Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η μετάβαση από την κλασική ελληνική στην ελληνιστική κοινή (Μέρος Β’)
Στα τέλη των Ελληνιστικών Χρόνων η κοινή είχε γίνει η καθιερωμένη μορφή τόσο της γραπτής όσο και της προφορικής ελληνικής για τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του παλαιού ελληνικού κόσμου
- Ο αντίπαλος της Starlink του Έλον Μάσκ έχει ευρωπαϊκή σφραγίδα
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- ΣΥΡΙΖΑ: Τα νέα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου και οι χρεώσεις στην Πολιτική Γραμματεία
Εντός των ορίων του παλαιού ελληνικού κόσμου, η επιβολή των Μακεδόνων συνοδεύτηκε από τη βαθμιαία εξάπλωση της ελληνιστικής ή αττικοϊωνικής κοινής στις ποικίλες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου και από το σταδιακό παραμερισμό των αρχαιοελληνικών διαλέκτων. Οι τοπικές διάλεκτοι των Κλασικών Χρόνων, παρά τη σθεναρή αντίσταση ορισμένων κοινοτήτων, προπάντων δωρικόφωνων και αιολόφωνων, εισήλθαν σε μια μακρά πορεία παρακμής. Τούτο συνέβη, επειδή οι προνομιούχες κοινωνικές τάξεις, ήδη μυημένες στην κλασική ελληνική λογοτεχνία, που ήταν γραμμένη κατά ένα μεγάλο μέρος της σε μια καλλιεργημένη μορφή της αττικής διαλέκτου, άρχισαν να υιοθετούν ολοένα και περισσότερο την κοινή και στις επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Στα τέλη των Ελληνιστικών Χρόνων η κοινή είχε γίνει πλέον η καθιερωμένη μορφή τόσο της γραπτής όσο και της προφορικής ελληνικής για τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του παλαιού ελληνικού κόσμου.
Όμως, η κοινή επικράτησε αναπόδραστα και στο νέο ελληνιστικό κόσμο. Οι ως επί το πλείστον φτωχοί άποικοι των ελληνιστικών βασιλείων σύντομα –εντός μίας γενιάς– εγκατέλειψαν τη διάλεκτο που είχαν κουβαλήσει από τη γενέτειρά τους και άρχισαν να κάνουν χρήση μορφών λόγου που πλησίαζαν στην κοινή της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, οι γηγενείς, επιθυμώντας να ανέλθουν κοινωνικά μέσω μιας εργασίας στο στρατό ή στο γραφειοκρατικό μηχανισμό των βασιλείων αυτών, υποχρεώθηκαν να μάθουν –όσο το δυνατόν καλύτερα ο καθένας– τη μορφή της ελληνικής με το πέραν πάσης αμφιβολίας υψηλότερο κύρος.
Δεσπόζουσα θέση εξακολούθησε να κατέχει η ελληνική γλώσσα, με τη μορφή είτε της λογοτεχνικής αττικής διαλέκτου είτε της ελληνιστικής κοινής, και επί Ρωμαιοκρατίας. Την πρώτη τη διδάσκονταν –μελετώντας συστηματικά έναν κανόνα κλασικών κειμένων– κατά πάγια συνήθεια οι ρωμαίοι αριστοκράτες ως ένα από τα θεμέλια του ζηλευτού κλασικού ελληνισμού. Τη δεύτερη, που είχε καθιερωθεί στις ανώτερες εκφάνσεις της ως διεθνής επιχειρηματική αλλά και διοικητική γλώσσα της Ανατολής, τη χρησιμοποιούσαν προθύμως οι περισσότεροι ρωμαίοι αξιωματούχοι, προκειμένου να φέρουν εις πέρας τις δικές τους υποθέσεις. Εξάλλου, κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς Χρόνους η ελληνική ήταν η γλώσσα που μιλούσαν και έγραφαν οι μορφωμένες τάξεις στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ ο πολυεθνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης και των επαρχιών της τη χρησιμοποιούσε ευρέως ως δεύτερη γλώσσα.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, χάρτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς Χρόνους, όταν η ελληνική ήταν η γλώσσα που μιλούσαν και έγραφαν οι μορφωμένες τάξεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις