Η ιστορία του θεάτρου Μαριίνσκι που «επέζησε» από την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Ναζί
«Το αίμα χυνόταν, οι πόλεις της πατρίδας μας παραδίδονται η μία μετά την άλλη στον εχθρό μας, ενώ εμείς έπρεπε να χορεύουμε και να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι κάποιος χρειάζεται την τέχνη μας».
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941, μια βόμβα έπληξε το κτίριο του Κρατικού Ακαδημαϊκού Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου Κίροφ (όπως ήταν γνωστό το θέατρο Μαριίνσκι στη σοβιετική εποχή). Κατέστρεψε τον χώρο των καθισμάτων του θεάτρου, αλλά το τραύμα που άφησε στις καρδιές των κατοίκων του Λένινγκραντ ήταν ακόμη πιο βαθύ- και όχι μόνο μεταξύ εκείνων που εργάζονταν εκεί. Τότε, όπως και τώρα, το θέατρο Κίροφ ήταν (και εξακολουθεί να είναι) σύμβολο της πόλης, του πολιτισμού της αυτοκρατορικής εποχής και των νεότερων σοβιετικών επιτευγμάτων.
Τα «κακά μαντάτα» δεν έφτασαν ευθύς αμέσως στα αυτιά των ανθρώπων που εργάζονταν στο θέατρο.
«Το αίμα χυνόταν, οι πόλεις της πατρίδας μας παραδίδονται η μία μετά την άλλη στον εχθρό μας, οι πρόσφυγες κάθονται σε σταθμούς τρένων για εβδομάδες, ενώ εμείς υποτίθεται ότι πρέπει να χορεύουμε και να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι κάποιος χρειάζεται την τέχνη μας»
Στα μέσα Αυγούστου, μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της χώρας, στα Ουράλια. Το πακετάρισμα έγινε βιαστικά- λίγοι συνειδητοποίησαν ότι θα έφευγαν για χρόνια – πολλοί πίστευαν ότι ο γενναίος Κόκκινος Στρατός θα έδιωχνε γρήγορα τους ναζιστές εισβολείς.
Φτάνοντας στην πόλη Μολότοφ
Έπειτα από εννέα ημέρες στο δρόμο, τα κλιμάκια του τρένου σταμάτησαν στην πόλη Μολότοφ – όπως ονομαζόταν τότε το Περμ. Ουδείς περίμενε εκεί τους «θεατρικούς» πρόσφυγες- η πόλη είχε ήδη γεμίσει ασφυκτικά με ανθρώπους που είχαν εκτοπιστεί. «Αφού δεν καταφέραμε καν να φιλοξενηθούμε, τρέξαμε όλοι στο θέατρο. Μας απογοήτευσε: η σκηνή ήταν σχεδόν το ένα τέταρτο του μεγέθους της δικής μας στο Λένινγκραντ», θυμάται η Τατιάνα Βετσέλοβα, η κορυφαία χορεύτρια του θιάσου.
Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να δημιουργήσουν νέο «ντεκόρ» – όσα είχαν φέρει από το Λένινγκραντ ήταν απλά αδύνατο να τοποθετηθούν σε μια νέα σκηνή. Για να χωρέσει η ορχήστρα, έπρεπε να αφαιρεθούν οι πρώτες σειρές των καθισμάτων του parterre. Μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, οι καλλιτέχνες από το Λένινγκραντ πραγματοποίησαν τα «εγκαίνια» του νέου τους σπιτιού.
Η ίδια η Βετσέλοβα δήλωσε: «Η πρώτη παράσταση στα εγκαίνια του θεάτρου – Ιβάν Σουσάνιν (στην οποία χόρεψα ένα βαλς) – κύλησε ήσυχα, χωρίς να σημειωθεί επιτυχία. Ούτε το απίστευτο παίξιμο της ορχήστρας υπό τη διεύθυνση του Α. Παζόφσκι, ούτε οι όμορφες νεανικές φωνές των Ν. Κασεβάροβα, Γ. Νέλεπ και Ι. Γιασούγκιν κατάφεραν να λιώσουν τον πάγο μέσα στο θέατρο».
Καθώς η εκκένωση προχωρούσε, η πόλη παρείχε καταφύγιο σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, αλλά φαινόταν ότι λίγοι ενδιαφέρονταν για το θέατρο. «Η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε μετά την επόμενη παράσταση – τη Λίμνη των Κύκνων -. «Ποιος χρειάζεται το μπαλέτο μας;» σκεφτήκαμε. Το αίμα χυνόταν, οι πόλεις της πατρίδας μας παραδίδονται η μία μετά την άλλη στον εχθρό μας, οι πρόσφυγες κάθονται σε σταθμούς τρένων για εβδομάδες, ενώ εμείς υποτίθεται ότι πρέπει να χορεύουμε και να προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι κάποιος χρειάζεται την τέχνη μας!».
Το πνευματικό κέντρο των Ουραλίων
Εκείνη την εποχή, η πόλη Περμ δεν είχε ακόμη γνωρίσει την τέχνη της όπερας και του μπαλέτου. Ο τοπικός θίασος θεάτρου – όπερας είχε συγκροτηθεί μόλις λίγο καιρό πριν από τον πόλεμο. Με την άφιξη του θιάσου του Λένινγκραντ, το τοπικό θέατρο αναγκάστηκε να περιοδεύσει για αρκετά χρόνια στις μικρές πόλεις και τα χωριά της περιοχής, δίνοντας παραστάσεις σε λέσχες, παράγκες, ή μερικές φορές ακόμη και απλά σε φορτηγά που είχαν τοποθετηθεί κοντά μεταξύ τους και τα οποία ήταν εντελώς ακατάλληλα για παραστάσεις.
Οι καλλιτέχνες του Λένινγκραντ τα είχαν βρεί «σκούρα». Όπως θυμάται ο μαέστρος Γιούρι Γκαμάλεϊ, οι χορευτές έπρεπε «να κάνουν όχι μακρινά αλλά υψηλά άλματα», προσαρμοζόμενοι στο μέγεθος της σκηνής. Για να επιβιώσει, ο κορυφαίος του θιάσου, ο Ιβάν Γιασούγκιν, εργαζόταν ως φορτωτής για επιπλέον χρήματα. Ωστόσο, σιγά σιγά, με τη συνδρομή των μελών του Λένινγκραντ, οι κάτοικοι του Περμ λάτρεψαν την όπερα και το μπαλέτο. Μετά από λίγους μήνες, η αίθουσα του θεάτρου άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά.
Κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού, ο θίασος κατάφερε να επανέλθει στη σκηνή με περίπου 20 παραστάσεις, καθώς και να παρουσιάσει αρκετές πρεμιέρες, μεταξύ των οποίων και το μπαλέτο Gayane του Αράμ Χατσατουριάν, το οποίο ολοκλήρωσε στο Περμ. Ο Χατσατουριάν, καθώς και η κύρια ομάδα των εργαζομένων του θιάσου, εγκαταστάθηκαν στο «επταώροφο κτίριο», ένα ξενοδοχείο που χτίστηκε σε κονστρουκτιβιστικό στυλ ακριβώς δίπλα στο θέατρο.
«Έμεινε στο Περμ»
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών έγινε ένα πραγματικό πνευματικό κέντρο: Dmitri Shostakovich, Sergei Prokofiev, Ivan Sollertinsky, Agrippina Vaganova, Galina Ulanova, και πολλοί άλλοι έμειναν σε αυτό το ξενοδοχείο.
Ύστερα από λίγο καιρό, εμφανίστηκε μια εξαντλημένη, πεινασμένη γυναίκα. Οι άνθρωποι μετά βίας αναγνώριζαν την ομορφιά της από τα πορτρέτα της Zinaida Serebriakova – ήταν η Ekaterina Heidenreich, μια από τις λαμπρές σολίστ του μπαλέτου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Είχε καταλήξει στο Γκούλαγκ τους πρώτους μήνες του πολέμου, αφού κάποιοι την κατήγγειλαν διότι εξέφρασε αμφιβολίες ότι η ΕΣΣΔ θα κατάφερνε να κρατήσει το Λένινγκραντ.
Με κάποιο τρόπο κατάφερε να απελευθερωθεί από το στρατόπεδο και άρχισε να διδάσκει μπαλέτο σε παιδιά της περιοχής. Αργότερα, όταν άρθηκε η πολιορκία, δεν της επετράπη να επιστρέψει στο σπίτι της μαζί με τους άλλους. Έμεινε στο Περμ και έγινε η ιδρύτρια και η πρώτη διευθύντρια του Κρατικού Χορογραφικού Κολλεγίου του Περμ.
Με πληροφορίες από Russia Beyond | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Σκηνή από το μπαλέτο «Esmeralda», 1942 | Από το αρχείο του Μουσείου Μνήμης της Άμυνας και της Πολιορκίας του Λένινγκραντ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις