Κοσμάς Πολίτης: Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ήρθε και στάθηκε σιμά του
«Δεν είμαι λογοτέχνης, το πολύ-πολύ ερασιτέχνης του πεζού λόγου»
«Δεν είμαι λογοτέχνης. Το πολύ-πολύ ερασιτέχνης του πεζού λόγου. Και βέβαια επαγγελματίας μεταφραστής. Δεν το λέω για να παραδοξολογήσω, αλλά για να ακριβολογήσω. Και για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου από τους δήθεν επαγγελματίες λογοτέχνες που λυμαίνονται τα γράμματά μας όπως οι εργατοπατέρες τους εργάτες».
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που θυμάμαι να άκουσα από το στόμα του Κοσμά Πολίτη. Πάνε τώρα δύο χρόνια, συνόδευα για πρώτη φορά έναν νέο Άγγλο μελετητή του, τον κ. Πήτερ Μάκριτζ, τώρα υφηγητή της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Κοσμάς Πολίτης, όπως συνήθιζε μετά τον θάνατο της γυναίκας του (που συνέπεσε με την 21η Απριλίου 1967), μας είχε δεχτεί στο χωλ του επάνω πατώματος του σπιτιού του στο Ψυχικό. Εκτός από το φωτεινό γραφειάκι όπου είχε συμπτυχθεί και το κρεβάτι του, όλα τα άλλα δωμάτια ήταν κλειστά ή σκοτεινά, ίσως και γυμνά. Το ούζο δεν έλειπε, μα ο ίδιος σχεδόν ούτε το άγγιζε πια. Δεν κράτησα σημειώσεις, μια και η επίσκεψή μου ήταν διπλά φιλική, όμως τα λόγια του αυτά ξανάρθαν οδυνηρά και σαρκαστικά στον νου μου το απόγεμα της περασμένης Κυριακής, την ώρα του επικηδείου. Ύστερα, πέρασε «εκείνος που χαμογελάει σοβαρά σέρνοντας το μανδύα του στις αγριομολόχες»…
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.3.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όποτε πεθαίνει ένας μεγάλος συγγραφέας που αξιωθήκαμε να τον γνωρίσουμε κάπως, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για την μνήμη του, νομίζω, είναι να εντείνουμε την θύμησή μας γύρω από τον άνθρωπο και τα λόγια του (τα έργα του μπορούν να περιμένουν) και να καταθέτουμε έγκαιρα την μαρτυρία μας, οσοδήποτε περιορισμένη ή ασήμαντη και αν μας φαίνεται. Στην καλύτερη περίπτωση, σώζουμε κάτι το μοναδικό για όσους δεν έτυχε να τον γνωρίσουν και μάλιστα τους μεταγενέστερους — ενώ, στην χειρότερη περίπτωση, δεν διακινδυνεύουμε τίποτε παραπάνω από το να επικυρώσουμε πόσο περιορισμένοι ή ασήμαντοι ήταν κάποιοι από τους ανθρώπους που συναναστράφηκε ο μακαρίτης «εις το ρεύμα της ζωής του».
Τον πρωτογνώρισα τον χειμώνα του 1954-55 στο βιβλιοπωλείο του «Ίκαρου». Μας σύστησε ο τότε εκδότης και φίλος του, και πάντοτε καλός γείτονάς του, Αλέκος Πατσιφάς. Ήταν 67 χρονών, καθώς λογαριάζω τώρα, αλλά ομορφάντρας ακόμη (όταν δεν έβαζε τα χοντρά πρεσβυωπικά του γυαλιά), με κάποια κοσμική επίφαση στο χειμερινό του κολύμπι. Είχαμε 41 χρόνια διαφορά, και όμως δεν εδίστασε να με ρωτήσει (έκανε μάλιστα πως με συμβουλευόταν) για μια δυσκολία που τον είχε απασχολήσει στην μετάφραση ενός αγγλικού κειμένου.
Η δική μας γενιά τον έβλεπε πια μονάχα σαν μεταφραστή: το πιο πρόσφατό του μυθιστόρημα, το «Γυρί», είχε εκδοθεί πριν από δέκα χρόνια — και ένα άλλο (είδος πολιτικής αλληγορίας, τοποθετημένης στην Κόστα Πούχα, ήγουν Ψωροκώσταινα νοτιοαμερικανιστί), που είχε αρχίσει να δημοσιεύεται σε συνέχειες στην μεταπελευθερωτική «Μάχη», είχε μείνει στη μέση, περίπου όπως και η αμήχανη πολιτική του δράση. Δυο-τρία διηγήματα (π.χ. η κομψή «Κορομηλιά» μα και το αποτυχημένο αντιστασιακό «Ένα διπλό») έδιναν την εντύπωση, μετά τις έξοχες «Τρεις Γυναίκες» (1943), στερνής αναλαμπής ενός ανεπανάληπτου πυροτεχνήματος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 2.3.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η μετάφραση μάς συνέδεσε, πρώτα επαγγελματικά και σιγά-σιγά φιλικά. Έγινε ένας από τους κυριότερους λογοτέχνες – μεταφραστές του «Ταχυδρόμου» (και του «Βήματος» κατόπι), μαζί με τον Γιάννη Μπεράτη και τον Σωτήρη Πατατζή. Αντίθετα προς τους άλλους δύο συναδέλφους του, ποτέ δεν δέχτηκε να κάνει διασκευές ξένων ιστορικών άρθρων: τις θεωρούσε δουλειά μεσοβέζικη, που απαιτούσε δυσανάλογο κόπο (πληρωνόταν «με το κομμάτι», όχι με μισθό). Ήταν έμπειρος και ευσυνείδητος μεταφραστής, κατά κανόνα συγκαταβατικός: μολονότι του δόθηκαν για μετάφραση μερικά από τα καλύτερα πεζογραφήματα της Γαλλικής και της Αγγλοσαξονικής Λογοτεχνίας, το μόνο που θυμάμαι να επαίνεσε ποτέ ήταν ένα διήγημα του Σάλιντζερ — ίσως γιατί πρωταγωνιστούσαν παιδιά.
Ωστόσο, πιστεύω πως η μεταφραστική του απασχόληση τον βοήθησε να κρατηθεί «σε φόρμα» τουλάχιστον όσο και η χειμερινή κολύμβηση. Δεν ξέρω αν θα είχε κατορθώσει να γράψει έτσι «Το Γυρί» αν δεν είχε προγυμναστεί στον «Δρόμο με τις Φάμπρικες» του Στάινμπεκ, και είμαι σίγουρος πως «Το Γεφύρι στον Ντρίνα» του Άντριτς στάθηκε αποφασιστικό για την θαυμαστή δομή του «Στου Χατζηφράγκου». Τούτο το τελευταίο, καθώς και το μοναδικό του θεατρικό έργο, τα έγραψε ως «υπότροφος» του περιοδικού μας. Εδώ, ίσως χρειάζεται να δοθούν μερικές λεπτομέρειες εκείνης της ασυνήθιστης συνεργασίας.
Θέλοντας να τον παρακινήσουμε να ξαναπιάσει την δημιουργική του πένα, συλλογιστήκαμε να του παραγγείλουμε (καθώς συνηθιζόταν σε παλαιότερα χρόνια) ένα πασχαλινό διήγημα για τον «Ταχυδρόμο». Αποκρίθηκε πως θα τον διασκέδαζε να δοκιμάσει, αν η βιοποριστική του απασχόληση δεν του απαγόρευε τέτοιες πολυτέλειες. Συμφωνήσαμε λοιπόν πως όσον καιρό θα έγραφε το διήγημα, θα πληρωνόταν σαν να δούλευε κανονικά ως μεταφραστής. Έτσι γράφηκε η «Πρώτη Ανάσταση».
Θαρρώ πως ύστερα από αυτό ήταν που μου εμπιστεύτηκε πως είχε από καιρό όρεξη να γράψει ένα εικονοκλαστικό «ιστορικό δράμα», με ιδεατή πρωταγωνίστρια την Μελίνα. Ο «Ταχυδρόμος» δεν δημοσίευε θεατρικά έργα, αλλά ήταν αμαρτία να μη δούμε τι μπορούσε να δώσει ο Κοσμάς Πολίτης σε ένα λογοτεχνικό είδος που είχε μεγάλη ανάγκη ανανέωσης. Έτσι γράφηκε ο «Κωνσταντίνος» (1957) και έτσι, πέντε χρόνια αργότερα, αυτό που πολλοί θεωρούμε ως το καλύτερό του μυθιστόρημα.
Μολονότι όλα του τα πεζογραφήματα προφανώς περιέχουν στοιχεία αυτοβιογραφικά, δεν ήταν άνθρωπος με ροπή προς την εξομολόγηση. Γι’ αυτό καταγράφω τρεις σπάνιες τέτοιες στιγμές — αν και θαρρώ πως και οι τρεις συνοψίζονται, κατά βάθος, σε έναν αυτόγραφο στοχασμό του που δημοσιεύτηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1938 στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα»:
Η ομορφιά έχει όρια που κανένας άνθρωπος δεν τα περνάει ατιμώρητα. Είναι φριχτή σαν Μέδουσα — όσο και η ολόγυμνη αλήθεια.
Η πρώτη, και πλαγιότερη, ήταν στις αρχές της φιλίας μας, όταν μου δήλωσε πως θεωρούσε ξεπερασμένη και άχρηστη όλη του την λογοτεχνική εργασία πριν από «Το Γυρί» (1945). Τρόμαξα και διαμαρτυρήθηκα πέρα από κάθε συμβατική ευγένεια. «Βέβαια», συνέχισε τότε, «αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο Παύλος Καλάνης τελικά βρίσκει τον σωστό δρόμο στην Εκάτη, και τα παιδιά της Ερόικα επαναστατούν ενάντια στους καλοκαθισμένους αστούς γονείς τους. Αλλά πόσοι τα προσέχουν αυτά;» Αργότερα, πρέπει να προσθέσω, η περιφρόνησή του για τα κομματικά κριτήρια της λογοτεχνίας εκδηλωνόταν πιο απροκάλυπτα.
Οι δύο άλλες εξομολογήσεις του χρονολογούνται από το 1962. Ολότελα ιδιωτική η μία, δόθηκε σε ώρα έντονης συναισθηματικής πίεσης, στοργική προσφορά σε δύο φίλους ακριβούς: «Αν δεν είχα φύγει τότε από το σπίτι μου, ίσως η κόρη μου να μην είχε πεθάνει. Ίσως να είχα βρει τρόπο να την σώσω…»
Η άλλη ειπώθηκε καθώς μας παρέδιδε το χειρόγραφο τού «Στου Χατζηφράγκου». Αφορούσε τις δύο τελικές παραγράφους του μυθιστορήματός του. «Αρχικά», είπε, «τελείωνα με την πρώτη παράγραφο. Μα την τελευταία στιγμή της αντιγραφής, αποφάσισα πως δεν έχω το δικαίωμα να αφήνω τον αναγνώστη μέσα στο σκοτάδι της προσωπικής μου απόγνωσης. Και πρόσθεσα την δεύτερη παράγραφο».
Τις αντιγράφω εδώ, για να κρίνει μόνος του ο αναγνώστης με την πείρα των δώδεκα ετών που μεσολάβησαν από «τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»:
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι’ αγναντεύεις τ’ άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι’ έρχεται κύματα-κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.
Μέσα στην εκκλησία του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς του 1974, καθώς διάβαζαν την παρηγορητική περικοπή του Απόστολου, προσπαθούσα να θυμηθώ τις τελευταίες φράσεις από την «Ερόικα»:
Μείναμε ως μια ώρα οι δυο μας. Στο τέλος, έσβηνε πια η φωνή του Αλέκου. Ψιθύρισε με κάποια πίκρα, σαν τελευταίο παράπονο:
— Απόψε… θα πάω… μονάχος μου… στο σπίτι;
Τότε, ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ήρθε και στάθηκε σιμά του.
*Επιφυλλίδα του Γ. Π. Σαββίδη για τον Κοσμά Πολίτη, που έφερε τον τίτλο «Αντί στεφάνου» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 2 Μαρτίου 1974. Η πολύτιμη μαρτυρία του Σαββίδη, διαπρεπούς μελετητή και καθηγητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφορούσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του Κοσμά Πολίτη.
Ο Γ. Π. Σαββίδης
Ο λογοτέχνης Κοσμάς Πολίτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Παρασκευά/Πάρη Ταβελούδη), ένας από τους πλέον αξιόλογους πεζογράφους της περίφημης Γενιάς του ’30, απεβίωσε στις 23 Φεβρουαρίου 1974, σε ηλικία 86 ετών.
Η πρώτη εμφάνιση του Πολίτη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε με την έκδοση του «Λεμονοδάσους» (1930).
Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Πάτρα ο Πολίτης έγραψε το μυθιστόρημα Eroϊca, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1939 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μιχάλη Κακογιάννη το 1960.
Ομαδική φωτογραφία λογοτεχνών της Γενιάς του ’30 (όρθιοι από αριστερά οι Θ. Πετσάλης, Η. Βενέζης, Ο. Ελύτης, Γ. Σεφέρης, Α. Καραντώνης, Στ. Ξεφλούδας και Γ. Θεοτοκάς· καθήμενοι οι Άγγ. Τερζάκης, Κ. Θ. Δημαράς, Γ. Κατσίμπαλης, Κ. Πολίτης και Ανδρ. Εμπειρίκος)
Ο Πολίτης τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1960 για το έργο του «Η κορομηλιά», καθώς και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1964 για το έργο του «Στου Χατζηφράγκου».
Τα πεζογραφήματά του, διαποτισμένα από τα βιώματα της παιδικής ηλικίας του, διακρίνονται κατεξοχήν για την αγωνιώδη αναζήτηση του απόλυτου ιδεώδους, την εκφραστική λεπτότητα και τις λυρικές εξάρσεις τους.
Το τελευταίο εξ ολοκλήρου σωζόμενο έργο του, το μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου», έχει ως αφορμή τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη Σμύρνη και συνοψίζει τρόπον τινά το σύνολο της δημιουργίας του.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις