμος είχε ψηφιστεί το 2017 και ουσιαστικά κλιμάκωνε την αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία καθιστώντας αντικείμενο κυρώσεων κάθε σημαντική συναλλαγή συμμαχικής χώρας με τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα η Τουρκία είχε αποβληθεί από την κοινοπραξία που κατασκευάζει τα μαχητικά F-35
Τώρα η Νούλαντ έρχεται και ρητά λέει ότι «εάν ξεπεράσουμε αυτό το ζήτημα (ενν. τους S-400) θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στη συζήτηση για τα F-35» στο πλαίσιο της συνολικότερης αναθέρμανσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ύστερα από την τελική απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και του Τούρκου προέδρου να επικυρώσουν την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Μόνο που τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα για το πώς θα χαράξει η Τουρκία την πολιτική της.
Η δύσκολη τουρκική ισορροπία
Σε πείσμα μιας εικόνας που καλλιεργήθηκε την περασμένη δεκαετία, η Τουρκία ποτέ δεν εκδήλωσε κάποια ρητή επιθυμία για ρήξη με τη Δύση. Σίγουρα υπήρξε η αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία που έχει να κάνει όχι μόνο με τις συναλλαγές των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, αλλά και με την αναγκαστική συμπόρευση των δύο χωρών στη Συρία στο βαθμό η Ρωσία είναι αντίθετη στην ύπαρξη μιας οιονεί Κουρδικής κρατικής οντότητας στη Συρία (δεδομένης και της συνεχιζόμενης αμερικανικής υποστήριξης στους Κούρδους της Συρίας).
Όμως, ο Ερντογάν έχει καιρό ρώρα περιθωριοποιήσει τους «ευρασιανιστές» που θα ήθελαν μια συνολική αλλαγή προσανατολισμού της Τουρκίας με έμφαση στις διαδικασίες ευρασιατικής ολοκλήρωσης και ιδίως από την εκλογή Μπάιντεν και μετά επένδυσε ιδιαίτερα στην αποκατάσταση καλύτερων σχέσεων με τη Δύση αλλά και τους συμμάχους στη Δύση στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Έτσι η Τουρκία μπορεί να μην συμμετείχε στις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, όμως ταυτόχρονα λειτούργησε ως τμήμα του διαύλου επικοινωνίας που οδήγησε στη συμφωνία για τα σιτηρά στη Μαύρη Θάλασσα, δεν σταμάτησε να έχει καλές σχέσεις με την Ουκρανία (στην οποία άλλωστε είχε πουλήσει και drones) και βέβαια όταν τέθηκε το ζήτημα δεν πρόβαλε κάποιο γενικό βέτο στην εισδοχή της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, παρά μόνο ζητήματα που αφορούσαν τη δράση κουρδικών οργανώσεων κυρίως στη Σουηδία.
Με ανάλογο τρόπο έχει χειριστεί η Τουρκία και τις σχέσεις με το Ιράν. Μπορεί να έχει ένα επίπεδο οικονομικής συνεργασίας αλλά και συντονισμού σε σχέση με τη Συρία, τουλάχιστον ως προς την κοινή απόρριψη της συγκρότησης κάποιας κουρδικής κρατικής οντότητας, ωστόσο απέχει πολύ από το συντονιστεί πλήρως με τις πολιτικές του «Άξονα της αντίστασης» προωθεί η Τεχεράνη, κάτι που φάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση των προέδρων των δύο χωρών.
Ακόμη και στο Παλαιστινιακό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι η τουρκική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Ερντογάν έχουν διαλέξει μεν μια «υψηλών τόνων» ρητορική σε σχέση με την κατάσταση στη Γάζα, ρητορική που συντονίζεται και με το συνολικότερο φιλοπαλαιστινιακό κλίμα στην τουρκική κοινωνία, όμως σε πρακτικό επίπεδο δεν έχουν προχωρήσει σε κάποια ρήξη με το Ισραήλ, αντιθέτως οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών συνεχίζονται κανονικά.
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια συνθήκη όπου η τουρκική κυβέρνηση δείχνει ταυτόχρονα να θέλει να παραμείνει εντός της Δύσης αλλά και να εκμεταλλευθεί τα μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας προσφέρει σε αυτό που βλέπει ως τη σταδιακή μετάβαση σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Άλλωστε, η τουρκική οικονομία μπορεί να στηρίζεται στην ενδογενή της δυναμική (των δημογραφικών χαρακτηριστικών της συμπεριλαμβανομένων) και να έχει αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις με μη δυτικές οικονομίες (ορισμένες εκ των οποίων τη βοήθησαν και στην αντιμετώπιση του κινδύνου περαιτέρω κατάρρευσης της ισοτιμίας της λίρας, προσφέροντας αναγκαία συναλλαγματικά swaps), όμως δεν παύει να έχει πολύ μεγάλο βαθμό συναλλαγών και έκθεση και στις δυτικές οικονομίες, άρα δύσκολα θα μπορούσε να αποκοπεί από τα δυτικά οικονομικά δίκτυα.
Ακόμη και η αλλαγή οικονομικής πολιτικής μετά την επανεκλογή Ερντογάν και η επιστροφή στην οικονομική «ορθοδοξία» ως προς τα επιτόκια σε αυτό ακριβώς απέβλεπε, στην επακατοχύρωση της Τουρκίας έναντι των – δυτικών – αγορών.
Ο αμερικανικός υπολογισμός
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι σε πείσμα διαφόρων φωνών που είχαν υπάρξει και μέσα στο αμερικανικό πολιτικό και διπλωματικό κατεστημένο, δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν την Τουρκία.
Εάν κανείς κοιτάξει την τρέχουσα αμερικανική πολιτική σε σχέση με τη Μέση Ανατολή, και παρά τα προβλήματα που τους δημιουργεί η συμπόρευση με την πολιτική του Ισραήλ, πολιτική που έχει φέρει απέναντι το μεγαλύτερο μέρος του Παγκόσμιου Νότου αλλά και μεγάλο μέρος της δυτικής κοινής γνώμης, το βασικό είναι μια προσπάθεια σχετικής εξομάλυνσης, ιδίως μεταξύ του Ισραήλ και των συντηρητικών δυνάμεων του Κόλπου, που να προσπαθεί να αποτελέσει ένα μέτωπο απέναντι στο Ιράν, το οποίο δεν κάνει πολιτική μόνο μέσω του «Άξονα της Αντίστασης» των φιλοϊρανικών δυνάμεων αλλά και μέσα από την αναβάθμιση των σχέσεών του με τα κράτη του Κόλπου, της Σαουδικής Αραβίας συμπεριλαμβανομένης.
Μπροστά σε αυτή τη δυναμική είναι εύλογο να κυριαρχεί στις ΗΠΑ η αντίληψη ότι χρειάζονται και μία ακόμη ισχυρή δύναμη και δη με τα χαρακτηριστικά της Τουρκίας που να συντονίζεται με βασικές ορίζουσες της δυτικής πολιτικής. Εξ ου και η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τουρκία με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ακριβώς το αντίβαρο στο ΝΑΤΟ (ας μην ξεχνάμε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της είναι οι μεγαλύτερες στο ΝΑΤΟ μετά τις αμερικανικές).
Τα εμπόδια στην επαναπροσέγγιση ΗΠΑ και Τουρκίας
Όμως αυτή η προσπάθεια δεν είναι εύκολη. Καταρχάς εξακολουθεί να υπάρχει το μεγάλο αγκάθι που αφορά τους Κούρδους της Συρίας. Οι ΗΠΑ δεν έχουν δείξει καμία διάθεση να εγκαταλείψουν στο εγγύς μέλλον τη σύμπραξη που έχουν με τους Κουρδικής πολιτοφυλακές στη Συρία, που εκτός των άλλων τους δίνουν και τη δυνατότητα να έχουν μια παρουσία σε αυτή τη χώρα. Όμως, αυτό είναι για την Τουρκία μια κρίσιμη «κόκκινη γραμμή» καθώς θεωρεί ότι είναι ακριβώς η αμερικανική ομπρέλα προστασίας στους Κούρδους της Συρίας που επιτρέπει τελικά και την αναπαραγωγή του PKK.
Την ίδια στιγμή δεν είναι τόσο εύκολο να επιλέξει η Τουρκία και μία ρήξη με τη Ρωσία. Πέραν του ανοιχτού ζητήματος της Συρίας, οι δύο χώρες έχουν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα ότι ο υπό κατασκευή Τουρκικός πυρηνικός σταθμός είναι ρωσικής τεχνολογίας, ενώ η Τουρκία εισάγει πολύ μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου και μάλιστα σε σχετικά χαμηλές τιμές. Τον Νοέμβριο του 2023 οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στην Τουρκία άγγιξαν τα 400.000 βαρέλια τη μέρα, ενώ η Ρωσική εταιρεία Lukoil έχει συμφωνήσει τη διύλιση 200.000 βαρελιών πετρελαίου την ημέρα στο διυλιστήριο της Αζέρικης εταιρείας Socar στην Τουρκία.
Ούτε είναι τόσο εύκολο για την Τουρκία απλώς να δοκιμάσει να μεταπωλήσει τις συστοιχίες S-400 μια που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Ρωσία δεν θα αντιδράσει σε μια τέτοια περίπτωση, την ώρα που υπάρχει και το ζήτημα τι θα αντικαταστήσει αυτές τις συστοιχίες. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται και ένα ευρύτερο φάσμα ανταλλαγμάτων κα εγγυήσεων από τη μεριά των ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν βιάζεται να απεμπολήσει τα πλεονεκτήματα που αποκομίζει από το γεγονός ότι δεν ταυτίζεται πλήρως με τον δυτικό πόλο, ακόμη και εάν δεν θέλει να έρθει σε ρήξη μαζί του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις