[…]

Και εντελώς απρόοπτα, στις 9 Μαρτίου 1985, ταυτόχρονα με την εντελώς απροσδόκητη για την κοινή γνώμη απόφασή του να προτείνει για πρόεδρο της Δημοκρατίας, αντί για τον μέχρι τότε πρόεδρο Κ. Καραμανλή —όπως είχε καλλιεργηθεί γενικά η εντύπωση— τον αρεοπαγίτη Χρ. Σαρτζετάκη «εν αγνοία του», ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την εξ ίσου απροσδόκητη απόφασή του για αναθεώρηση του Συντάγματος. Οι δύο αυτές αποφάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου έγιναν αποδεκτές χωρίς συζήτηση και ομόφωνα, «διά βοής», τόσο από την Κεντρική Επιτροπή όσο και από την κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Η αιφνιδιαστική άρνηση του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξει —αντίθετα προς ό,τι είχε αφήσει να αναμένεται— την ανανέωση της θητείας του Κ. Καραμανλή εμφανίσθηκε σαν αναπόφευκτη συνέπεια της απόφασης για αναθεώρηση του Συντάγματος, επειδή το Σύνταγμα αυτό ήταν «πνευματικό τέκνο του Καραμανλή» (σ.σ. εισήγηση του προέδρου και του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ, 9/3/1985). Είναι όμως πια σήμερα αναμφισβήτητο ότι ακριβώς το αντίστροφο συνέβη: η απόφαση για τη συνταγματική αναθεώρηση πάρθηκε ξαφνικά και βιαστικά, ως παρακολούθημα της επίσης απρόοπτης απόφασης για απομάκρυνση του Καραμανλή· και προβλήθηκε σαν «άλλοθι» για να δικαιολογηθούν πολιτικά και συγκαλυφθούν νομικά-θεσμικά οι χειρισμοί με τους οποίους μεθοδεύθηκε η διεκπεραίωση αυτής της τελευταίας.

Εφ’ όσον η μη προώθηση της «αλλαγής» θεωρήθηκε ότι οφειλόταν στην προεδρία Καραμανλή και στις περί αρμοδιοτήτων του προέδρου της Δημοκρατίας διατάξεις του Συντάγματος, που φάνταζαν σαν «μεγάλα συνταγματικά εμπόδια» για την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος, «το ΠΑΣΟΚ έπρεπε με τόλμη και συνέπεια να προχωρήσει». Και με μια «συνδυασμένη διπλή κίνηση» προχώρησε στην αποκληθείσα «ρήξη της 9 Μάρτη», που χαρακτηρίσθηκε σαν μεγάλης ιστορικής σημασίας. Σ’ αυτήν τη «ρήξη» εντάσσεται και η όλη διαδικασία εκλογής νέου προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία σημαδεύθηκε από τα έγχρωμα και «ομοιόμορφα» ψηφοδέλτια· από τον εγκλωβισμό των κυβερνητικών βουλευτών κατά εκλογικές περιφέρειες στα έδρανα του Κοινοβουλίου, στοιχημένων δίπλα-δίπλα προς αλληλοεπιτήρηση, ενώ η επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 32 παρ. 1) μυστικότητα της ψηφοφορίας παραβιαζόταν παράλληλα από τους βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι φανερά αρνούνταν ψήφο ή δήλωναν «παρών»· και τέλος από την καταστάσα αναπόφευκτη —στην τρίτη και κρίσιμη ψηφοφορία— περιβόητη αλλά σωτήρια «ψήφο Αλευρά» (είναι χαρακτηριστικό ότι ο αναπληρωτής πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έλαβε μέρος στις δύο πρώτες ψηφοφορίες). Έτσι, με την εκλογή νέου προέδρου της Δημοκρατίας, έστω με οριακή και αμφισβητηθείσα πλειοψηφία και διαδικασία, αποφεύχθηκε «πάση θυσία» η διάλυση της Βουλής —της οποίας η περίοδος έληγε άλλωστε ύστερα από λίγους μήνες—, δηλαδή η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, οπότε η εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας θα γινόταν, βάσει αυτής, από τη νέα Βουλή (άρθρο 32 παρ. 4). 

Και όλα αυτά τα «ριζοσπαστικά» φαίνεται ότι πολύ συγκίνησαν την όψιμα, άνετα και εκ του ασφαλούς «επαναστατική» συνείδηση πολλών μικρομεσαίων κάθε είδους, οι οποίοι, έχοντας κάτι ακούσει για έφοδο εναντίον κάποιων «χειμερινών ανακτόρων», ενθουσιάστηκαν με τους «λεβέντικους» αδίστακτους αιφνιδιασμούς των πολιτικών τρικλοποδιών που προωθούσαν την πολυπόθητη «αλλαγή», έναν «άγιο» σκοπό που «αγίαζε» κάθε μέσο. Και λίθοι αναθέματος εκτοξεύθηκαν τότε από τους απολογητές της εξουσίας —σχετικούς ή άσχετους, όλους διαποτισμένους πάντως από μια πραξικοπηματική αντίληψη για την κοινωνική πρόοδο— κατά της αριστερής διανόησης και των συνταγματολόγων που θεωρούνται ότι ανήκουν σ’ αυτήν. Διότι αντί να έχουν πολιτική «οξυδέρκεια» —ή ευκαμψία— ώστε, συμπαρατασσόμενοι με τη «ρήξη», να συγκαλύψουν, έστω με τη σιωπή τους, τις μεθοδεύσεις των κρατούντων, οι κριτικοί αυτοί διανοούμενοι παρέμειναν δήθεν «ανιστόρητοι», προσκολλημένοι στη «στείρα τυπολατρεία», στις «πολυτέλειες» των δημοκρατικών διαδικασιών, στους διανοουμενίστικους «καθωσπρεπισμούς» και στις «ευαισθησίες» του «ελιτίστικου» δημοκρατικού και αντιεξουσιαστικού ήθους τους, και δεν ενέδωσαν…

Μικρό απόσπασμα από εκτενέστατο κείμενο του αειμνήστου συνταγματολόγου Αριστόβουλου Μάνεση, που αφορούσε τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και είχε συμπεριληφθεί στο υπ’ αριθμόν 13-14 τεύχος του περιοδικού «Δίκαιο και Πολιτική» (εκδόσεις «Παρατηρητής»).

Όσοι και όσες διαβάσατε ήδη σε άρθρο μας που δημοσιεύτηκε λίγο νωρίτερα όσα είχε πει ο Μάνεσης, είκοσι ολόκληρα χρόνια νωρίτερα, για τον Αλέξανδρο Σβώλο και την ηθική ευθύνη των συνταγματολόγων, αντιλαμβάνεσθε πως τα προεκτεθέντα είναι απλώς η τρανή απόδειξη πως υπάρχουν πράγματι επιστήμονες που, ανεξάρτητα από την τραχύτητα των καιρών, στέκονται στο ύψος τους και τολμούν να «μαρτυρούν περί του καλού ή του κακού χωρίς φόβο και χωρίς πάθος».

Και μια πρόσθετη, προσωπική επισήμανση: κείμενα όπως το ανωτέρω μπορούν να μας βοηθήσουν, τουλάχιστον μέχρις ενός βαθμού, να πάψουμε επιτέλους να πορευόμαστε στη ζωή μας συντροφιά με πάσης φύσεως μύθους, εθνικούς, πολιτικοκοινωνικούς κ.ά. εν προκειμένω, για την πλέρια δημοκρατία της «Aλλαγής» και του «ήλιου του ΠΑΣΟΚ» τη δεκαετία του ’80.