Εκείνο το άγριο μεθύσι των πρώτων ημερών μετά την πτώση της χούντας θέλησε να πιάση ο Νίκος Κούνδουρος με έξη οπερατέρ και ισάριθμες μηχανές λήψεως. Τότε που ο κόσμος, στο άκουσμα της Ελευθερίας, ξεχύθηκε στους δρόμους σαν ορμητικό ποτάμι, μ’ ένα τραγούδι στα δόντια. Για να εκφραστή και να απαιτήση όσα του στέρησαν. Σε πεζοδρόμια, πλατείες, γήπεδα, αλάνες. Κι’ έγινε ομάδα, κύμα, θάλασσα αφρισμένη, μάζα πολυκέφαλη που ούρλιαζε μέσα σε μια έκσταση διονυσιακή.

Όλα αυτά τα είπαν «ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία». Όμως εκείνο το «κρίσιμο μεσοδιάστημα» έξω, στους δρόμους, διαμορφώθηκε το πολιτικό «παρών» του κόσμου. Που έδωσε το μέτρο του ψίθυρου όταν μεταλλάσσεται σε κραυγή, τις διαστάσεις επτά χρόνων προσδοκίας, την ελπίδα να ζης στον τόπο σου χωρίς ντροπή, το αίτημα της κάθαρσης. Και κυρίως αυτές οι μέρες έδειχναν το πλάνταγμα τούτου του μικρού κόσμου μας, διψασμένου για Λευτεριά και Δικαιοσύνη, που ξέσπαγε τραγουδώντας σε μια πανελλήνια δέηση ανάμικτη με κραυγές τιμωρίας.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.1.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πέρασαν έξη μήνες από τότε. Η κραυγή βράχνιασε, τα άσματα τα ηρωικά έγιναν πάλι ψίθυρος, το μεθύσι έσβησε. Η μνήμη, όμως, τα κρατάει όλα αυτά καυτά ακόμα. Και ο Νίκος Κούνδουρος έρχεται να μας τα ξαναδώση ολοζώντανα, νωπά καταγραμμένα στα «Τραγούδια της Φωτιάς».

Φιλμ έγχρωμης πανδαισίας. Σύνοψη των ιερών εκείνων στιγμών του τόπου. Πρώτη δουλειά του στην πατρίδα έπειτα από χρόνια σιωπής στην ξενιτειά. Ένα «Γούντστοκ» των απελεύθερων Ελλήνων. Με το τραγούδι σαν σημείο συνάντησης και τρόπο έκφρασης, που όμως έχει ιδεολογική συνισταμένη και σαφέστατη πολιτική υποδομή.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.1.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Νίκος Κούνδουρος, που πρώτος αντιτάχτηκε με συνέπεια μιας ολόκληρης ζωής στη γνωστή θεματολογία του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, με μια σειρά έργα όπου ιδεολογικό κίνητρο υπήρξε το νοιάξιμο του τόπου, θέλησε με τα «Τραγούδια της Φωτιάς» να πη:


Λαέ, μην ξεχνάς. Μείνε ξύπνιος! Αυτό ήταν το κίνητρο για την ταινία. Γιατί με βασανίζει η έμμονη ιδέα της ατιμώρητης προδοσίας. Είμαι παιδί της Κατοχής. Κι’ έχω δη ατιμώρητους τους συνεργάτες των Γερμανών, έχω δη ατιμώρητους τους φονιάδες του Εμφύλιου, έχω δη τα κλομπς των αστυφυλάκων να πέφτουν στο κεφάλι των φοιτητών, όταν αυτοί διαφέντευαν το 114, έχω δη την Αστυνομία να κυνηγάη τους διαδηλωτές για την Κύπρο, έχω δη το Μακρονήσι, και τώρα βλέπω τους Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, Σπανό κ.ά. με τους βαθμούς τους να κάνουν διακοπές σε κάποιες περιφερειακές αστυνομικές υπηρεσίες ή στα σπίτια τους. Κι’ έχουν περάσει έξη ολόκληροι μήνες… Γι’ αυτό η ταινία μου είναι μια κραυγή. Ένα βίτσισμα της μνήμης.

[…]

Νομίζω πως είναι απλοϊκή γενίκευση να λέμε ο Έλληνας είναι έτσι, είναι αλλιώς. Είναι απ’ όλα. Και γενναιόδωρος και μίζερος, και περήφανος και δούλος, και ωραίος και άσχημος. Φτιαγμένος από λάσπη και όνειρα, που λέει ο ποιητής. Πόση λάσπη άραγε και πόσα όνειρα; Εδώ είναι η απορία, και η απάντηση ανεβοκατεβαίνει σαν καρδιογράφημα.

Αν θες τη γνώμη τη δικιά μου, η ανοχή που δείχνει αυτός ο λαός είναι ύποπτη. Μιλάμε για λαό σοφό, για λαό ώριμο. Εγώ λέω πως ακόμα μια φορά φτιάχνουμε βολικούς μύθους και θολώνουμε τα νερά. Εγώ δεν βλέπω πολλή σοφία, ούτε πολλή ωριμότητα σ’ έναν λαό που καταπίνει τόσο εύκολα τόσο πολλά. Ας μη μιλήσουμε για τα όσα κατάπιε στην επταετία. Είναι όλα πολύ καυτά ακόμα, και το ’παμε πως ο χώρος είναι ευαίσθητος. Να πούμε όμως γι’ αυτά που ετοιμάζεται να καταπιή τώρα.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.1.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Να μιλήσουμε για τις αστείες διαθεσιμότητες των βασανιστών-αξιωματικών. Θα το καταπιούμε; Να μιλήσουμε για τη συστηματική σιωπή της επίσημης εξουσίας πάνω στα θέματα που καίνε τα χείλη μας. Θα το καταπιούμε; Να μιλήσουμε για τα «νομικά κωλύματα» που εμποδίζουν το κράτος να τιμωρήση αυτούς που το καταλύσανε, που αφήνει τους φονιάδες των παιδιών του Πολυτεχνείου να τριγυρνάνε λεύτεροι ανάμεσά μας, που εμποδίζει τους εβδομήντα χιλιάδες πρόσφυγες να γυρίσουν στην πατρίδα τους, που επιτρέπει σε κάποιο χωροφύλακα στο Αλιβέρι να τρομοκρατή ή και να βασανίζη ίσως κάποιους φοιτητές που πέσανε στα χέρια του. Που επιτρέπει στον υπουργό Δημοσίας Τάξεως να δηλώνη ότι «εκ προφορικής εξετάσεως» διαπιστώθηκε ψεύτικη η καταγγελία των φοιτητών. Ψεύτικη και η γνωμάτευση των γιατρών που διαπιστώσανε τα σημάδια του φάλαγγα στα πόδια του φοιτητή; Θύμα συκοφαντίας το ασύδοτο όργανο με τη στολή. Θύματα κακής μεταχειρίσεως οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας, που όπου να ’ναι ετοιμάζονται να ζητήσουν την αποκατάστασή τους και, γιατί όχι, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας για τις πρόσθετες απασχολήσεις τους στα υπόγεια και τις ταράτσες της Μπουμπουλίνας… Τέλος πάντων… παρασύρθηκα…

Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τίποτα να ξεχαστή από τα χρόνια της δοκιμασίας. Ούτε οι θυσίες, ούτε οι βρωμιές.


«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 30.1.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γι’ αυτό έγινε τούτο το έργο. Για να θυμίζη. Για να κρατήση ξύπνιες τις μνήμες, για να θυμίζη και να ξαναθυμίζη πως κάποιες μέρες του ’74 ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους, πως ακούστηκε πάλι η φωνή του η φιμωμένη, που δεν παρακάλαγε, απαιτούσε. Και το τραγούδι του. Να, λοιπόν, το θέμα της ταινίας. Οι δρόμοι της Αθήνας, ο αέρας, οι φωνές, χιλιάδες φωνές να βγαίνουν από παντού   το πανηγύρι της λευτεριάς.

[…]

Εγρήγορση. Να μην αποκοιμηθούμε πάλι. Να μην αφήσουμε να χαλαρώση η επαγρύπνησή μας προς όλες τις μεριές. Προς αυτούς που μας κυβερνούν, προς αυτούς που ετοιμάζονται πάλι στο σκοτάδι και γρασάρουν τις κάννες των αρμάτων τους, προς τους λογής-λογής πράκτορες και χαφιέδες και πουλημένους του τόπου τούτου που γυρίζουν ανάμεσά μας. Και προς τους αδιάφορους άλλη πληγή και τούτη. Κι ανοικοδόμηση προς όλες τις μεριές πάλι. Να ξεκολλήσουμε από πάνω μας τα σημάδια του υπανάπτυκτου και του καθυστερημένου. Να μη σκύβη ο μαγαζάτορας το κεφάλι του στον χωροφύλακα. Να μάθη μια κι έξω ο πολίτης να διαφεντεύη το δίκιο του. Να μη ζητιανεύη από την πολιτεία, ν’ απαιτή. Και να μη φοβάται. Να η λέξη-κλειδί, λοιπόν. Ο φόβος. Εγώ έλειψα εφτά χρόνια από την Ελλάδα, και τώρα που γύρισα και ξαναψάχνω τον τόπο με καινούργια μάτια, δυο πράγματα βλέπω να σημαδεύουν βαθιά τα χαρακτηριστικά του. Λειψή και στραβή παιδεία το πρώτο. Ο φόβος το δεύτερο. Και τα δυο ακολουθάνε την πορεία του λαού μας μέσα στους αιώνες. Και τα δυο δεν αφήνουν την Ελλάδα να γίνη αληθινά μέρος της Ευρώπης. Και τα δυο τα μεταχειρίστηκε η χούντα, ξέροντας καλά τη δύναμή τους. Και μεις, όμως, την ξέρουμε αυτή τη δύναμη…

*Αποσπάσματα από δισέλιδο άρθρο του «Ταχυδρόμου» για τον Νίκο Κούνδουρο και την ταινία (ντοκιμαντέρ) του «Τραγούδια της Φωτιάς», στην οποία αποτυπώνονται οι πανηγυρισμοί του ελληνικού λαού μετά την πτώση της χούντας (παραγωγή: Finos Film, Α’ προβολή: 10 Φεβρουαρίου 1975). Είχε περιληφθεί στο τεύχος του περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει στις 30 Ιανουαρίου 1975.

Ο κρητικής καταγωγής σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κούνδουρος υπήρξε κατά κοινή παραδοχή μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού κινηματογράφου.


Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1926 και απεβίωσε στις 22 Φεβρουαρίου 2017.