Ένας παλιός κανόνας λέει ότι συνήθως τα κομματικά συνέδρια έχουν ολοκληρωθεί πριν από την τελετή έναρξή τους. Και αυτό γιατί τα συνέδρια, σε πείσμα των περί του αντιθέτου διακηρύξεων, συνήθως δεν αποτελούν πεδία πραγματικών συζητήσεων ή συνδιαμόρφωσης απόψεων, αλλά πολύ περισσότερο αποτυπώνουν συσχετισμούς που είχαν ήδη διαμορφωθεί.

Η εντυπωσιακή ασάφεια που υπάρχει για το προς το πώς θα εξελιχθεί το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το πρώτο χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα ως ηγέτη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διαψεύδει τον παραπάνω κανόνα και ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνέδριο όντως «ανοιχτό» ως προς τις ενδεχόμενες απολήξεις του.

Όμως, υπάρχει και το ενδεχόμενο ο κανόνας να μη διαψεύδεται. Σε αυτή την περίπτωση η όχι και τόσο δημιουργική ασάφεια για τις εξελίξεις απλώς αποτυπώνει την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ στην τρέχουσα μορφή του να παράγει πραγματική στρατηγική, την ώρα που τα δημοσκοπικά δεδομένα παραπέμπουν σε μια ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία ψηφοφόρων, που σίγουρα δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς και μόνο στην αποχώρηση της Νέας Αριστεράς.

Μια αντιπαράθεση ανάμεσα στη «λευκή επιταγή» και το «να μιλήσουν τα όργανα», στην πραγματικότητα θα εξακολουθεί να αποτελεί υπεκφυγή ως προς το κύριο που είναι: ποια πολιτική και ποια σχέση με την κοινωνία

Η αλλαγή του κοινωνικού τοπίου και ο «λαός του αντιμνημονίου» που δεν υπάρχει πια

Το βασικότερο στοιχείο στρατηγικής αμηχανίας του ευρύτερου χώρου του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εκλογές του 2023, αλλά και όσα ακολούθησαν έδειξαν ότι η βασική παράμετρος που θεωρούσαν δεδομένη, δηλαδή η ύπαρξη ενός συμπαγούς τμήματος του εκλογικού σώματος που ήδη από την περίοδο 2012-2015 ακολουθούσε τον ΣΥΡΙΖΑ και που είχε αποτυπωθεί και στο σχεδόν 31% του 2019, που εσφαλμένα θεωρήθηκε «βάση» και «αφετηρία».

Αυτό σήμαινε ότι για μια ολόκληρη περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ νόμιζε ότι είχε μια εκπροσώπηση που δεν του αντιστοιχούσε. Αυτό δεν οδηγούσε μόνο σε τακτικά λάθη, όπως η πεποίθηση ότι η δυσαρέσκεια από πλευρές της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, θα ερχόταν να προστεθεί στο 31% του 2019, αλλά και σε μια ψευδαίσθηση ότι όχι ο μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, αλλά και τα μεμονωμένα στελέχη του είχαν μια μεγαλύτερη βαρύτητα μέσα στην κοινωνία, στοιχείο που τροφοδότησε και ανάλογες «ατομικές στρατηγικές».

Η άρνηση αποτίμησης και η υπεκφυγή μέσω της γρήγορης εκλογής ηγεσίας

Όταν ήρθε το σοκ των εκλογών του 2023, που ολοκληρώθηκε με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, το αντανακλαστικό δεν ήταν αυτό μιας σοβαρής αποτίμησης, ανασυγκρότησης και στρατηγικής εξέτασης ανοιχτών ερωτημάτων, αλλά, αντιθέτως, αυτό μιας λογικής ότι το μόνο που χρειάζεται είναι μια γρήγορη εκλογή ηγεσίας.

Μόνο που με τον τρόπο αυτό το σύνολο του πολιτικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να υπογραμμίζει ότι εξακολουθεί να μην κατανοεί πώς λειτουργεί η πολιτική εκπροσώπηση, πώς συγκροτούνται δεσμοί με τμήματα της κοινωνίας, πώς σφυρηλατούντα πολιτικές «ταυτότητες». Αντιθέτως, ήταν σαν να διακηρύσσει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι το μόνο που έλειπε από τον ΣΥΙΡΖΑ ήταν ένα πρόσωπο που θα λειτουργούσε ως σημείο αναφοράς. Διαμορφώνοντας ακριβώς το πεδίο ώστε να μπορεί κάποιος που μέχρι την παραμονή της εκλογής του δεν ήταν καν μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και που δεν είχε καμιά πολιτική σχέση με την Αριστεράς να έρθει και να διεκδικήσει να είναι αυτό το πρόσωπο.

Όταν ένα κόμμα δεν μπορεί να αναλύσει την πραγματικότητα, τότε η ικανότητά του να μπορέσει και να παρέμβει σε αυτή, πολύ περισσότερο να τη μετασχηματίσει, μειώνεται ακόμη περισσότερο

Η διαρκής στρατηγική αμηχανία

Όλα αυτά συνδυάζονται με μια εντυπωσιακή απουσία οποιασδήποτε προγραμματικής συζήτησης. Και δεν μιλάμε μόνο για το προφανές ότι αυτή μάλλον δεν μπορεί να χωρέσει στα βιντεάκια του νυν προέδρου, αλλά αφορά το σύνολο του κόμματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι διατυπώνονται προτάσεις π.χ. για την και με τυπικούς όρους προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και μια τόσο σημαντική «ταυτοτική» στροφή υποστηρίζεται απλώς με τοποθετήσεις σε πρωινές ενημερωτικές εκπομπές.

Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι ανάλογη αμηχανία υπάρχει και στη Νέα Αριστερά που επίσης δεν αναπαράγει κάτι διαφορετικό από τον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ πριν την διάσπαση.

Μόνο που όταν ένα κόμμα δεν μπορεί να αναλύσει την πραγματικότητα, τότε η ικανότητά του να μπορέσει και να παρέμβει σε αυτή, πολύ περισσότερο να τη μετασχηματίσει, μειώνεται ακόμη περισσότερο.

Ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση εκ της εσωκομματικής κάλπης

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιλέξει την «δημοψηφισματική» εκλογή του προέδρου αρκετά χρόνια πριν, υποτιμώντας προφανώς τον κίνδυνο να έρθει μια στιγμή που αυτό θα επέτεινε την υποτίμηση των υπόλοιπων κομματικών οργάνων.

Ακόμη χειρότερα, όσοι συσπειρώθηκαν γύρω από τον νέο πρόεδρο, διεκδικώντας ενίοτε και ρόλο Ηρακλειδών του στέμματος, δεν το έκαναν στο έδαφος κάποιας προγραμματικής συμφωνίας, ακόμη και εάν πίστευαν ότι τον «καθοδηγούσαν».

Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις μιας εκ των πραγμάτων λευκής επιταγής που οι ίδιοι έδωσαν και που δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με την προσπάθεια να αποτελέσουν «τα όργανα» το αντίβαρο, ακριβώς επειδή οι ίδιοι τα υποτίμησαν, πρώτοι και καλύτεροι.

Δηλαδή, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στη «λευκή επιταγή» και το «να μιλήσουν τα όργανα», στην πραγματικότητα θα εξακολουθεί να αποτελεί υπεκφυγή ως προς το κύριο που είναι: ποια πολιτική και ποια σχέση με την κοινωνία.

Το ερώτημα της διεξόδου

Ο Αλέξης Τσίπρας με την παρέμβασή του προσπάθησε να δώσει μια διέξοδο, προτείνοντας ουσιαστικά μια εκ νέου προσφυγή στη βάση για μια δημοκρατική διαδικασία εκλογής ηγεσίας στη βάση των απόψεων και των προτάσεων, τόσο του νυν προέδρου, όσο και όποιων θα ήθελαν τυχόν να τον αμφισβητήσουν.

Μόνο που ακόμη και μια τέτοια διαδικασία, που φαντάζει προτιμότερη από ένα «θέατρο σκιών» εσωκομματικό, κινδυνεύει να αναπαράγει το αδιέξοδο εάν δεν στηριχτεί όντως σε μια επιστροφή στην πολιτική και προγραμματική συζήτηση και εάν δεν αναμετρηθεί με το ερώτημα ότι σε μια νέα συνθήκη ίσως να αντιστοιχούν και νέα σχήματα.