Αν. Μακεδονία: Αίτημα για ένταξη της κτηνοτροφικής σόγιας στις συνδεδεμένες ενισχύσεις
Στην Ελλάδα εισάγονται περίπου 320.000 τόνοι σπόρου σόγιας και 350.000 τόνοι σογιάλευρου, αξίας περίπου 250 εκατ. ευρώ
Την ένταξη της κτηνοτροφικής σόγιας στο καθεστώς συνδεδεμένης ενίσχυσης των πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών ψυχανθών ζητά με επιστολή του προς το ΥπΑΑΤ το παράρτημα Ανατολικής Μακεδονίας του ΓΕΩΤΕΕ.
Στους λόγους για να ενταχθεί στις συνδεδεμένες ενισχύσεις, το ΓΕΩΤΕΕΑν. Μακεδονίας αναφέρει ότι η σόγια αποτελεί ένα σημαντικό προϊόν, χρησιμοποιούμενο κυρίως στην κτηνοτροφία. Η άσκηση πετυχημένης κτηνοτροφίας εξαρτάται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τη χρήση πρωτεϊνούχων ζωοτροφών φυτικής προέλευσης, οι οποίες προέρχονται κυρίως από σόγια εισαγόμενη από τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ και λιγότερο από Ευρωπαϊκές χώρες, αφού δεν υπάρχει αυτάρκεια στην ΕΕ γι’ αυτό το προϊόν.
Στη χώρα μας οι λίγες καλλιεργούμενες εκτάσεις σόγιας προορίζονται κυρίως για την παραγωγή σογιέλαιου με κατεύθυνση στην παραγωγή βιοντίζελ
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Βραζιλία και στις ΗΠΑ καλλιεργείται κυρίως γενετικώς τροποποιημένη σόγια με ότι αυτό συνεπάγεται. Στη χώρα μας οι λίγες καλλιεργούμενες εκτάσεις σόγιας προορίζονται κυρίως για την παραγωγή σογιέλαιου με κατεύθυνση στην παραγωγή βιοντίζελ.
Εισάγονται 320.000 τόνοι σόγιας
Σύμφωνα με πρόσφατα οικονομικά στοιχεία, τα οποία παραθέτει το ΓΕΩΤΕΕ Αν. Μακεδονίας, στην Ελλάδα εισάγονται περίπου 320.000 τόνοι σπόρου σόγιας και 350.000 τόνοι σογιάλευρου, αξίας περίπου 250 εκατ. ευρώ. «Η σχεδόν εξ ολοκλήρου εξάρτηση μας από εισαγόμενες ζωοτροφές υψηλής πρωτεϊνικής αξίας καθιστά την ανάπτυξη του κλάδου της κτηνοτροφίας προβληματική λόγω των αυξητικών τάσεων στις τιμές των ζωοτροφών, οι οποίες εντείνονται σε περιόδους κρίσεων, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την αυτάρκεια της χώρας σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές. Η υψηλή πρωτεϊνική περιεκτικότητα της σόγιας (>39% σε σύγκριση με αυτήν των εγχώριων ψυχανθών (21%-29%), αλλά και της υψηλής περιεκτικότητας της σε αμινοξέα καθιστούν την καλλιέργεια αυτή υψηλής σημαντικότητας όχι μόνο για την κτηνοτροφία», σημειώνεται.
Η ιδιότητα της σόγιας ως ψυχανθές να δεσμεύει άζωτο από την ατμόσφαιρα και να εμπλουτίζει συγχρόνως το έδαφος με αυτό, την καθιστά μία καλλιέργεια με χαμηλές απαιτήσεις σε αζωτούχο λίπανση και παράλληλα μπορεί να αποτελέσει μία αξιόπιστη εναλλακτική καλλιέργεια σε προγράμματα αμειψισποράς ειδικότερα τώρα με την εφαρμογή της νέας ΚΛΠ και σε σχέση με τις απαιτήσεις αιρεσιμότητες που αυτή επιβάλλει (ΚΓΠΚ 7: «Αμειψισπορά σε αρόσιμη γη»). Παράλληλα συντελεί και στον στόχο μείωσης των λιπασμάτων στο πλαίσιο της «πράσινης συμφωνίας».
Στην Ελλάδα η σόγια άρχισε να καλλιεργείται τα τελευταία 15 χρόνια. Οι περισσότερες καλλιέργειες εντοπίζονται στη Βόρεια Ελλάδα και στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας, με τάση μείωσης όμως τα τελευταία χρόνια.
Στον παρακάτω πίνακα (πηγή ΟΠΕΚΕΠΕ) φαίνονται οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη χώρα μας ανάλογα με τη χρήση στην οποία απευθύνονται:
Κατά την εφαρμογή της προηγούμενης ΚΛΠ 2014-2020 αλλά και την μεταβατική περίοδο 2021-2022 οι καλλιεργητές της κτηνοτροφικής σόγιας ελάμβαναν συνδεδεμένη ενίσχυση ως πρωτεϊνούχο ψυχανθές παρόμοια με την μηδική, τον βίκο κλπ..
Τι προβλέπεται
Στο ΣΣ ΚΑΠ 2023-2027 προβλέπεται η παροχή συνδεδεμένης ενίσχυσης σε πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά ψυχανθή αιτιολογώντας την παροχή της συγκεκριμένης ενίσχυσης με τα παρακάτω:
«Η αύξηση των εκτάσεων με πρωτεϊνούχα φυτά αποτελεί εθνική επιλογή, τόσο για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους (μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές ζωοτροφών από τρίτες χώρες).
Πρόκειται για συνδεδεμένες ενισχύσεις σε πρωτεϊνούχες καλλιέργειες, οι οποίες στοχεύουν στην βελτίωση τόσο της οικονομικής βιωσιμότητας (economic sustainability), όσο και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας (environmental sustainability) των εκμεταλλεύσεων που τις καλλιεργούν. Οι καλλιέργειες αυτές είναι εξαιρετικά φιλοπεριβαλλοντικές, αφού συμβάλλουν στη μείωση των νιτρικών λιπασμάτων, λόγω αυξημένης δέσμευσης αζώτου στις ρίζες τους.
Οι πρωτεϊνούχες αυτές καλλιέργειες προορίζονται για την παραγωγή ζωοτροφών, συμβάλλοντας έτσι και στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφίας, με μείωση του κόστους παραγωγής των κτηνοτροφικών προϊόντων, με μείωση της εξάρτησης της διατροφής των ζώων από εισαγόμενες – από τρίτες χώρες – πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, βελτίωση της βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων (economic sustainability) και συνακόλουθα στην παραμονή κτηνοτρόφων στην ύπαιθρο (social sustainability).
Τα πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά ψυχανθή είναι εξαιρετικά φιλοπεριβαλλοντικές καλλιέργειες, αφού συμβάλλουν στη μείωση των νιτρικών λιπασμάτων, λόγω αυξημένης δέσμευσης αζώτου στις ρίζες τους».
Όμως στα πρωτεϊνούχα κτηνοτροφικά ψυχανθή του ΣΣ ΚΑΠ 2023-2027 περιλαμβάνει μόνο τον βικό, το λούπινο, τη ρόβη, το κτηνοτροφικό μπιζέλι, λαθούρι, ρεβύθι και κουκί.
«Δυστυχώς για λόγους που δεν αιτιολογούνται έχει αφαιρεθεί σε σχέση με την προηγούμενη ΚΑΠ η κτηνοτροφική σόγια», σημειώνεται στην επιστολή, εξηγώντας ότι «η κτηνοτροφική σόγια όμως καλύπτει με το παραπάνω, όλες τις παραπάνω απαιτήσεις που αναφέρονται στο ΣΣ ΚΛΠ 2023-2027, ως αιτιολόγηση για την ύπαρξη της συγκεκριμένης συνδεδεμένης ενίσχυσης και επιπλέον είναι όπως αναφέρουμε στην αρχή η αποδοτικότερη σε περιεκτικότητα πρωτεΐνης καλλιέργεια ψυχανθών. Για την εισαγωγή της δε από τρίτες χώρες η χώρα μας ξοδεύει σημαντικά συναλλαγματικά αποθέματα (250 εκατ. ετησίως) ποσό που επιβαρύνει σημαντικά το εμπορικό της ισοζύγιο».
Το αίτημα
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, το ΓΕΩΤΕΕ Αν. Μακεδονίας ζητά την επανένταξη της καλλιέργειας της κτηνοτροφικής σόγιας στο καθεστώς της συνδεδεμένης ενίσχυσης του τομέα των πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών ψυχανθών. «Ενέργεια που θα ενθαρρύνει τους Έλληνες παραγωγούς να αυξήσουν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις με αυτήν αλλά συγχρόνως θα μειώσει και το κόστος παραγωγής των Ελλήνων κτηνοτρόφων. Τέλος, θα επιφέρει και θετικά οικονομικά αποτελέσματα τόσο στις τοπικές οικονομίες όσο και στην Ελληνική οικονομία γενικότερα», καταλήγει η επιστολή.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις