Τουρκία: Δεν επέστρεψε στη Δύση και δεν θα επιστρέψει ξανά – Η Δύση κινείται προς την Τουρκία
Mια βαθύτερη και πιο σημαντική αλλαγή βρίσκεται σ’ εξέλιξη εντός της Τουρκίας, μια αλλαγή που, ακόμη και εν μέσω της τρέχουσας συμφιλίωσης για την επέκταση του ΝΑΤΟ, την απομακρύνει από τη Δύση.
Στα τέλη Ιανουαρίου, το κοινοβούλιο της Τουρκίας επικύρωσε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, θέτοντας τέλος σε σχεδόν δύο χρόνια κωλυσιεργίας από την τουρκική κυβέρνηση (στη φωτογραφία του Reuters/Murad Sezer, επάνω, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εκφωνεί ομιλία κατά την επαναλειτουργία του τεμένους Γιλντίζ Χαμιντίγιε της οθωμανικής περιόδου στην Κωνσταντινούπολη).
Η Τουρκία καθυστέρησε την είσοδο της Σουηδίας στη συμμαχία φαινομενικά επειδή επέτρεπε σε μέλη και χρηματοδότες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, ή PKK – μια διεθνώς χαρακτηρισμένη ως τρομοκρατική ομάδα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το τουρκικό κράτος για δεκαετίες – να δρουν στο έδαφός της.
Η αποδοχή από την Ουάσιγκτον της εξοπλιστικής συμφωνίας των 23 δισ. δολαρίων δεν είναι μικρή υπόθεση
Αλλά η τουρκική αντίθεση στην ένταξη της Σουηδίας εξαφανίστηκε μόλις ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξασφάλισε αυτό που πραγματικά ήθελε: 40 μαχητικά F-16 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναβαθμίσεις εξοπλισμού στον υπάρχοντα στόλο αεροσκαφών και μια πιθανή ευκαιρία να συναντήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν.
Το ότι η Ουάσιγκτον αποδέχτηκε αυτή την εξοπλιστική συμφωνία των 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων δεν είναι μικρή υπόθεση. Ενα de facto εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Τουρκία είχε τεθεί σε ισχύ από τότε που η Αγκυρα απέκτησε ρωσικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας, το 2017.
Εκείνη την εποχή, ένα εξοργισμένο Κογκρέσο απέρριψε το αίτημα της Τουρκίας για αγορά F-16 και αμερικανοί αξιωματούχοι και νομοθέτες την επέκριναν επειδή προμηθεύτηκε όπλα από έναν αντίπαλο του ΝΑΤΟ, γράφει ο Soner Cagaptay, σε ανάλυσή του για το Foreign Affairs.
Εμφατική νίκη
Ο Τζο Μπάιντεν είναι επίσης ο μόνος πρόεδρος των ΗΠΑ που δεν έχει προσκαλέσει στον Λευκό Οίκο τον Ερντογάν, στις δύο δεκαετίες που ο τούρκος ομόλογός του βρίσκεται στην εξουσία.
Και όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο πρόθυμες να ενισχύσουν τις τάξεις του ΝΑΤΟ και να κατευνάσουν κάθε αναταραχή εντός της συμμαχίας που υπέκυψαν στις τουρκικές απαιτήσεις.
Ολα αυτά χάρισαν στον Ερντογάν – τον οποίο μόλις την περασμένη άνοιξη είχε σε μεγάλο βαθμό σνομπάρει ο Λευκός Οίκος – μια μάλλον εμφατική διπλωματική νίκη. Αμερικανοί αξιωματούχοι άφησαν μάλιστα να εννοηθεί ότι ο αμερικανός πρόεδρος μπορεί σύντομα να προσκαλέσει τον τούρκο πρόεδρο στην Ουάσιγκτον.
Η συναλλακτική φύση
Ορισμένοι αναλυτές ερμήνευσαν αυτή τη συμφωνία ως μια σημαντική επαναφορά στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία.
Η είσοδος της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, είπαν, μπορεί να προμηνύει μια περίοδο αναθέρμανσης των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Δύσης και να σηματοδοτήσει τη στενότερη ευθυγράμμισή της με τα βασικά μέλη της συμμαχίας σε όλα τα θέματα.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα παρερμήνευε τον πραγματικό γεωπολιτικό προσανατολισμό της Αγκυρας. Αντίθετα, η συμφωνία αντανακλά τη θεμελιώδη συναλλακτική φύση της εξωτερικής πολιτικής υπό τον Ερντογάν, έναν ηγέτη πρόθυμο να κοιτάξει ανατολικά, δυτικά, βόρεια και νότια κυνηγώντας τις φιλοδοξίες του.
Μια βαθύτερη αλλαγή
Στην πραγματικότητα, μια βαθύτερη και πιο σημαντική αλλαγή βρίσκεται σ’ εξέλιξη εντός της Τουρκίας, μια αλλαγή που, ακόμη και εν μέσω της τρέχουσας συμφιλίωσης για την επέκταση του ΝΑΤΟ, την απομακρύνει από τη Δύση.
Ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ, γνωστός και ως Ατατούρκ, σφυρηλάτησε τη χώρα ως ευρωπαϊκή κοσμική δημοκρατία. Πολλοί τούρκοι ηγέτες και ελίτ τον ακολούθησαν στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν το κράτος και τους θεσμούς του σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ενσαρκώνει τη στροφή
Θα εξασφάλιζαν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ το 1952 και, στις επόμενες δεκαετίες, θα προσπαθούσαν να την εντάξουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά, τουλάχιστον από τα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, οι φιλοδυτικές τουρκικές ελίτ του παρελθόντος άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο σε μια κοινωνία την οποία προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν από την ίδρυση της χώρας, το 1923.
Ο Ερντογάν ενσαρκώνει αυτήν ακριβώς τη στροφή, παρόλο που δεν είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνος. Σ’ αντίθεση με τον Ατατούρκ, ο οποίος καταγόταν από τις ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ερντογάν κατάγεται από την Ανατολία.
Η πολιτική του βάση αποτελείται από ευσεβείς Ανατολίτες, πολλοί από τους οποίους δεν υιοθέτησαν ποτέ πλήρως το ριζοσπαστικό κοσμικό σχέδιο του Ατατούρκ. Συνεπώς, η Τουρκία του Ερντογάν έχει λιγότερες συναισθηματικές και πολιτικές προσκολλήσεις με τη Δύση.
Δεν εδράζεται στην Ευρώπη
Η νέα Τουρκία που έχει οικοδομήσει δεν εδράζεται στην Ευρώπη αλλά στην τουρκική ενδοχώρα. Η εξωτερική πολιτική της αντανακλά τις πολιτικές και πολιτιστικές ευαισθησίες των κατοίκων της Ανατολίας, πολύ μακριά από την κοσμική κουλτούρα των ελίτ που ίδρυσαν τη χώρα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλείψει τη θέση της στο δυτικό τραπέζι. Εξάλλου, η προσπάθειά της να ενταχθεί στη Δύση, η οποία χρονολογείται από τις πρώτες απόπειρες των οθωμανικών ελίτ για τον εξευρωπαϊσμό της στις αρχές του 18ου αιώνα, είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η σύγχρονη Ευρώπη.
Αλλά, μάλλον, με το κέντρο βάρους της τώρα στην Ανατολία, η Τουρκία αναμένεται να τοποθετηθεί ως μια υβριδική δύναμη μεταξύ της Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου.
Μια προοπτική επηρεασμένη από την Ευρώπη διαπέρασε την τουρκική εξωτερική πολιτική για δεκαετίες, αλλά η νέα Τουρκία θα εμπλακεί ανεπηρέαστα με άλλες χώρες χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους δυτικούς στόχους ή προτεραιότητες. Αυτό συμβαίνει γιατί βλέπει πλέον τον κόσμο μέσα από το ανατολίτικο πρίσμα.
Η μετατόπιση της Τουρκίας
Οι χώρες μπορούν να μετατοπιστούν. Λέγεται συχνά ότι η Πολωνία «μετακινήθηκε» στις αρχές του εικοστού αιώνα. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιλάμβανε τμήματα της σημερινής Ουκρανίας, της Λιθουανίας και της Λευκορωσίας. Αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφέρθηκε δυτικά – στη σημερινή της θέση – χάνοντας τ’ ανατολικά της εδάφη και κερδίζοντας τμήματα της τότε Γερμανίας. Κινήθηκε, φυσικά, από την ανατολή προς τη δύση.
Η Τουρκία ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, κατά τους οθωμανικούς χρόνους, πολλά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας βρίσκονταν στις ευρωπαϊκές επαρχίες της στα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένων της Σκόδρας (στη σημερινή Αλβανία), της Πρίστινα (στο σημερινό Κοσσυφοπέδιο), της Φιλιππούπολης (στη σημερινή Βουλγαρία), των Σκοπίων (στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία) και της Θεσσαλονίκης (στη σύγχρονη Ελλάδα).
Η Θεσσαλονίκη, η γενέτειρα του Ατατούρκ, έλαμψε ιδιαίτερα ως η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας (μετά την Κωνσταντινούπολη) και ως πολιτιστική και εμπορική πρωτεύουσά της — η αντίστοιχη της Νέας Υόρκης σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλά οι Οθωμανοί είχαν χάσει όλα αυτά τα ευρωπαϊκά εδάφη – μ’ εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, στα βουλγαρικά σύνορα, και μια λωρίδα εδάφους ενδιάμεσα – μέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912–13.
Η επιλογή της πρωτεύουσας
Το σύγχρονο τουρκικό κράτος κατέληξε να περιοριστεί στην Ανατολία, στ’ ανατολικά, συγκροτούμενο στο αχανές μικρασιατικό οροπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών κουρδικών περιοχών και εκείνων που πρόσφατα ερημώθηκαν από Αρμένιους.
Για να σηματοδοτήσει τη χώρα στα νέα όριά της, ο Ατατούρκ επέλεξε ως πρωτεύουσά της την Αγκυρα, η οποία βρισκόταν στην καρδιά του πεδινού τμήματος της χερσονήσου και ήταν το πρώην αρχηγείο του κατά τη διάρκεια του τουρκικού πολέμου για την ανεξαρτησία.
Αρχικά σχεδιασμένη ως μια πόλη με κήπους και βίλες, που θυμίζουν εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες χάθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, η Αγκυρα συμβόλιζε τη γέννηση μιας ευρωπαϊκής χώρας από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη μέση της Ανατολίας.
Εκτός νόμου… η θρησκεία
Κατά την ίδρυση της δημοκρατίας, οι ελίτ της Τουρκίας – πολλές από αυτές γεννήθηκαν στην Ευρώπη και μετακινήθηκαν κατά κύματα στην Ανατολία κατά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – κράτησαν τις ευρωπαϊκές ιδέες, με τις οποίες είχαν διαποτιστεί, για το κράτος και την κοινωνική ζωή.
Στο τιμόνι αυτής της ομάδας, ο Ατατούρκ εξόρισε το Ισλάμ στην ιδιωτική σφαίρα, εκκαθαρίζοντας από τις επιρροές του και τους τουρκικούς νόμους, απαγόρευσε τις θρησκευτικές αδελφότητες, και σχεδόν έφτασε στο σημείο να θέσει εκτός νόμου τη θρησκευτική εκπαίδευση.
Αλλαξαν και το αλφάβητο
Επιπλέον, άλλαξε το αλφάβητο της χώρας από την αραβική γραφή σε ρωμαϊκή, διαγράφοντας αραβικές και περσικές λέξεις από την τουρκική γλώσσα, ενώ διατήρησε γαλλικά και ιταλικά δάνεια.
Η Τουρκία απέρριψε επίσης το ισλαμικό ημερολόγιο Hegira υπέρ του δυτικού Γρηγοριανού και απαγόρευσε τα φέσια και τα σαρίκια για τους άνδρες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας μεταμόρφωσε δυναμικά τη χώρα προκειμένου να την ενσωματώσει σθεναρά στη Δύση.
«Ενα ήδη νεκρό κομμάτι»
Ο Ατατούρκ και οι οπαδοί του, γνωστοί ως κεμαλιστές, από μέλη του υπουργικού συμβουλίου και υπουργούς Εσωτερικών που ήταν υπεύθυνοι για το φοβερό και ισχυρό μονοκομματικό κράτος του, μέχρι ιδεαλιστές δασκάλους που διέσχιζαν την Ανατολία για να διαδώσουν τη νέα σύγχρονη κοσμική κουλτούρα, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ως επί το πλείστον στα Βαλκάνια.
Αυτές οι ιδρυτικές ελίτ έρχονταν πολλές φορές σε απόγνωση όταν επισκέπτονταν το απέραντο, σαν στέπα, οροπέδιο της Ανατολίας και συναντούσαν τους συντηρητικούς και ευσεβείς κατοίκους της.
Ενας συγγραφέας αυτής της εποχής, ο Sevket Sureyya Aydemir, εξέχων κεμαλιστής διανοούμενος με ρίζες στην Οθωμανική Βουλγαρία, περιέγραψε την Ανατολία στα απομνημονεύματά του το 1959 ως «τίποτα άλλο παρά ένα ήδη νεκρό κομμάτι του φλοιού της γης».
Σύγχυση στον πληθυσμό
Στους χορούς για την Ημέρα της Δημοκρατίας που διοργανώνονταν σε μικρές πόλεις, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απώλεια των ευρωπαϊκών επαρχιών της, οι κεμαλιστές γραφειοκράτες χόρευαν με ευρωπαϊκές μελωδίες που έπαιζαν τζαζ μπάντες, προκαλώντας σύγχυση στους παρευρισκόμενους αγρότες της Ανατολίας.
Το ευρωπαϊκό εγχείρημα του Ατατούρκ, ωστόσο, δεν περιοριζόταν σε καμία περίπτωση στις ελίτ της χώρας. Κατά τη διάρκεια της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ξεκίνησε τον δέκατο ένατο αιώνα, εκατομμύρια τούρκοι και μη τούρκοι μουσουλμάνοι — συμπεριλαμβανομένων Αλβανών, Βόσνιων, Βούλγαρων, Ελλήνων και Μακεδόνων — μετακινήθηκαν στην Ανατολία.
Αυτές οι ομάδες, που είχαν υποστεί διώξεις σε νεοσύστατες βαλκανικές χώρες, προστέθηκαν σε μια ακόμη μεγαλύτερη έξοδο Τούρκων και άλλων μουσουλμάνων από την Ευρώπη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Μαζί με τους μουσουλμάνους που εκδιώχθηκαν από τη Ρωσία, από τα πρώην οθωμανικά εδάφη βόρεια της Μαύρης Θάλασσας (όπως η Κιρκασία και η Κριμαία), οι ευρωπαίοι μουσουλμάνοι αποτέλεσαν σχεδόν το 40% του πληθυσμού της Τουρκίας μέχρι τη στιγμή που ο Ατατούρκ ίδρυσε τη δημοκρατία, το 1923. Και έτειναν να υποστηρίζουν το σχέδιό του γι’ αυστηρή εκκοσμίκευση.
Αφοσιωμένοι μουσουλμάνοι
Η σύγχρονη Τουρκία έγινε πολυκομματική δημοκρατία τη δεκαετία του 1950, λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ατατούρκ, το 1938, και οι κεμαλιστές οπαδοί του αριστερά και δεξιά, πολλοί από τους οποίους γεννήθηκαν στα Βαλκάνια ή ήταν απόγονοι μεταναστών από την Ευρώπη, διαιώνισαν την ιδέα της χώρας ως ευρωπαϊκής οντότητας.
Η δημοκρατική εξέλιξή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο δυτικός προσανατολισμός της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ενίσχυσαν περαιτέρω τις αξιώσεις της για ευρωπαϊκή και δυτική ταυτότητα.
Η Τουρκία εντάχθηκε σε πολλούς πανευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και το Συμβούλιο της Ευρώπης, ως ιδρυτικό μέλος, και έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ αμέσως μετά τη συγκρότηση της συμμαχίας.
Εξασθένιση της ευρωπαϊκής ταυτότητας
Με το πέρασμα ενός αιώνα, ωστόσο, η σύνδεση με την Ευρώπη γινόταν ολοένα και πιο αδύναμη για πολλούς Τούρκους. Οταν ο Ερντογάν ανέβηκε στην εξουσία, το 2003, οι ντόπιοι κάτοικοι της Ανατολίας αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της Τουρκίας.
Προερχόμενοι από το εσωτερικό της χερσονήσου, τα ορεινά ανατολικά και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, έτειναν να είναι αφοσιωμένοι μουσουλμάνοι και, ως επί το πλείστον, ποτέ πλήρως ικανοποιημένοι με το ιδρυτικό κοσμικό σχέδιο της δημοκρατίας.
Καθώς αυτοί οι συντηρητικοί Τούρκοι της ενδοχώρας άρχισαν να εισέρχονται στη μεσαία τάξη και ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα της πολιτικής εξουσίας, η ευρωπαϊκή ταυτότητα, με την οποία μπόλιαζε ο Ατατούρκ το έθνος, εξασθένιζε κάθε δεκαετία που περνούσε, μέχρι που εξαφανίστηκε.
Σ’ αντίθεση με τους κεμαλιστές, οι νέες ελίτ της Ανατολίας δεν θεωρούν τους εαυτούς τους πρωτίστως ως Ευρωπαίους και η άποψή τους έχει φτάσει ν’ αποτελεί την καρδιά της γεωπολιτικής ταυτότητας της Τουρκίας.
Η πορεία των Ανατολιτών
Γεννήθηκα στην Ανατολία και μεγάλωσα στην Τουρκία στα τέλη του εικοστού αιώνα, όπου έλαβα αφοσιωμένα κεμαλική εκπαίδευση. Ακόμη και μ’ αυτή την ανατροφή, μπερδευόμουν κατά τη διάρκεια των εφηβικών μου χρόνων όταν παρατηρούσα τους τρόπους με τους οποίους η χώρα μου προσκολλήθηκε στην ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Στο σχολείο περάσαμε μέρες μελετώντας ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μακρινών, ενώ το πρόγραμμα σπουδών έριχνε απλώς μια ματιά στους άμεσους γείτονες της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή. Πολλοί Τούρκοι αντιλαμβάνονταν τη Μέση Ανατολή παρόμοια με τον τρόπο που πολλοί Αργεντίνοι έβλεπαν τη Λατινική Αμερική.
Οπως θα έλεγαν οι Αργεντίνοι ότι δεν είναι πραγματικά Λατινοαμερικανοί αλλά Ευρωπαίοι που έτυχε να ζήσουν στη Λατινική Αμερική, ο κεμαλισμός ενθάρρυνε τους πολίτες του, μαζί και εμένα, να πιστέψουν ότι οι Τούρκοι ήταν στην πραγματικότητα Ευρωπαίοι που έτυχε να ζήσουν κοντά στη Μέση Ανατολή.
Στα τοπικά τουρκικά τηλεοπτικά δίκτυα, οι διεθνείς μετεωρολογικές προβλέψεις παρουσίαζαν έναν χάρτη της Ευρώπης με επίκεντρο όχι την Τουρκία αλλά συχνά την Ελβετία, με την Τουρκία κρυμμένη στην κάτω γωνία του, σαν οι Τούρκοι να φαντάζονταν τη χώρα τους ως παράρτημα ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού συνόλου.
Δεν είχε θέση στην Ενωση
Ωστόσο, η Ευρώπη ήταν πιο διστακτική για τη σχέση της με την Τουρκία. Μεταξύ 1995 και 2013, κατά τη διάρκεια της ταχείας διεύρυνσης που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) απορρόφησε 16 νέες χώρες.
Αρχικά, φαινόταν ότι η Τουρκία θα μπορούσε να ενταχθεί σ’ αυτήν την ομάδα: η δική της διαδικασία ένταξης είχε ξεκινήσει πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1987, και δέχτηκε ισχυρή ώθηση με την έλευση του Ερντογάν στην εξουσία, το 2003.
Ο Ερντογάν χαιρετίστηκε από πολλούς ευρωπαίους παρατηρητές ως ένα νέο στιλ μετριοπαθούς ισλαμιστή που ήταν βαθιά αφοσιωμένος στους δημοκρατικούς θεσμούς και πρόθυμος ν’ αντιμετωπίσει τον ισχυρά εδραιωμένο στρατό της χώρας και να μετατρέψει την Τουρκία σε μια πλήρη δημοκρατία. Το 2005, οι Βρυξέλλες ξεκίνησαν επίσημες ενταξιακές συνομιλίες με την Αγκυρα.
Ομως η Τουρκία παρέμεινε εκτός. Αμέσως μετά την έναρξη των συνομιλιών, οι Βρυξέλλες ενημέρωσαν την Αγκυρα ότι δεν θα υπάρξει πρόταση για ένταξη. Φαινομενικά, αυτή η απόφαση είχε να κάνει με τη διαρκή διαμάχη μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου σχετικά με τη Βόρεια Κύπρο, αλλά στην πραγματικότητα, η Γαλλία και η Γερμανία ήταν απρόθυμες να καλωσορίσουν στην Ενωση μια χώρα του μεγέθους και του βάρους της Τουρκίας.
Η ΕΕ ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ξεκινήσει ενταξιακές συνομιλίες με χώρα που δεν κατέληγαν σε πρόταση προσχώρησης. Το μοναδικό μήνυμα αυτή τη φορά ήταν ξεκάθαρο: η Τουρκία δεν είχε θέση στην Ευρώπη.
Η μεταμορφωτική διακυβέρνηση
Σε συνδυασμό με τις απογοητευτικές συνομιλίες ένταξής της στην ΕΕ, η μεταμορφωτική διακυβέρνηση του Ερντογάν βοήθησε ν’ αγκιστρωθεί σταθερά η Τουρκία στην Ανατολία. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν σηματοδοτεί — κατ’ εξοχή — την άνοδο των κατοίκων της Ανατολίας στη χώρα.
Το AKP είναι μια μηχανή που τροφοδοτείται από ψηφοφόρους, επιχειρήσεις, ελίτ και μια κουλτούρα που έχει τις ρίζες της στο εσωτερικό της Ανατολίας, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας – απ’ όπου κατάγονται οι γονείς του Ερντογάν – και στ’ ανατολικά, όπου περιλαμβάνονται πολλοί Κούρδοι. Τα γραφεία του Ερντογάν έχουν στοιβαχτεί με πολιτικούς απ’ αυτές τις περιοχές.
Οι πολιτικοί με δεσμούς στα Βαλκάνια, οι οποίοι κυριαρχούσαν στα υπουργικά συμβούλια πριν την άνοδο του Ερντογάν, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τις τάξεις της γραφειοκρατίας, καθώς και για τα ανώτατα δικαστήρια και τα βασικά μέσα ενημέρωσης, πολλά από τα οποία έχουν καταληφθεί από συμπαθείς προς τον πρόεδρο κατοίκους της Ανατολίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ισχυρό, φιλοευρωπαϊκό επιχειρηματικό λόμπι της Τουρκίας, το TUSIAD, έχει δει την επιρροή του να μειώνεται τα τελευταία χρόνια.
Ρωσία και παγκόσμιος Νότος
Κυριαρχούμενο από επιχειρήσεις στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, οι οποίες δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που είχαν έρθει από τις πρώην ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το TUSIAD συχνά προωθούσε την πολιτική ατζέντα στη χώρα.
Ζήτησε ένταξη στην ΕΕ τη δεκαετία του 1980 και χρηματοδότησε μια τολμηρή μελέτη τη δεκαετία του 1990, στο απόγειο της εξέγερσης του PKK, προτάσσοντας την πολιτική λύση στο κουρδικό αίτημα για αυτονομία. Από τότε που ανέλαβε ο Ερντογάν, ωστόσο, μια διαφορετική επιχειρηματική ελίτ έχει κυριαρχήσει και διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα.
Επιχειρήσεις της Ανατολίας και δισεκατομμυριούχοι που συχνά προέρχονται από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας υποστηρίζουν τον πρόεδρο και ενθαρρύνουν τη χώρα να εγκαταλείψει τη δέσμευσή της στον κεμαλικό κοσμικό χαρακτήρα, να διατηρήσει οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία και ν’ αυξήσει το πολιτικό αποτύπωμά της στον παγκόσμιο Νότο.
Αυτή η κατάληψη της Ανατολίας είναι απλώς προϊόν της δημογραφικής αλλαγής της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες και της φθίνουσας κυριαρχίας των παλαιών κοσμικών ελίτ στην τουρκική κοινωνία.
Ο Ερντογάν δεν είναι τόσο η αιτία αυτής της αλλαγής όσο ένα σημαντικό σύμπτωμά της. Οι νέες τουρκικές ελίτ της Ανατολίας έχουν αναλάβει την ευθύνη και δεν βλέπουν την ταυτότητα της χώρας στους όρους που έθεσαν ο Ατατούρκ και οι κεμαλιστές διάδοχοί του.
Τιμούν το Ισλάμ
Αυτές οι ελίτ, που συχνά επηρεάζονται από τα πιο συντηρητικά στελέχη του Ισλάμ, το βλέπουν επίσης ως εγγενές στην εθνική ταυτότητα της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, τιμούν το Ισλάμ τόσο έντονα όσο ο Ατατούρκ προσπάθησε να το καταπνίξει.
Το κίνημα ΑΚΡ επιδιώκει εδώ και καιρό ν’ αμφισβητήσει και στη συνέχεια να εξαλείψει την προσκόλληση της κεμαλικής Τουρκίας στην Ευρώπη και τη Δύση, και, μαζί, τη δέσμευσή της στην ευρωπαϊκού τύπου εκκοσμίκευση που μιμήθηκε (και ίσως υπερέβη σε ένταση) το γαλλικό σύστημα λαϊκότητας.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, ο Ερντογάν ήρε την απαγόρευση της κεμαλικής εποχής για το χιτζάμπ, ενώ επέτρεψε στο Ισλάμ να κατακλύσει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών και την πολιτική ζωή της χώρας.
Επί Ερντογάν, οι δεσμοί με τη Ρωσία έχουν βελτιωθεί. Οι δύο χώρες είναι ιστορικοί ανταγωνιστές κι’ έχουν βρεθεί σε διαφορετικές πλευρές στους πολέμους στη Συρία, τη Λιβύη, τον Νότιο Καύκασο και την Ουκρανία – η Αγκυρα παρέχει στο Κίεβο κρίσιμη πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη.
Η χαμένη ευκαιρία των ΗΠΑ
Παρά αυτόν τον ανταγωνισμό, ο Ερντογάν και ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν απέκτησαν στενό δεσμό από το 2016, όταν απέτυχε η απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία.
Εκείνη την εποχή, οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, τότε υπό την ηγεσία του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, έχασαν μια σημαντική ευκαιρία μη ασπαζόμενοι την Τουρκία και τη δημοκρατία της μετά την τραυματική απόπειρα πραξικοπήματος.
Ο Πούτιν, οξυδερκώς, φιλοξένησε τον Ερντογάν μόλις δύο εβδομάδες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, σφυρηλατώντας μαζί του τη σχέση που διαρκεί μέχρι σήμερα.
Αυτό, σε ανταπόδοση, επέτρεψε στην Αγκυρα και τη Μόσχα να ρυθμίσουν την κατανομή της εξουσίας στη Συρία και τη Λιβύη, όπου υποστηρίζουν διαφορετικά μέρη στη σύγκρουση.
Οι δύο χώρες έχουν δει επίσης ακμάζοντες εμπορικούς και τουριστικούς δεσμούς και την κοινή αντίληψη που αναδύεται μεταξύ Τούρκων και Ρώσων ότι και οι δύο είναι «ενδιάμεσοι λαοί», αδύνατο να εισχωρήσουν σε μια παγκόσμια μοναδική ταυτότητα.
Ηρθε για να μείνει
Εκατό χρόνια μετά τη συγκρότησή της από τον Ατατούρκ, η Τουρκία εγκαθίσταται στον τόπο της, σαν ένα σπίτι που στερεώνεται στα θεμέλιά του: στην Ανατολία, στο σταυροδρόμι μεταξύ Μέσης Ανατολής, Ευρώπης και Ευρασίας.
Αυτή η Τουρκία εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό της ως μέρος της Ευρώπης, αλλά όχι σε βάρος των άλλων σχέσεών της. Συνεργάζεται τώρα ελεύθερα με το Ιράν, τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου, την Ευρώπη και άλλους περιφερειακούς και παγκόσμιους παράγοντες χωρίς να αισθάνεται ότι πρέπει να επιλέξει έναν αγαπημένο εταίρο.
Εκεί που οι τούρκοι ηγέτες του εικοστού αιώνα ήταν συναισθηματικά δεμένοι με την Ευρώπη, ο Ερντογάν δεν είναι. Η Τουρκία του είναι περισσότερο αυτο-καθοδηγούμενη και σίγουρη για τα δικά της προτερήματα.
Αυτή η νέα Τουρκία, φυσικά, θα παραμείνει μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο της προσδίδει κύρος ενώ της προσφέρει και προστασία από τη Ρωσία (οι τουρκικές ελίτ φοβούνται ότι κάποια στιγμή η σχέση μεταξύ των δύο χωρών μπορεί και πάλι να γίνει πιο εχθρική) και μόχλευση με άλλες δυνάμεις της βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Πολλές ταυτότητες
Αλλά ταυτόχρονα θα σφυρηλατήσει δεσμούς και συνεργασίες με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ευρασίας. Οι ουκρανικές δυνάμεις χρησιμοποιούν συχνά τουρκικής κατασκευής μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar, για παράδειγμα, ακόμη και όταν το συνολικό εμπόριο της Τουρκίας με τη Ρωσία έχει μόνο αυξηθεί από την έναρξη της επίθεσης του Κρεμλίνου τον Φεβρουάριο του 2022 στην Ουκρανία.
Στη Μέση Ανατολή, ο Ερντογάν επανέφερε πρόσφατα τους δεσμούς του με το Ριάντ. Οι σχέσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας καταποντίστηκαν μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από σαουδάραβες πράκτορες στην Κωνσταντινούπολη το 2018, καθώς τούρκοι αξιωματούχοι τη συνέδεσαν με τον πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Το οικονομικό αντάλλαγμα
Αλλά τον Μάρτιο του 2023, τα τουρκικά δικαστήρια παρέπεμψαν την υπόθεση στα δικαστήρια της Σαουδικής Αραβίας, και, σε αντάλλαγμα, το Ταμείο Ανάπτυξης της χώρας κατέθεσε σχεδόν 5 δισεκατομμύρια δολάρια στην κεντρική τράπεζα της Τουρκίας για να βοηθήσει την ταλαιπωρημένη οικονομία της – ιδιαιτέρως χρήσιμα λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου τις οποίες κέρδισε ο Ερντογάν.
Η μεταμορφωτική διακυβέρνησή του συνέβαλε ώστε ν’ αγκιστρωθεί σταθερά η χώρα του στην Ανατολία.
Η νέα Τουρκία έχει πολλές ταυτότητες, και καμία από αυτές δεν είναι αποκλειστική ή εύκολο να ταξινομηθεί: αν είναι χώρα της Μέσης Ανατολής, τότε είναι ταυτόχρονα η μοναδική μεσανατολική δύναμη της Μαύρης Θάλασσας. Αν είναι ευρωπαϊκή χώρα, είναι η μόνη που συνορεύει με το Ιράν. Και αν είναι ευρασιατική, είναι η μοναδική που ανήκει στο ΝΑΤΟ.
Χτίζει το προφίλ του
Συνεπώς, ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την Τουρκία είναι ν’ αναγνωρίσουν την πραγματικότητα αυτών των πολλαπλών ευθυγραμμίσεών της.
Ο Ερντογάν λατρεύει να θεωρείται το κέντρο των πραγμάτων, με τον κόσμο να γυρίζει γύρω από την Τουρκία — προσπάθησε να μεσολαβήσει στον πόλεμο στην Ουκρανία, έπαιξε ενεργό ρόλο στον Νότιο Καύκασο και πρόβαλε την ισχύ της χώρας του στο Σαχέλ, το Κέρας της Αφρικής, τον Νότιο Καύκασο και τα Δυτικά Βαλκάνια.
Απολαμβάνει να συνάπτει συμφωνίες ή να μεσολαβεί σε περιφερειακές συγκρούσεις, κάτι που ενισχύει την ήδη μνημειώδη θέση του στο εσωτερικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν την Τουρκία όπως και τις άλλες μεσαίες δυνάμεις, την Ινδία και την Ινδονησία, αποδεχόμενες ότι αυτές οι χώρες δεν βλέπουν καμία αντίφαση στη διατήρηση ισχυρών δεσμών τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με τους αντιπάλους της.
Αλλωστε, παρά τα πολύχρονα νταηλίκια του, ο Ερντογάν μπορεί τώρα να έχει ελάχιστο ενδιαφέρον να προκαλέσει εχθρότητα στη Δύση. Μετά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 2023, δεν αντιμετωπίζει πλέον σημαντικές εσωτερικές προκλήσεις και εισέρχεται σε φάση οικοδόμησης του κληρονομικού προφίλ του.
Η πολλαπλή ευθυγράμμιση
Εχοντας αναδιαμορφώσει τη γεωπολιτική πορεία της Τουρκίας, επιθυμεί τώρα ν’ αφήσει πίσω του μια θετική κληρονομιά. Αυτή η προοπτική προσφέρει στον Μπάιντεν, ή στον διάδοχο του Μπάιντεν, μια ευκαιρία ν’ αγκαλιάσει τη νέα Τουρκία και ν’ αξιοποιήσει την επιρροή της στην εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Η Αγκυρα θα μπορούσε να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον σε μια σειρά θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας και της Γάζας και την αντιμετώπιση της ρωσικής και κινεζικής επιρροής στην Αφρική και τα Βαλκάνια, παρόλο που διατηρεί δεσμούς με τη Ρωσία και τις μοναρχίες του Κόλπου.
Η Τουρκία έχει απορρίψει κάθε επιθυμία να ενταχθεί στη Δύση και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει ν’ αναγνωρίσουν ότι η πολλαπλή ευθυγράμμισή της ήρθε για να μείνει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις