Δεδομένου ότι οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί, που αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου και εξελίσσονται αδιάκοπα, έτσι και η ελληνική γλώσσα ουδέποτε έπαψε να υφίσταται σημαντικές εξελίξεις και μεταβολές. Ο αδιάλειπτος αυτός μετασχηματισμός της, αρχής γενομένης από τη 2η χιλιετία π.Χ., συνεχίστηκε και μετά τους Ελληνιστικούς Χρόνους, όταν η ελληνική προσέλαβε ως γνωστόν τη μορφή της περίφημης ελληνιστικής (αττικοϊωνικής) κοινής και διαδόθηκε στα πέρατα της οικουμένης. Σε γενικές γραμμές, η εκάστοτε μορφή της ελληνικής μπορεί να θεωρηθεί ως συνάρτηση της μορφής που είχε σε προγενέστερα στάδια υπό την επίδραση φυσιολογικών διαδικασιών αλλαγής, όπως οι φωνητικές μεταβολές ή ο ανταγωνισμός μεταξύ ενός νεωτερίζοντος και ενός παλαιότερου τύπου.

Βεβαίως, οι ποικίλοι νεωτερισμοί που εμφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα ως ανταγωνιστικοί παλαιότερων τύπων δεν είχαν την ίδια τύχη στο διάβα των αιώνων: σε ορισμένες περιπτώσεις αποδείχθηκαν περιορισμένης χρονικής διάρκειας και γεωγραφικής εμβέλειας πειραματισμοί, άλλοτε πάλι επικράτησαν στον ανταγωνισμό και κληροδοτήθηκαν ακόμα και στη νέα ελληνική, αποτέλεσαν δηλαδή πρώιμους «νεοελληνισμούς» της αρχαίας γλώσσας. Συχνά, μάλιστα, η υιοθέτηση και η γενικευμένη χρήση των νεωτερισμών αυτών πραγματοποιήθηκε αργότερα, σε κάποιο από τα μετέπειτα στάδια της εξέλιξης της γλώσσας.

Ως διαφωτιστικό παράδειγμα εν προκειμένω μπορούμε να αναφέρουμε το ρήμα φιλέω-ώ, που στη διάλεκτο των ομηρικών επών (πιθανώς β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ.) είχε απλώς και μόνο τη σημασία τού «αγαπώ, περιβάλλω με στοργή, αντιμετωπίζω με τρυφερότητα ή νιώθω συμπάθεια για κάποιον». Λίγους αιώνες αργότερα, την εποχή του Αισχύλου (α’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.), το συγκεκριμένο ρήμα είχε αποκτήσει επιπροσθέτως τη σημασία τού «ασπάζομαι» (αυτή δηλαδή που έχει και σήμερα, στα νέα ελληνικά). Η εν λόγω διττή σημασία του –«αγαπώ» και «ασπάζομαι»– διατηρήθηκε εξ όσων γνωρίζουμε στην επακολουθήσασα περίοδο, στους Ελληνιστικούς Χρόνους. Επομένως, η τελική σημασιακή αλλαγή, με την επικράτηση τού «ασπάζομαι» στον ανταγωνισμό του με το «αγαπώ», έλαβε χώρα μετά την περίοδο της κοινής, αν και η νεωτερίζουσα παραλλαγή είχε εμφανιστεί σαφώς νωρίτερα.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η «Οδύσσεια» του Ομήρου σε μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη (έκδοση 1932).