Οταν ο Χουσεΐν ζήτησε από τους Τούρκους να σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια τον Μιχάλη, τον παιδικό του φίλο
Πατέρας και γιος πήγαιναν και σε τούρκικα χωριά. Ο Μιχάλης φοβόταν και του έλεγε, μα, πατέρα... Ομως, εκείνος του απαντούσε: Μη φοβάσαι γιε μου, και αυτοί ανθρώποι είναι...
- Αστυνομικός της Βουλής: «Πρώτη μου σχέση, δέσμιά του για μια ζωή» – Τι απαντάει η 35χρονη για τις κλήσεις
- Φοβάται μη συλληφθεί λόγω του εντάλματος του ΔΠΔ ο Νετανιάχου - Δεν θα παραστεί στις εκδηλώσεις στο Άουσβιτς
- Δύο από τις πιο μολυσμένες πόλεις του κόσμου βρίσκονται στα Βαλκάνια
- Ο γιος της Πάμελα Άντερσον θέλει να καταρρίψει την άποψη της «ξανθιάς βόμβας» για τη μαμά του
Ο Χουσεΐν άρπαξε από τον ώμο τον παιδικό του φίλο, τον Μιχάλη, και τον έβγαλε από τη γραμμή. Είπε στους άλλους τούρκους στρατιωτικούς ότι είχε δολοφονήσει τους γονείς του και ήθελε να τον σκοτώσει ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια. Τον πέταξε σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και δεμένο τον οδήγησε έξω από τη Λευκωσία… (φωτογραφία, επάνω, από τη yeniduzen.com)
Η ιστορία μας πάει πίσω, στο 1974… Ο πατέρας του ελληνοκύπριου Μιχάλη Μιχαηλίδη είχε φορτηγό. Πούλαγε καρπούζια και γύριζε όλη την περιοχή της Αμμοχώστου. Πήγαινε και στην πόλη κι έπαιρνε μαζί του τον Μιχάλη, τον γιο του, κυρίως τα καλοκαίρια. Ο Μιχάλης ήταν τότε 9-10 χρονών.
Το μόνο που βρήκε τη δύναμη να τον παρακαλέσει ο Μιχάλης ήταν «μη με σκοτώσετε, έχω οικογένεια»
Ο πατέρας του είχε πολλές και καλές φιλίες με τους Τουρκοκύπριους. Υπήρχε μια οικογένεια, του Μουσταφά, με τον οποίο ήταν πολύ φίλοι. Οποτε πήγαιναν στην Αμμόχωστο έπρεπε να περάσουν από το σπίτι του να πιουν ούζο. Αρεσε πολύ και στους δύο. Είχαν πολύ καλές σχέσεις.
Πατέρας και γιος γύριζαν και σε τούρκικα χωριά. Ο Μιχάλης φοβόταν και του έλεγε, μα, πατέρα… Μη φοβάσαι γιε μου, και αυτοί ανθρώποι είναι…, του απαντούσε. Ο καλύτερός του φίλος, άλλωστε, ήταν αυτός από την Αμμόχωστο. Ο Μουσταφά, που δούλευε στο λιμάνι.
Οταν πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσε, ο Μιχάλης έπιασε δουλειά σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αμμόχωστο. Ο πατέρας του τότε είχε μπαρκάρει κι’ έτσι πήγαινε μόνος του κι εύρισκε αυτή την οικογένεια των Τουρκοκυπρίων. Του άρεσε η συντροφιά της και την εμπιστευόταν. Αυτοί είχανε δυο παιδιά. Τον Χουσεΐν και την Αϊσέ. Με τον Χουσεΐν, ο Μιχάλης ήταν στην ίδια ηλικία.
Διατηρήθηκε η φιλία
Ερχόταν σπίτι του και πήγαινε κι’ αυτός στο δικό τους. Διατηρήθηκε αυτή η φιλία μεταξύ τους μέχρι που ο Μιχάλης στα 16 του αρραβωνιάστηκε στο Σπαθαρικό και έφυγε για να μείνει εκεί. Με την καθημερινότητα, σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, χάσανε την επαφή που υπήρχε παλιά με τον Χουσεΐν.
Παντρεύτηκε στο Σπαθαρικό το 1971. Ο Χουσεΐν με την οικογένειά του πήγαν στον γάμο του Μιχάλη γιατί ήταν πολύ δεμένοι και παρά την απόσταση και τα προβλήματα της καθημερινότητας η φιλία τους διατηρήθηκε στο ακέραιο.
Αργότερα, στα 18 του, το 1974, ο Μιχάλης πήγε στον στρατό. Στις 20 Ιούλη που έπρεπε να παρουσιαστεί στο τάγμα του από την αναρρωτική άδεια, ξέσπασε ο πόλεμος. Παρουσιάστηκε στην Αμμόχωστο. Τους φόρτωσαν στα φορτηγά και τους μετέφεραν έξω από την πόλη.
Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν, αλλά εκεί που βρίσκονταν αυτοί είχε σχετική ησυχία. Που και που έπεφτε κανένας πυροβολισμός. Ο λοχίας τους είπε να προχωρήσουν προς τον νέο δρόμο της Λευκωσίας.
Ηταν συνολικά εννιά άτομα και στην πορεία έγιναν δεκατρία. Ο Μιχάλης φορούσε πολιτικά γιατί μόλις είχε γυρίσει από την άδεια και η γυναίκα του είχε πει ότι η στολή του ήταν ακόμα βρεγμένη για να τη φορέσει. Οταν πήγαν στον νέο δρόμο για να προσέχουν εάν έρχονταν οι Τούρκοι, είδαν τανκς να κατευθύνονται προς την Αμμόχωστο.
Η αιχμαλωσία
Και απάνω, απάνω υπήρχε μια ελληνική σημαία, όχι κυπριακή, ελληνική σημαία. Τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Ξέρεις τι θα πει να βλέπεις ελληνική σημαία πάνω στο τανκ;
Εκείνη την ώρα δεν σκέφτηκαν πώς βρέθηκαν εκεί ελληνικές δυνάμεις. Δεν πήγε ο νους τους σ’ αυτό που εκ των υστέρων κουβέντιασαν μεταξύ τους. Οτι κανείς δεν τους είχε πει, ούτε άκουσαν στο ραδιόφωνο πως είχαν έρθει στην Κύπρο ελληνικές δυνάμεις. Οταν πλησίασαν τα τανκς διαπίστωσαν ότι τα ακολουθούσαν τούρκοι στρατιώτες. Τους έπιασαν και τους πήγαν στην Αμμόχωστο.
Εκεί βρίσκονταν πολλά άτομα, αιχμάλωτοι, και γέροι και στρατιώτες κι ό,τι μπορούσες να φανταστείς. Τους έβαλαν σ’ έναν κύκλο μεγάλο και άρχισαν να τους ξεχωρίζουν: ηλικιωμένους στη μια μεριά, στρατιώτες στην άλλη… Τον Μιχάλη, επειδή φορούσε πολιτικά ρούχα τον έβαλαν αλλού.
Τους φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο, τους πήγαν στη Λευκωσία και τους έριξαν σ’ ένα μεγάλο γκαράζ. Ηταν κι άλλοι εκεί μέσα και όλοι μαζί περίμεναν την τύχη τους. Τι θα συνέβαινε στο μέλλον καθώς δεν γνώριζαν τίποτα. Εμειναν αρκετό καιρό και κάποτε άρχισαν να έρχονται φορτηγά και να τους φορτώνουν.
Κάτι ακουγόταν ότι θα τους έστελναν στην Τουρκία. Ο Μιχάλης στεκόταν στην τελευταία σειρά, έτοιμος ν’ ανεβεί στο τελευταίο αυτοκίνητο. Και ξαφνικά άκουσε έναν τούρκο αξιωματικό που κάτι φώναξε σ’ έναν άλλο τούρκο στρατιωτικό. Ηξερε τουρκικά, όχι πολλά, αλλά καταλάβαινε. Τον άρπαξε από τον ώμο και τον έβγαλε από τη γραμμή.
Καθ’ οδόν προς την εκτέλεση…
Ο αξιωματικός είπε ότι αυτός, δείχνοντας τον Μιχάλη, είχε δολοφονήσει τους γονείς του και ήθελε για να πάρει εκδίκηση να τον σκοτώσει ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια. Δεμένο τον πήγαν σ’ ένα αυτοκίνητο και τον πέταξαν στο πίσω μέρος σαν να ήταν ένα σακί με πατάτες.
Ηθελαν ν’ ανεβούν και δύο στρατιώτες αλλά ο τούρκος αξιωματικός τους είπε ότι δεν τους χρειάζεται. Ο Μιχάλης αναρωτιόταν που τον πήγαινε. Ούτε που του μίλησε καθόλου στη διαδρομή. Οδηγούσε μόνο, ενώ ο Μιχάλης καθόταν στο πίσω κάθισμα. Σκεφτόταν την οικογένειά του, τα πάντα περνούσαν από το μυαλό του…
Εφυγαν από τη Λευκωσία και όταν βγήκαν από την πόλη και έφτασαν σχεδόν στην Αμμόχωστο, το αυτοκίνητο σταμάτησε. Ο Μιχάλης είπε μέσα του «θεέ μου, είναι τα τελευταία μας. Δεν τη γλιτώνουμε». Ο αξιωματικός άνοιξε την πόρτα από πίσω και τον άρπαξε… Το μόνο που βρήκε τη δύναμη να τον παρακαλέσει ο Μιχάλης ήταν «μη με σκοτώσετε, έχω οικογένεια».
Σ’ αυτό το σημείο ο Μιχάλης πνίγεται, δεν μπορεί να συνεχίσει την αφήγηση… Δακρύζει, πνίγεται ξανά, προσπαθεί να συνεχίσει αλλά είναι αδύνατο. Υστερα από αρκετές προσπάθειες, μ’ έναν δυνατό κόμπο στον λαιμό του καταφέρνει να πει: Ποιος σου είπε ότι θα σε σκοτώσω Μιχάλη μου… «Γυρίζω και τον κοιτάζω. Και όταν έβγαλε το πηλίκιο, τότε κατάλαβα ότι ήταν ο φίλος μου ο Χουσεΐν».
Ψάχνει από τότε να τους βρει
«Αυτός που με γλίτωσε, αυτός που παίζαμε όταν ήμασταν παιδιά (κλαίει). Ηταν ο τούρκος αξιωματικός. Και με γλίτωσε. Μου έλυσε τα χέρια και με πήγε σπίτι του. Ηταν οι γονείς του εκεί. Εκάναμε χαρές που τους είδα. Μου είπαν να μείνω μαζί τους ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Και μου είπε ότι θα ψάξει στο Σπαθαρικό που ήταν το σπίτι μου, γιατί είχαν μείνει εκεί η μητέρα μου, ο πατέρας μου είχε πάει στα πλοία, ήταν η κόρη μου. Δεν βρήκαμε κανέναν, πρέπει να έφυγαν, να πήγαν στην πόλη…», λέει ο Μιχάλης.
«Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, έγινε εκεχειρία και έμειναν τα πράγματα όπως ήταν, έψαξα να βρω αυτούς τους ανθρώπους. Ηξερα τα σπίτια τους, ήξερα τα πάντα τους. Δεν τους βρήκα. Ετούτη την οικογένεια άνοιξε η γη και την κατάπιε. Είπα ότι μάλλον έφυγαν και πήγαν στην Αυστραλία.
»Οταν έγινε ειρήνη άκουσα ότι η κόρη τους έγινε δασκάλα. Δεν ήξερα πού διορίστηκε. Και θέλω να τους βρω για να τους ευχαριστήσω γι΄ αυτά τα καλά που μου έκαναν. Αυτό είναι η φιλία. Η φιλία είναι πάνω απ’ όλα» προσθέτει.
Και συνεχίζει: «Δεν εξαγοράζεται με τίποτε. Η φιλία είναι να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον. Οπως θυσιάστηκε ο Χουσεΐν για μένα. Μπορούσε, εντάξει, να με δει εκεί και να πει άσ’ τον τι μ’ ενδιαφέρει εμένα. Ασ’ τον να πάει κι’ αυτός, αλλά χάρη στη φιλία μας… Γιατί αν δεν ήταν ετούτος, εντάξει, έλεγαν ότι θα μας πάνε στην Τουρκία. Που ήξερα ότι θα γύριζα πίσω ή όχι. Γιατί αυτά έχει ο πόλεμος…».
Ο αυτόπτης μάρτυρας…
Ο τουρκοκύπριος σκηνοθέτης Τζεμάλ Γιλντιρίμ, όπως και ο Μιχάλης Μιχαηλίδης, ψάχνει να βρει τον Χουσεΐν Μουσταφά για ένα ντοκιμαντέρ πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ο Γιλντιρίμ έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αράμπαχμετ. Το 1974 είδε ελληνοκύπριους αιχμαλώτους και πιστεύει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας όσων συνέβησαν στον Μιχάλη Μιχαηλίδη.
Πριν χρόνια είχε παρακολουθήσει στην εκπομπή Biz-Εμείς στο ΡΙΚ μια συνέντευξη με τον Μιχάλη, ο οποίος αφηγείτο τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο και την αιχμαλωσία του το 1974. «Πολύ μ’ εντυπωσίασαν αυτά που περιέγραφε. Είχε πιαστεί αιχμάλωτος στην Αμμόχωστο και μεταφέρθηκε στην περιοχή μας. Τους έβαζαν στην αίθουσα γυμναστικής δίπλα από το σχολείο μας. Οταν άκουσα αυτό σκέφτηκα ότι πρέπει να είναι ένας από τους αιχμαλώτους που έβλεπα μικρός να φέρνουν», λέει ο Γιλντιρίμ.
Εκείνα τα γεγονότα τυπώθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη του. «Ολα όσα βιώσαμε στις 15 και στις 20 Ιουλίου και τις μέρες μετά είναι όλα χαραγμένα στη μνήμη μου σαν να ήταν χθες. Παρακολουθώντας, συνεπώς, τη συνέντευξη του Μιχαηλίδη, αμέσως σκέφτηκα ότι ήταν ένας από τους αιχμαλώτους που έφεραν δίπλα από το σχολείο μας.
»Καθόμουν σ’ αυτό το πεζούλι κι έβλεπα τα φορτηγά που έρχονταν. Μια μέρα, ήρθαν τρία φορτηγά με ελληνοκύπριους αιχμαλώτους. Τρόμαξα… από μικρούς μας φοβέριζαν ότι θα έρχονταν οι Ελληνοκύπριοι και όλα αυτά που λένε οι εθνικιστές… έτσι, όταν έφτασαν οι πρώτοι, τρόμαξα… μιλούσαν και ελληνικά μεταξύ τους…
«Κάποιοι απέπνεαν πραγματικό μίσος»
»Μετά διαδόθηκε ότι ήρθαν Ελληνοκύπριοι, προκλήθηκε σάλος, μαζεύτηκε κόσμος… Εκείνη τη μέρα έφτασαν δύο τρία φορτηγά με αιχμαλώτους τους οποίους έβαλαν μέσα στην αίθουσα… από το αφήγημά του συμπεραίνω ότι ο Μιχαηλίδης ήταν ένας από αυτούς. Θυμάμαι τον σαματά που είχε προκληθεί. Θυμάμαι κάποιους τους έβαζαν σε στρατιωτικό όχημα για να τους πάνε αλλού…
»Ηταν διχασμένες οι αντιδράσεις, ορισμένοι απέπνεαν πραγματικό μίσος γι’ αυτούς, υπήρχαν εκείνοι που ζητούσαν να τους παραδώσουν τους αιχμαλώτους. Ηθελαν να τους εκδικηθούν για όσα έγιναν το 1963… κάποιοι ήθελαν να τους σκοτώσουν…
»Υπήρχαν όμως και πολίτες που αντιδρούσαν στους προαναφερθέντες… που ήταν πιο ήπιοι κι έδειχναν ανθρώπινα αισθήματα. Πολύ πιθανόν άνθρωποι που ζούσαν σε μικτά χωριά και είχαν φίλους Ελληνοκύπριους και κατέφυγαν εδώ λόγω του πολέμου. Γίνονταν συζητήσεις και αψιμαχίες μεταξύ των δύο ομάδων.
»Ηταν ένα σοκ όταν είδα τη συνέντευξη με τον Μιχάλη. Ηταν μια τραυματική εμπειρία που έζησα ως παιδί και οι άσχημες εμπειρίες χρόνια μετά ξαναβγήκαν μπροστά μου ως πραγματικό γεγονός.
»Πάντα μιλούσα για τους αιχμαλώτους και τις αναμνήσεις μου από τότε, ποτέ όμως δεν φαντάστηκα ότι χρόνια μετά θα έβλεπα κάποιον από αυτούς. Οταν τον άκουσα να μιλά μου ήρθαν στο μυαλό τα βιώματα από εκείνες τις μέρες.
«Μπορεί ο νέος αυτός να ήταν ο Μιχαηλίδης»
»Σκέφτηκα ότι αυτά που αφηγείτο ήταν πράγματα που είδα με τα μάτια μου, είχα δει και ένα περιστατικό που αφορούσε νομίζω τον ίδιο. Είδα έναν νεαρό Ελληνοκύπριο, γύρω στα 18, με πολιτικά, όσο ήταν τότε και ο Μιχάλης, να τον αρπάζουν από τον σβέρκο και να τον πετάνε από το φορτηγό, αργότερα τον φόρτωσαν σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και τον πήραν μακριά… Μαζί ήταν και κάποιοι στρατιώτες.
»Μπορεί ο νέος αυτός να ήταν ο Μιχαηλίδης διότι όπως αφηγήθηκε τον φόρτωσαν σ’ ένα στρατιωτικό κι’ έφυγαν. Ο άνθρωπος που τον πήρε με το στρατιωτικό πρέπει να ήταν ο Χουσεΐν για τον οποίο μίλησε. Ο πατέρας του Χουσεΐν ήταν ο Μουσταφά, δεν ξέρουμε το επίθετό του. Είναι κάτι που ερευνώ. Η αφήγηση του Μιχαηλίδη μ’ εντυπωσίασε και θέλησα αμέσως να ερευνήσω το θέμα.
»Ο Μιχαηλίδης θέλει επίσης να βρει τον Χουσεΐν ο οποίος ήταν παιδικός του φίλος. Ακούγοντάς τα αυτά με συγκίνησε, η αφήγησή του και τα δακρυσμένα μάτια του. Με πήρε πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια. Ενιωσα τον πόνο του και σκέφτηκα να τον βοηθήσω, να βρω τον φίλο του, τον Χουσεΐν. Κάνω έρευνες μέχρι και στην Αυστραλία, μήπως τον γνωρίζει κανείς. Αν τον βρω, ίσως κάνουμε μαζί ένα ρεπορτάζ. Μίλησα με τον Μιχαηλίδη, του είπα ότι μπορεί να είχα δει το περιστατικό.
«Κάπου μας έχουν ξεγελάσει…»
»Μου είπε πως ήταν πολύ άσχημες μέρες αυτές που βίωσε. Με κάλεσε στο χωριό του… Βρέθηκαν κι’ άλλοι ελληνοκύπριοι φίλοι που τον γνωρίζουν… Δεν ξέρω αν είναι ζωντανός. Ξέρω ότι ο πατέρας τους ο Μουσταφά τον πήρε μαζί και την αδελφή του και μετανάστευσαν στην Αυστραλία. Η αδελφή του ονομάζεται Αϊσέ και είναι μάλλον δασκάλα.
»Μετά το 1974 γνώρισαν και οι Τουρκοκύπριοι ένα κύμα προσφυγιάς, φεύγοντας από την Κύπρο… Φαίνεται ότι και η οικογένεια του Χουσεΐν δεν άντεξε την κατάσταση μετά το 1974 και έφυγε… ».
Ο Τζεμάλ Γιλντιρίμ μιλάει για την πληγή που δίχασε την Κύπρο, τους κατοίκους της: «Κάπου μας έχουν ξεγελάσει… το πιστεύω αυτό… ξεγέλασαν του Ελληνοκύπριους όπως και τους Τουρκοκύπριους και πιαστήκαμε στα χέρια… Πρέπει όμως να ηρεμήσουμε, σε αυτό ίσως βοηθήσει ότι έχουν περάσει 60 χρόνια. Να καθίσουμε να αξιολογήσουμε την κατάσταση διότι ο κόσμος πηγαίνει προς το χειρότερο κι εμείς πρέπει να ενωθούμε.
»Διαφορετικά δεν θα έχουμε κάτι καλό να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Είτε που θα μοιραστεί η Κύπρος, κάτι που προσωπικά δεν υποστηρίζω, για μένα υπάρχει μόνο μια Κύπρος ολική, και ως σκηνοθέτης προσπαθώ μέσα από τα έργα μου να σπρώξω προς αυτή την κατεύθυνση. Ας σμίξουμε όλοι στον κοινό στόχο: Φιλία, Ειρήνη, Επανένωση… Δεν υπάρχει άλλη επιλογή».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις