Κάρολος Κουν: «Δεν προσέφερα όσα είχα οραματιστεί να προσφέρω»
Σκηνές από την καθημερινότητα του σπουδαίου σκηνοθέτη και μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Ελάχιστοι άνθρωποι επηρεάσαν το σύγχρονο ελληνικό θέατρο όσο ο σκηνοθέτης και δάσκαλος της θεατρικής τέχνης, Κάρολος Κουν, που πέθανε στις 14 Φεβρουαρίου 1987.
Ο Κάρολος Κουν με τη ματιά του, τη διδασκαλία του και τις σκηνοθεσίες του έδωσε μια εντελώς νέα πνοή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την υποκριτική και το θέατρο.
Η απλή του καθημερινότητα
Η Ελένη Πετάση γράφει στο «ΒΗΜΑ», στις 22 Φεβρουαρίου 1987, για την απλή καθημερινότητα του Καρόλου Κουν λίγο πριν πεθάνει:
«Σ’ αυτό το θέατρο, (σ.σ. στο θέατρό του, στο υπόγειο της οδού Σταδίου) ερχόταν καθημερινά γύρω στις 9 το πρωί.
»Έπαιρνε ταξί από τη γωνία Σόλωνος και Λυκαβητού, που το άφηνε στην οδό Πεσματζόγλου. Καμιά φορά, όταν δεν έβρισκε, τον έφερναν ιδιώτες, γεγονός που τον διασκέδαζε.
»Αγόραζε τα τσιγάρα του και περπατούσε ως το υπόγειο. Πρώτο του μέλημα να δει τον διαχειριστή, τον κ. Ν. Μπάλα. Ύστερα να τηλεφωνήσει από το γραφείο του στο ταμείο.
“Πώς πάμε; Άκουσες τίποτα;” ήταν οι κλασικές του ερωτήσεις στον Χάρυ Γκούμα.
»Και όταν υπήρχε κάποια πληροφορία επέμενε να μάθει λεπτομέρειες. Αν άρεσε το έργο στους θεατές, τι ακριβώς άρεσε. Αν ενόχλησε, τι φταίει.
»Μετά την πρόβα κατέληγε με τους συνεργάτες του στο “Κεντρικόν”, στο “Ιντεάλ” ή στο “Κορφού”. Πλήρωνε πάντα το φαγητό όλων.
“Κύριο μέλημα του Κουν, προσθέτει ο Μ. Κουγιουμτζής, ήταν μετά το φαγητό να παραγγείλει κάτι για τον αγαπημένο του σκύλο, τον Ξανθία. Τα γκαρσόνια το ήξεραν και συχνά τον ρωτούσαν αν χρειάζεται τίποτα”.
Το απόγευμα έμενε στο απέριττο διαμέρισμά του. Κάποιος στενός φίλος η συνεργάτης συντρόφευε τούτες τις μελαγχολικές ώρες. Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο απομονωνόταν.
»Το βράδυ έβγαινε μόνο αν είχε κάποια συγκεκριμένη πρόσκληση από ανθρώπους που αγαπούσε. Δεν διάβαζε πολύ. Παραπονιόταν πως τον κούραζαν τα μάτια του.
»Έλεγε πως περνούσε τον καιρό του κάνοντας σκέψεις. Σκέψεις που συνδυάζονταν με αναμνήσεις. Κάποτε…κάποτε, μαγείρευε. Χυλοπίτες, πατάτες βραστές, καμία σούπα. Άλλοτε πάλι, του έφερναν φαΐ.
»Ο Γιώργος Αρμένης έφτιαχνε συχνά μαριδάκια. Τρελαινόταν για ψαρικά. Και το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα.
»Ύστερα παρακολουθούσε, επιλεκτικά, μερικά προγράμματα στην τηλεόραση. Και όταν κοιμόταν έβλεπε συχνά όνειρα ανάμεικτα με ιδέες, τα οποία έσπευδε να διηγηθεί το πρωί.
“Φταίμε και εμείς που δεν ονειρεύονται σήμερα οι νέοι…” ακούω να μου λέει ο Κάρολος Κουν.
“Στην εποχή μου υπήρχε πίστη, μανία, πάθος…Τώρα δεν είναι δοσμένοι, ναι, αυτή είναι η λέξη…δοσμένοι, σ’ αυτό που κάνουν οι άνθρωποι”
»Το κασετόφωνο εξακολουθεί να αναπαράγει τη φωνή του Δασκάλου, αλλά πίσω από κάθε φράση του ηχεί το πικρό προαίσθημα: “Νιώθω μια απειλή”.»
Συνέντευξη στα «ΝΕΑ»
Το 1981, έξι χρόνια πριν τον θάνατό του, μίλησε στα «ΝΕΑ» και τον Γιώργο Πηλιχό για το θέατρο στην Ελλάδα αλλά και για τη δική του πορεία. Μίλησε όπως μιλούσε πάντα. Με τρόπο ευθύ και χωρίς να μασάει τα λόγια του.
Βρισκόμαστε λίγες εβδομάδες πριν ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ έρθουν στην εξουσία. Ο όρος «αλλαγή» έχει κυριεύσει τον δημόσιο λόγο.
Απαντώντας ο Κουν σε ερώτηση για την «αλλαγή» αναφέρει:
Η αλλαγή
«Έχω μια αρχή, να μη συζητάω δημόσια για πολιτική. Για τη μόνη αλλαγή, που δεν θα είχα αντίρρηση να κουβεντιάσουμε αυτή τη στιγμή, είναι η αλλαγή που έγινε ή δεν έγινε ή που επιβάλλεται να γίνει μέσα στον καλλιτεχνικό μας χώρο.
»Μετά τη δικτατορία, στην περίοδο της μεταπολίτευσης, υπήρχε μία τάση να γίνουν μερικές αλλαγές στον πνευματικό – καλλιτεχνικό χώρο. Δυστυχώς όμως δεν έγιναν πολλά καινούργια πράγματα, κρατήθηκε μια συντηρητική κατάσταση αξιών.
»Έλλειψε το πάθος για ν’ ανεβάσουμε και να προωθήσουμε το άξιο δυναμικό της χώρας μας στο σύνολό του.
»Έγιναν πάλι τοπικές ή προσωπικές επιλογές με βάση πιο πολύ τα κομματικά, παρά τα αξιοκρατικά κριτήρια. Κι η ευθύνη δεν είναι μόνο απ’ τη μεριά του κράτους, αλλά και από τη μεριά εκείνων που αναλαμβάνουν τα υπεύθυνα πόστα.
Προσωπικές φιλοδοξίες και αυτοπροβολή
»Είναι παρατηρημένο πως στις πιο πολλές περιπτώσεις, ο καθένας που παίρνει μια πρωτοβουλία η επιδιώκει μια θέση, την παίρνει περισσότερο από προσωπική φιλοδοξία, να προβληθεί, παρά να υπηρετήσει πραγματικά το συμφέρον του χώρου που αναλαμβάνει να διοικήσει και να κατευθύνει.
»Όταν λοιπόν γίνεται η αλλαγή ενός προσώπου σε υπεύθυνο πόστο με ένα άλλο, θα πρέπει η αλλαγή αυτή να γίνεται με γνώμονα την εξυπηρέτηση και το συμφέρον του συνόλου, του γενικού καλού και όχι προς εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου ατόμου και των φιλοδοξιών του.
»Η φιλοδοξία όταν δεν συνοδεύεται από εξαιρετική ικανότητα, υψηλό ήθος και ανιδιοτέλεια, αποβαίνει πάντοτε σ’ ένα αρνητικό αποτέλεσμα , καταστρεπτικό θα έλεγα.
Το ελεύθερο (μη κρατικό) θέατρο
»Το ελεύθερο θέατρο πάσχει από το εμπορικό σύνδρομο. Άλλοι έχουν τις σάλες, τις θεατρικές αίθουσες, οι λεγόμενοι “θεατρικοί επιχειρηματίες”, κι άλλοι έχουν την ευθύνη απέναντι στο κοινό για το στήσιμο ενός έργου, μιας παράστασης.
»Κι όσο κι αν οι δεύτεροι, που είναι οι καλλιτέχνες, έχουν την πρόθεση να υπηρετήσουν την τέχνη, την ποιότητα, σπάνια τη φέρνουν σε πραγματοποίηση, αφού είναι δέσμιοι των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς τους πρώτους, τους αιθουσάρχες.
»Έτσι, μοιραία, το ελεύθερο θέατρο γίνεται, είναι εμπορικό, στοχεύοντας πρώτ’ απ’ όλα στο ταμείο. Μια λύση να ξεφύγει το ελεύθερο θέατρο απ’ αυτή την κατ’ ανάγκη σχέση του με το εμπόριο θα ήταν ίσως το να δοθούν από το κράτος κίνητρα τέτοια, βασικά οικονομική ενίσχυση, σε θιάσους που θα είχαν να παρουσιάσουν καλή δουλειά.
»Με την απαραίτητη όμως προϋπόθεση η οικονομική αυτή ενίσχυση να δίνεται εκ των υστέρων, μετά το αποδεδειγμένα θετικό αποτέλεσμα μιας θεατρικής δουλειάς και όχι εκ των προτέρων όπως γίνεται σήμερα.
Για το όραμά του
»Τα περισσότερα ίσως απ’ αυτά τα οράματα, αυτά τα σχέδια που λέτε, μένουν απραγματοποίητα. Πιάνω τώρα τον εαυτό μου και τον βλέπω να έχει κάνει πολλούς συμβιβασμούς.
»Συμβιβασμούς που έκανα για να κρατήσω τα πράγματα, για να μπορέσω να τα προωθήσω παραπέρα. Βλέπετε το θέατρο δεν είναι μια τέχνη όπως η ζωγραφική ή η ποίηση που κάθεσαι και φτιάχνεις μόνος σου το έργο σου.
»Το θέατρο είναι μια συλλογική υπόθεση, είναι αποτέλεσμα προσπαθειών πολλών ανθρώπων. Αυτό λοιπόν που ήθελα να είμαι όταν ήμουν νέος είκοσι – εικοσιπέντε χρονών, δεν είμαι σήμερα.
»Έχω χαλάσει αυτό το πρόσωπο που ήθελα να φέρω. Αναγκάστηκα, όπως σάς είπα, να κάνω πολλούς συμβιβασμούς. Και γι’ αυτό δεν είμαι ικανοποιημένος από τον εαυτό μου, έστω κι αν ο κόσμος είναι ικανοποιημένος από μένα.
»Ο κόσμος βλέπει μόνο μια όψη, δεν μπορεί να δει, να εισχωρήσει ως το όραμα που ένας καλλιτέχνης έχει για τον εαυτό του και να εκτιμήσει συνεπώς κατά πόσο το όραμα αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του καλλιτέχνη.
»Νιώθω ευγνωμοσύνη για την αναγνώριση του κοινού και για τη ζεστασιά που μου προσέφερε όλα αυτά τα χρόνια, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο εγώ ξέρω πως δεν προσέφερα όσα είχα οραματιστεί να προσφέρω.
»Πάντως, ένα βασικό πράγμα που κατάφερα να δώσω λίγο ως πολύ ήταν να κρατήσω μια εκλεκτικότητα στη γραμμή της δουλειάς μου και στην επιλογή των συνεργατών μου.
»Θα μπορούσα να φτάσω πολύ πιο εύκολα νομίζω, και θα ήμουν πολύ πιο σωστός άνθρωπος αν τυχόν ήμουν πιο απομονωμένος, να ζωγραφίζω ή να γράφω και δεν ήμουν υποχρεωμένος να συνεργάζομαι με πολλούς ανθρώπους για πολλούς ανθρώπους.
»Δεν έχω πίκρα. Κάποτε έχω ένα αίσθημα ενοχής. Τώρα προπάντων που έχω γεράσει και κάθομαι πολλές ώρες μόνος μου, μούρχονται αυτές οι εικόνες ξανά και ξανά στο μυαλό μου.
Το αντίο του Πλωρίτη
Ο Μάριος Πλωρίτης στο «ΒΗΜΑ», στις 22 Φεβρουαρίου 1987, γράφοντας για τις τελευταίες ημέρες του Καρόλου Κουν, περικλείει μέσα σε λίγες λέξεις όλη την ύπαρξη του σπουδαίου θεατρανθρώπου.
«Μόνο μια φορά τον είδα “παρατημένο”. Εδώ και λίγες μέρες, στην κλινική, μιλώντας για την υγεία του και για το θέατρό του, μου ψιθύρισε αποκαμωμένα:
«Δεν έχω πια λαχτάρα για το θέατρο…»
»Tότε, ένιωσα πως ο Κουν, που είχε ταυτίσει όλη τη ζωή του με το θέατρο, έφευγε απ’ τη ζωή, μια και το θέατρο δεν τη συντηρούσε πια…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις