Economist: Από τους Ρίγκαν και Θάτσερ στους Τραμπ και Όρμπαν – Οι μεταμορφώσεις του συντηρητισμού
Οι κίνδυνοι από την άνοδο του εθνοσυντηρητισμού και τι μπορούν να κάνουν οι φιλελεύθεροι για να ανακόψουν την ορμή του
Έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια συντηρητική σκέψη; Ο Economist απαντά καταφατικά στο παραπάνω ερώτημα, αντιπαραθέτοντας τον συντηρητισμό της δεκαετίας του 1980, όπως εκφράστηκε από τους Ρόναλντ Ρίγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ, με τη σημερινή συντηρητική σκέψη όπως εκφράζεται από τους Ντόναλντ Τραμπ και Βίκτορ Όρμπαν. Οι πρώτοι, σημειώνει το βρετανικό έντυπο, έδιναν έμφαση στις αγορές και την ελευθερία. Οι δεύτεροι, στον κρατισμό και σε έναν «αντι-αφυπνιστικό» συντηρητισμό που βάζει την εθνική κυριαρχία πάνω από το άτομο.
Σήμερα, οι τελευταίοι αισθάνονται «ιδιοκτήτες» του συντηρητικού ρεύματος. Ωστόσο, οι διαφορές τους με τον συντηρητισμό των 80s είναι πολλές και εμφανείς: Σε αντίθεση με τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ, οι σημερινοί συντηρητικοί απεχθάνονται τη συγκέντρωση εξουσίας σε πολυμερείς οργανισμούς, προσεγγίζουν την ελεύθερη αγορά ως όπλο των ελίτ και εχθρεύονται τη μετανάστευση. Απεχθάνονται τον πλουραλισμό και τον πολυπολιτισμό, και έχουν εμμονή με τη διάλυση θεσμών που θεωρούν ότι έχουν «μολυνθεί» από την παγκοσμιοποίηση. Δεν πιστεύουν στην πρόοδο, αλλά ενθουσιάζονται με την παρακμή, και προσεγγίζουν τη Δύση σαν τη Ρώμη το τελευταίο διάστημα πριν την πτώση της.
Όχι στον εφησυχασμό
Πολλοί θεωρούν ότι ο νέοι συντηρητικοί δεν αποτελούν κάποιο σημαντικό πρόβλημα, εν μέρει λόγω της έλλειψης κοινής «γραμμής». Είναι ενδεικτικό ότι η Τζόρτζια Μελόνι τάσσεται υπέρ των ΗΠΑ και της Ουκρανίας, ενώ ο Βίκτορ Όρμπαν στηρίζει τη Ρωσία. Το πολωνικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (pis) είναι κατά των ομοφυλοφίλων, ενώ στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν είναι ανεκτική. Τα πλήγματα που δέχεται η «φιλελεύθερη τάξη», υποστηρίζουν οι ίδιοι, θα γεννήσουν σύντομα μια τάση αποκατάστασης της παγκόσμιας τάξης των τελευταίων δεκαετιών.
Κατά τον Economist, οι απόψεις αυτές είναι εφησυχαστικές, καθώς ο συντηρητισμός, αναμεμειγμένος με εθνοκεντρισμό, τείνει απλώς να μεταφέρει σε κάποιους τρίτους τις ευθύνες για τις αποτυχίες των εκάστοτε ασκούμενων πολιτικών. Άλλωστε, παρ’ όλες τις αντιφάσεις τους, οι εθνικο-συντηρητικοί έχουν καταφέρει να ενωθούν γύρω από την εχθρότητά τους προς τους κοινούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών (ιδίως των μουσουλμάνων), των υπέρμαχων της παγκοσμιοποίησης και όλων των υποτιθέμενων υποκινητών τους.
Η προοπτική πολύ περισσότεροι εθνικοσυντηρητικοί να βρεθούν σύντομα σε πρωθυπουργικές και προεδρικές καρέκλες, καθιστά ακόμα πιο σημαντική την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψιν οι κινήσεις τους. Στην Αμερική ο Τραμπ προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ η ευρωπαϊκή ακροδεξιά αναμένεται να έχει μια θεαματική επίδοση στις Ευρωεκλογές. Άλλωστε οι συντηρητικοί δεν έχουν ως στόχο να αλώσουν μόνο την κυβερνητική εξουσία, αλλά και να ελέγξουν κομβικής σημασίας κρατικούς θεσμούς όπως τα δικαστήρια, τα πανεπιστήμια και ο Τύπος.
Τι μπορούν να κάνουν οι φιλελεύθεροι;
Πώς μπορούν οι παλαιοί συντηρητικοί και νυν κλασσικοί φιλελεύθεροι να αντιμετωπίσουν τον εθνικοσυντηρητισμό; Κατά τον Economist, ένα πράγμα που πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν είναι να λαμβάνουν στο εξής σοβαρότερα υπόψιν τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων. Να μην αισθάνονται ότι απέναντι σε οποιαδήποτε αγωνία τους βρίσκεται ένα συμπαγές τείχος αποτελούμενο από μέλη μιας αλαζονικής, φιλελεύθερης ελίτ. Το προοδευτικό πολιτικό και θεσμικό φάσμα πρέπει επίσης να αναγνωρίσει ότι μπορεί επίσης να σφάλλει και ενίοτε να είναι αυταρχικό.
«Η μεγάλη δύναμη του φιλελευθερισμού είναι ότι είναι προσαρμόσιμος. Το κίνημα κατά της δουλείας και το φεμινιστικό κίνημα διέλυσαν την ιδέα ότι κάποιοι άνθρωποι μετράνε περισσότερο από άλλους. Τα σοσιαλιστικά επιχειρήματα για τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια βοήθησαν στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Τα ελευθεριακά επιχειρήματα σχετικά με την ελευθερία και την αποτελεσματικότητα οδήγησαν σε πιο ελεύθερες αγορές και σε περιορισμό της κρατικής εξουσίας. Ο φιλελευθερισμός μπορεί επίσης να προσαρμοστεί στον εθνικό συντηρητισμό. Αυτή τη στιγμή, έχει μείνει πίσω», καταλήγει ο Economist.
Πηγή: ΟΤ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις