Γιώργος Ιωάννου: Κείμενα σπαρακτικά, κείμενα ήθους, κείμενα που ενώνουν τη γη με τον ουρανό
Συγγραφέας που άφησε πίσω του βιβλία, πατήματα και αίμα ζωής
Πάνε είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον από τότε που πρωτοδιάβασα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου. Από τότε με συνεπήρε μια χαρά, η χαρά της ανάγνωσης γι’ αυτόν τον συγγραφέα, η οποία όμως με βοήθησε και για άλλους συγγραφείς και για πολλά βιβλία.
Τα πρώτα του, τα ποιήματα με ρίζες, με νερό τρεχούμενο, μοντέρνα, όχι με προσωπείο, συνέχεια και κατάληξη της παράδοσης, και μετά το «Για ένα φιλότιμο». Πεζά που δεν θα αφήσει ποτέ. Τα πρώτα του, αθώα, δυνατά, σκούρα, όμορφα κείμενα, με μπέσα — όπως λέει ο τίτλος: «Για ένα φιλότιμο». Με φιλότιμο άρχισε και τελείωσε ο Γιώργος Ιωάννου τη δική του παρουσία στα γράμματά μας.
Βέβαια μερικοί —πολύ λίγοι— το αμφισβήτησαν και μίλησαν με φωνή σιδερένια για τη λογοτεχνία του Ιωάννου, ξεχνώντας όμως ότι η λογοτεχνία είναι εκτός των άλλων και κρυφό σχολειό και σ’ αυτό δεν έχουν θέση άνθρωποι της εξουσίας, των φωτισμών και της κενής γλώσσας. Εξάλλου μετά σαράντα πενήντα χρόνια ποιος θα θυμάται αυτούς για να τους τραβήξει από τη βιβλιοθήκη, να τους διαβάσει; Ενώ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, για πολλά πολλά χρόνια, θα θωπεύουν τις πληγές των ανθρώπων αυτής της μικρής γωνίας της γης.
«ΤΑ ΝΕΑ», 14.2.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Λοιπόν μεθαύριο κλείνουν επτά χρόνια (ο αριθμός μαγικός ανά τους αιώνες και τις θρησκείες) που μας λείπει. Όσο δε περνάει ο χρόνος τα κείμενά του απλώνουν ρίζες στο σώμα μας και οι εξομολογήσεις, οι χαμηλόφωνοι τόνοι, οι έρωτες, κυρίως όμως η αναντικατάστατη γλώσσα του και γενικώς η παραμυθία του, μας τυλίγουν και μας φέρνουν πιο κοντά του. Ναι, αγαπάμε αυτόν τον Μακεδόνα συγγραφέα εκ των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης, που υπεράσπισε τον τόπο και τη γλώσσα του με πάθος.
Φανταστείτε αν ζούσε ο Γιώργος τώρα με αυτά τα αίσχη των Σκοπιανών και τη δειλή (με δόλο όμως) στάση των Ευρωπαίων, τι θα έγραφε, τι θα έλεγε, πώς θα έτρεχε μέσα στην ιστορία και στους ανθρώπους, όχι για να αποδείξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας, αλλά για να υπενθυμίσει: ήρωες, πολέμους, νίκες, διώξεις, προσφυγιά κ.ά. Εξάλλου ο ίδιος μας έμαθε και μας είχε εξηγήσει γι’ αυτούς τους παραχαράκτες της ιστορίας. Ακόμη ο ίδιος μας άναψε την αγάπη γι’ αυτά τα χώματα της Μακεδονίας και τα άλλα προς Ανατολάς, τα απολεσθέντα και τους ανθρώπους τους.
Σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο και έχει χειμωνιάτικη πανσέληνο, θυμάμαι τον Γιώργο. Και μέσα στα άλλα, θυμάμαι τη μοναδικότητα της φωνής του και, συγκεκριμένα, το πώς έλεγε, με θέρμη, συντροφικότητα και τρυφερότητα, σε νέο που μόλις γνώριζε σε παρέα λογοτεχνών και υποψιαζότανε ότι τα γράμματα θα τον παίρνανε μαζί τους στη διάρκεια της ζωής του: «Γράφετε;», «Τι διαβάσατε τελευταία;».
Συγγραφέας που άφησε πίσω του βιβλία, πατήματα και αίμα ζωής. Συγγραφέας σωματικός, επίπονος, έκτισε σπίτι ελληνικό με λέξεις, έκανε ιστορία. Δεν ξεχνιούνται, και επανέρχεσαι στα πεζογραφήματά του: «Τα σκυλιά του Σέιχ-Σου», «Ομίχλη», «Το βουγγάρι», «Επιτάφιος θρήνος», «Ο ανάπηρος», «Οι νεροφίδες», «Το ξεσκάτωμα», «Το δικό μας αίμα», «Η πρωτεύουσα των προσφύγων», το υπέροχο και χρηστικό «Εφήβων και μη», «Ομόνοια», που τόσο αγαπούσε, σε μια περιδιάβαση, «Ο Δουξ του Σπρουξ», «Η Σαρκοφάγος», «Τα κεφάλια», «Καταπακτή». Κείμενα σπαρακτικά, κείμενα ήθους.
Θεσσαλονίκη και Αθήνα, οι δύο πόλοι της ζωής του, της δραστηριότητας και κυρίως του γραψίματος, που ήτανε το παν για τον Ιωάννου. Αγαπούσε πολύ και την ιδιότητα του δασκάλου. Και δούλεψε ως καθηγητής φιλόλογος σε πολλά σχολεία. Επαρχία, στη Λιβύη, σε νυχτερινά στην Αθήνα, παντού. Υπάρχουν μαθητές που τον αναπολούν γιατί τους έμαθε ελληνικά, ιστορία και λογοτεχνία. Και εγώ αναπολώ τις ατελείωτες συζητήσεις μας, για ανθρώπους, γεγονότα, τοποθεσίες, συνδυασμένα με την καθημερινή ζωή που ζητούσε το μερτικό της αδηφάγα.
Μόλις που πρόλαβε την αρχή των μεγάλων πωλήσεων των βιβλίων γενικώς και των δικών του φυσικά. Τον φαντάζομαι να κλείνει τα μάτια και με την ξεχωριστή φωνή του να μου λέει: «Γιαννάκη, φτάσαμε πενήντα χιλιάδες βιβλία», και μετά να ξεσπά σε γέλια. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του απλώθηκε, με κείμενα και συνεντεύξεις, σε περιοδικά, κυρίως όμως σε εφημερίδες, ραδιόφωνο – τηλεόραση. Μερικοί φίλοι τότε υποστήριξαν ότι ξοδεύεται. Πιστεύω ότι με όλα αυτά συμπλήρωνε την εικόνα του και τη δυναμική του παρουσία στα γράμματά μας, όπως την εννοούσε ο ίδιος, με το να παρεμβαίνει και να υποστηρίζει δημοσίως τις απόψεις του.
Ακόμη τον βλέπω τις νύχτες σκυμμένο στα λεξικά, να σημειώνει λέξεις και με θέματα πολλές φορές από αυτά που λένε ευτελή ή ξεχασμένα να χτίζει κείμενα που ενώνουν τη γη με τον ουρανό. Θα περάσουν χρόνια για να ξαναγίνει, αν ποτέ γίνει, ένας τέτοιος πεζογράφος. Και φυσικά πιστεύω ότι ύστερα από χρόνια θα τον ξανα-ανακαλύψουν οι επόμενες γενεές, όπως γίνεται πάντα με τους μεγάλους καλλιτέχνες.
Ακόμη θα σημείωνα ότι η πεζογραφία του Ιωάννου δεν είναι ηθογραφία, και παρ’ ότι είναι ανάγλυφη, δεν είναι περιγραφική, μας παραπέμπει στους μεγάλους διδάξαντες του είδους, έχει δομή με γερά θεμέλια, είναι λογοτεχνία στιβαρή που αναδεικνύει τα πάντα μόνο μέσα από το λόγο.
Βλέπω όμως τον Γιώργο να έρχεται προς το μέρος μας μέσα από την ομίχλη και το ψιλόβροχο του διηγήματός του «Ομίχλη», φορώντας το μπλε άνορακ και κρατώντας τη γεμάτη τσάντα του, με το άλλο χέρι κρατά μεγάλη ομπρέλα. Έρχεται χαμογελώντας, με τη Θεσσαλονίκη στο βάθος να λάμπει στις ώχρες και στα κόκκινα τα βυζαντινά και από τις γύρω ταβέρνες να ακούγεται λαϊκή μουσική.
*Έξοχο κείμενο του ποιητή και πεζογράφου Γιάννη Κοντού (1943-2015), εξέχουσας μορφής της Γενιάς του ’70, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 1992.
Ο Γιάννης Κοντός
Μαζί με το κριτικό κείμενο-χαιρετισμό του Κοντού για τον Ιωάννου, «Τα Νέα» είχαν προβεί στη δημοσίευση δύο ανέκδοτων έως τότε χειρόγραφων ποιημάτων – στιχουργημάτων του Γιώργου Ιωάννου, που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα η αδελφή του Δέσποινα Μηλαράκη (είναι αυτά που εικονίζονται ανωτέρω).
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, πορτρέτο (λιθογραφία) του Γιώργου Ιωάννου διά χειρός της Ασπασίας Παπαδοπεράκη (πηγή: Στέγη Φιλοτέχνων Φλώρινας – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, mstf.gr).
- Γέννησε η ηθοποιός Αμαλία Αρσένη, κόρη του Γεράσιμου Αρσένη και της Λούκας Κατσέλη
- Φλικ:«Το αποτέλεσμα έπρεπε να είναι διαφορετικό – Θα επιστρέψουμε δυνατοί»
- Santo Wines: Το success story των ηφαιστειακών κρασιών της Σαντορίνης
- ΑΑΔΕ: Υπάλληλος της υπηρεσίας σε κύκλωμα λαθρεμπορίας ποτών – Διετάχθη εσωτερική έρευνα
- Η Μπαρτσελόνα που έπαθε… Σίτι και η ζωή χωρίς τον Γιαμάλ
- Νέα σελίδα στις σχέσεις Τραμπ και Πούτιν – Θέλουν να χωρίσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής;