Δήμος Μούτσης: Φοβάμαι γιατί η νύχτα που ‘ρχεται είναι μεγάλη
Στο άκουσμα του ονόματος του μελωδίες γνώριμες κατακλύζουν το νου. «Άγιος Φεβρουάριος», «Δε λες κουβέντα», «Ερηνούλα μου», «Το όνειρο». Η θέση του Δήμου Μούτση στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα μένει, πλέον, κενή -δεν υπάρχει αντικαταστάτης.
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
«Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει τώρα τελευταία, αλλά μ’ έχει πιάσει μια πλήρης αδράνεια» γράφει στο φέισμπουκ ο Δήμος Μούτσης, το 2012, σε μια ανάρτηση που επαναφέρει στις 7 Δεκεμβρίου του 2023 και προσθέτει: «Σαν να έφτασα πρόωρα στο τέρμα μιας διαδρομής που ήλπιζα κάπως αλλιώς να τελειώσει.
»Παρακολουθώ τα γεγονότα βέβαια με θλίψη, αλλά αυτό το συναίσθημα δε μου είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Το ΄χα από χρόνια πριν και φαντάζομαι δεν είμαι ο μόνος. Το ΄χα από τότε που ’γραφα το “Γουόκ μαν” και το “Για πούλημα λοιπόν”, βλέποντας αυτή την άβυσσο της πολιτικής, πολιτιστικής και πνευματικής ξεπεσούρας. Αυτή τη λατρεία προς ό,τι το ευτελές κι αυτή την αναξιοκρατία σ’ όλο της το μεγαλείο, να ‘χουν κατακλύσει τα πάντα στη ζωή μας.
»Πρωτοσέλιδα, κανάλια, εκδηλώσεις, συζητήσεις επί συζητήσεων, γεμάτες ως επί το πλείστον από παραπληροφόρηση. Βήμα συνήθως σ’ αυτούς που δεν είχαν να πουν τίποτα, παρεκτός απ’ το να καλύπτουν με όμοιες πάντα σοβαροφανείς κουβέντες ένα συγκεκριμένο χρόνο ή με κενές λέξεις ένα συγκεκριμένο χώρο. Χρόνια τώρα το ίδιο βιολί και πάει λέγοντας».
Η σκέψη του μεγάλου αυτού συνθέτη και μουσικού συνεχίζεται σε μερικές ακόμα παραγράφους για να ολοκληρώσει με τη φράση: «ΥΓ: Φοβάμαι γιατί η νύχτα που ‘ρχεται είναι μεγάλη, κι εγώ μένω ακόμα να βασανίζομαι κολλημένος σε μια φράση από τη “Χώρα των τυφλών” του H.G.Wells: “Σας τo ’χα πει. Αναθεματισμένοι βλάκες!”».
Αυτή ήταν και η προτελευταία δημοσίευση στη σελίδα του στο φέισμπουκ του Δήμου Μούτση, με τελευταία, την επομένη, στις 8 Δεκεμβρίου του 2023, ένα δικό του τραγούδι, το «Καταζητούνται», σε στίχους του Γιώργου Χρονά και ερμηνεία του Χρήστου Λεττονού.
Έκτοτε καμία άλλη ανάρτηση από την πλευρά του δεν τάραξε τα λιμνάζοντα νερά των σόσιαλ μίντια. Μέχρι σήμερα, που έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του. Ήταν 86 ετών.
«Και όσο περνάνε τα χρόνια και γυρνάω και κοιτάζω πίσω μου, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που έκανα»
«Αυτόν τον χώρο δεν τον αγάπησα καθόλου»
«Για να πω την αλήθεια αυτή την επιτυχία δεν την κατάλαβα ποτέ» θα πει ο Δήμος Μούτσης στον Θανάση Θ. Νιάρχο, στα ΝΕΑ, το 2013. «Μπήκα σε αυτόν τον χώρο πλαγίως, από τον χώρο της Συμφωνικής Μουσικής, σπούδασα βιολί και κλασική μουσική για πάρα πολλά χρόνια. Κουράστηκα, αλλά κουράστηκα καλά. Λένε ότι έγραψα καλά τραγούδια, καλά δεν ξέρω, ίσως καλύτερα απ’ ό,τι άλλων.
»Είχαν επιτυχία, έβγαλα λεφτά, καλή ζωή έκανα, αλλά για να πω τη μαύρη μου αλήθεια αυτόν τον χώρο δεν τον αγάπησα καθόλου. Και όσο περνάνε τα χρόνια και γυρνάω και κοιτάζω πίσω μου, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που έκανα. Και ίσως είναι αυτό που με έκανε να αποτραβηχτώ όσο πιο γρήγορα γινόταν καθόλου ευχαριστημένος, καθόλου ευτυχισμένος» θα προσθέσει με μια εκκωφαντική ειλικρίνεια και το συναίσθημά του πάντα τοποθετημένο στη σωστή πλευρά, εκεί κοντά στην καρδιά.
Παιδί μιας παραδοσιακής Ελληνικής οικογένειας κάπου στον Πειραιά, που το μόνο περιουσιακό της στοιχείο ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής επιβίωσης ο Δήμος Μούτσης, στα επτά του χρόνια «απαίτησε» να μάθει μουσική, κάτι αδιανόητο για ένα παιδί της εποχής που δεν ήταν ούτε πλούσιο, ούτε καν ζούσε σε περιβάλλον που ν ‘χει σχέση με τα μουσικά πράγματα. Όμως η «προηγμένης τεχνολογίας μάνα» τον έγραψε στον «Πειραϊκό Σύνδεσμο».
Ξεκινώντας λοιπόν από κει, κάνοντας βιολί με τη γνωστή ποιήτρια και μεταφράστρια Ιουλία Ιατρίδη που ήταν και δασκάλα βιολιού και τελειώνοντας αργότερα τις μουσικές του σπουδές απ’ το Ωδείον Αθηνών μ’ ένα πρώτο βραβείο παμψηφεί, ο Δήμος Μούτσης ξεκίνησε την περιπετειώδη ανήσυχη και δημιουργική του διαδρομή στην ελληνική μουσική, προς τα τέλη της δεκαετίας του 60, εποχή ρευστή μεν πολιτικά αλλά ιδιαίτερα γόνιμη πνευματικά σε πολλούς τομείς.
Δείτε το βίντεο από τη συνέντευξή του στον Νυχτερινό Επισκέπτη
Στον Φλόκα με τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Ελύτη
Σε ηλικία 20 ετών, λίγο πριν τα 21, τελείωσε τις μουσικές του σπουδές κερδίζοντας και το πρώτο βραβείο ως σολίστ στο βιολί. Κάπου στα μέσα της πολυτάραχης αυτής δεκαετίας του ‘60 γνώρισε τον Νίκο Γκάτσο και τον Μάνο Χατζιδάκι, σε ένα ιστορικό καφέ-ζαχαροπλαστείο και στέκι καλλιτεχνών της Αθήνας, όπου σύχναζαν και οι δύο.
«Η διαδικασία της πολιτικής είναι ούτως ή άλλως μια πολύ μυστήρια υπόθεση, παρακολουθείς χρόνια, ψηφίζεις ή δεν ψηφίζεις, και ξυπνάς ένα πρωί και γίνεται ένα τακ εδώ στο μυαλό. Κι ανοίγουν όλα και τα βλέπεις πεντακάθαρα. Σε όποιον συμβεί αυτό νωρίς, είναι σωσμένος. Σε όποιον συμβεί αργότερα, έχει χάσει μερικά χρόνια. Αυτό έγινε με μένα. Δε νομίζω ότι η πολιτική σήμερα είναι χειρότερη ή καλύτερη από ό,τι ήταν πριν. Καλύτερη είναι γιατί περάσαμε και μια Χούντα…» θα πει ο Δήμος Μούτσης, χρόνια μετά, στον Άρη Σκιαδόπουλο και στην εκπομπή Νυχτερινός Επισκέπτης της ΕΡΤ, το 2001, λίγο μετά το κλείσιμο του Zonar’s, όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος. «Το Zonar’s, o Φλόκας, να ρημάξει το Κολωνάκι» θα προσθέσει ο Δήμος Μούτσης.
«Καλά στο Κολωνάκι περαστικός ήσουν με τη μηχανή σου, δεν ήσουν τόσο φανατικός» θα του απαντήσει ο Σκιαδόπουλος, «αλλά στο Zonar’s ήσουν θαμώνας, με τον Νίκο τον Γκάτσο, τον Νικόλα τον Ξυλούρη…».
«Στου Φλόκα συχνάζαμε, στο διπλανό, που τώρα είναι τράπεζα. Εκεί, μια ζωή με τον Γκάτσο» θα προσθέσει ο Μούτσης. «Και με τον Χατζιδάκι και με τον Ελύτη και με τον Τσαρούχη, τον συχωρεμένο…» θα θυμηθεί τα ονόματα της εκλεκτής παρέας. «Πλέον έχω απομονωθεί» θα προσθέσει χωρίς ίχνος πικρία. «Καταρχάς, σου μίλησα για πέντε ανθρώπους που είναι πεθαμένοι και οι πέντε».
«Στου Φλόκα συχνάζαμε, στο διπλανό, που τώρα είναι τράπεζα. Εκεί, μια ζωή με τον Γκάτσο»
«Όπως ήμουν τότε που έγραφα, έτσι είμαι και τώρα που δεν γράφω»
«Ο υγιής άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από τέχνη. Αυτή είναι μια τεκμηριωμένη μου άποψη μετά από πάρα πολλά χρόνια πορείας μέσα σε αυτό το χώρο όπου περπάτησα και εγώ. Να σου πω οτι αισθάνομαι δυστυχισμένος; Δεν αισθάνομαι. Μια χαρά νιώθω. Με τη σιωπή μου δεν θέλω να εκφράσω τίποτε το ιδιαίτερο» θα απαντήσει, το 2015, ο Δήμος Μούτσης στην ερώτηση του Σπύρου Αραβανή για το musicpaper.gr, για την πολύχρονη σιωπή του καλλιτέχνη.
«Όπως ήμουν τότε που έγραφα, έτσι είμαι και τώρα που δεν γράφω. Μπορεί και να μην έχω τίποτα να πω. Όλα παίζουνε. Δεν ξέρω πάντως αν θα γράψω ξανά αύριο. Κανείς δεν ξέρει το μέλλον του. Κάθομαι καμιά φορά και ακούω δυο δουλειές που έχω έτοιμες εδώ και δέκα χρόνια. Δε μου φαίνονται παρωχημένες. Δε θυμίζουν το τότε. Μπροστά είναι. Λαϊκά τραγούδια του σήμερα. Αν τις είχα κυκλοφορήσει όμως στον καιρό τους, πάλι κακομοίρικα θα ζούσα και θα περίμενα πότε θα τις ανακαλύψουν για να μου πούνε τι ωραίες που ήτανε» θα προσθέσει.
Πίσω στο 1967 ξανά: Ο Γκάτσος άρχισε να δίνει στίχους του στον Μούτση και έτσι έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του ήταν το «Βρέχει ο Θεός». Είχε γράψει πρώτα αυτός την μουσική και ρώτησε ευγενικά τον Γκάτσο αν ήθελε να βάλει τους στίχους. Ο Γκάτσος του έβαλε και το τραγούδι ερμηνεύτηκε από τον Σταμάτη Κόκοτα.
Η συνεργασία Γκάτσου και Μούτση συνεχίστηκε με τραγούδια όπως «Μην μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Πειραιώτισσα» με τον ίδιο ερμηνευτή, «Σ΄ έβλεπα στα μάτια» με την Βίκυ Μοσχολιού. Το 1969 με το «Αύριο πάλι» με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Με ένα παράπονο» με τον Μπιθικώτση αλλά και τον πρωτοεμφανιζόμενο Μανώλη Μητσιά (η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού ήταν από τον Μητσιά στην ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια»).
«Του λέω “Ρε Γρηγόρη, γιατί δεν μπαίνει κανείς;”. Και μου απαντά: “Πώς να μπει που είναι η μητέρα σου έξω από την πόρτα»
Η αντίρρηση του πατέρα και η κλασική, Ελληνίδα μάνα
«Αν ζούσε ο πατέρας μου και δεν τον έχανα σε πολύ μικρή ηλικία, δεν θα γινόμουν μουσικός. Θεωρούσε οτι το να ασχοληθεί κανείς με τη μουσική είναι σαν μίασμα. Έλεγε στη μητέρα μου, βιολιτζή θα το κάνουμε το παιδί;. Η δε μητέρα μου μού έλεγε: “Κοίτα ο Μπάμπης έχει μπλε μπλούζα και πάει στο ψιλικατζίδικό του, εγώ τι θα λέω για εσένα; Πού είναι το γραφείο σου”; Όταν, όμως, μετά έκανα επιτυχία, θυμάμαι το εξής περιστατικό: είχαμε συναυλία με τον Μπιθικώτση, στο Παλαί Ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης, σε ένα ασφυκτικά γεμάτο στάδιο, 6.000 κόσμος, και καθόμασταν μετά τη συναυλία στα αποδυτήρια, αλλά δεν ερχόταν κανείς να μας χαιρετήσει.
»Του λέω “Ρε Γρηγόρη, γιατί δεν μπαίνει κανείς;”. Και μου απαντά: “Πώς να μπει που είναι η μητέρα σου έξω από την πόρτα”. Τι είχε γίνει; Καθόταν η μητέρα μου μπροστά στην είσοδο της πόρτας και χαιρετούσε κάθε έναν που ήθελε να μπει μέσα να μας δει λέγοντάς τους: “Καλησπέρα σας, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Είμαι η μητέρα του, είναι ο γιος μου” και εκείνοι τη χαιρετούσαν και έπειτα έφευγαν» θα θυμηθεί ο Δήμος Μούτσης ένα αστείο συμβάν με τη μητέρα του -της κλασικής, Ελληνίδας μάνας-, στη συνέντευξή του στο musicpaper.com.
Βρέχει ο Θεός
«Μου λείπει ο Γκάτσος»
Ήταν το 1970 όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ανέθεσε στο Μούτση, τη φροντίδα της ενορχηστρώσης και της μουσικής διευθύνσης των τραγουδιών του στον δίσκο «Επιστροφή». Όλα σε στίχους Νίκου Γκάτσου και με ερμηνευτές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Γαλάνη. Στον δίσκο αυτό συμπεριλήφθηκαν τα τραγούδια του Χατζιδάκι «Μίλησε μου», «Φιλντισένιο καραβάκι», «Η πίκρα σήμερα», με ενορχηστρώσεις του Μούτση. Την ίδια εποχή ο Μούτσης συνεχίζει να γράφει επιτυχίες όπως το «Αυτά τα χέρια», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και το «Στην Ελευσίνα μια φορά», σε στίχους του Βασίλη Ανδρεόπουλου.
«Μου λείπει ο Γκάτσος. Με τον Χατζιδάκι, αν και είχαμε πολύ μεγάλη σχέση, η σχέση αυτή τσακίστηκε γιατί τα μπέρδευε τα πράγματα και ήθελε τη σχέση αυτή μισομουσική, μισοσυναισθηματική και, παρελθόντων των ετών, αυτές οι σχέσεις χαλάνε. Ο Γκάτσος μού λείπει αλλά, προς Θεού, όχι ως στιχουργός. Τα καλύτερά του τραγούδια δεν τα έγραψε με μένα.
»Τα έγραψε με τον Χατζιδάκι και τον Ξαρχάκο, ελέω Λαμπρόπουλου που τον πίεζε, γιατί ο Λαμπρόπουλος συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Ξαρχάκο. Ο Γκάτσος μού λείπει ως φίλος και ως συζητητής, ίσως εξαιτίας του να ωρίμασα ως άνθρωπος. Μου λείπουν οι φίλοι από τη νυχτερινή παρέα του Κολωνακίου. Ο Γιώργος ο Κούνδουρος με τις παραξενιές του και τα ευφυολογήματά του. Μόλις πέθανε άδειασε για μένα η πλατεία. Και τέλειωσε η ζωή της νύχτας στο Κολωνάκι. Και σήμερα βέβαια έχω φίλους. Τον Δημήτρη Νανόπουλο, μεγάλο κεφάλαιο για τη ζωή μου. Αισθάνομαι περήφανος που είναι φίλος μου και μιλάω μαζί του» θα πει ο Δήμος Μούτσης στον Θανάση Θ. Νιάρχο στα ΝΕΑ, το 2015.
«Την περίοδο της Χούντας δέχτηκα μόνο δυο ενοχλήσεις. Η πρώτη ήταν όταν είχε γράψει ο Λιάνης στα ΝΕΑ ότι εγώ θα μελοποιούσα και στίχους του Παναγούλη»
«Αυτή ήταν η σχέση μου με τη Χούντα»
«Την περίοδο της Χούντας δέχτηκα μόνο δυο ενοχλήσεις. Η πρώτη ήταν όταν είχε γράψει ο Λιάνης στα ΝΕΑ ότι εγώ θα μελοποιούσα και στίχους του Παναγούλη, τον οποίο είχε φέρει ο Λιάνης στο σπίτι μου, όταν βγήκε από την πολυκλινικη, και έμενε με τη Φαλάτσι. Όντως μου είχε δώσει ο Παναγούλης το βιβλίο του με σημειωμένα τα ποιήματά του που θα ήθελε να μελοποιήσω, δεν το έκανα όμως, όχι για πολιτικούς λόγους, δεν φοβόμουν, αλλά για αισθητικούς, καθώς δεν μου άρεσαν επειδή ήταν πολύ συναισθηματικά. Με φωνάζει, λοιπόν, ο διοικητής της Ασφάλειας, που ήταν γαμπρός του Παπαδόπουλου και μου λέει για το κείμενο του Λιάνη: “Να μελοποιήσετε Ρίτσο, εντάξει, αλλά όχι αυτού του εγκληματία!”.
»Του απάντησα ότι δεν πρόκειται να το κάνω όχι για τίποτε άλλο αλλά γιατί δεν μου αρέσουν. Και πράγματι δεν υπήρχαν τα ποιήματα του Παναγούλη στο πρόγραμμα που παρουσιάζαμε τότε με τεράστια επιτυχία στο Ζυγό, με τη Μοσχολιού. Η δεύτερη ενόχληση ήταν με τον αρχιβασανιστή Μάλλιο, -τον οποίο δολοφόνησε η 17 Νοέμβρη- ο οποίος με είχε κρατήσει εννιά ώρες όρθιο στο γραφείο του λέγοντάς μου “τώρα να σου κόψω τον κώλο ή όχι; Θα το σκεφτώ”. Έφυγα από το γραφείο του τέσσερα κιλά πιο αδύνατος, αλλά δεν μου αγγίξανε ούτε τρίχα. Αυτή ήταν η σχέση μου με τη Χούντα» θα θυμηθεί ο Δήμος Μούτσης, στο musicpaper.gr.
«Η δεύτερη ενόχληση ήταν με τον αρχιβασανιστή Μάλλιο, -τον οποίο δολοφόνησε η 17 Νοέμβρη- ο οποίος με είχε κρατήσει εννιά ώρες όρθιο στο γραφείο του λέγοντάς μου “τώρα να σου κόψω τον κώλο ή όχι; Θα το σκεφτώ”»
Ήταν τότε, τα χρόνια εκείνα που ύστερα από μία σειρά μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, που έγραψε ο Μούτσης, ερμηνευμένων από παλαιούς και νέους τραγουδιστές, όπως ο Μητσιάς και η Γαλάνη και τα άλμπουμ «Κάποιο Καλοκαίρι» και «Ένα Χαμόγελο», φτάνει στο κομβικό «Άγιος Φεβρουάριος», που ηχογραφήθηκε στα τέλη του 1971 και κυκλοφόρησε αρχές του 1972.
Στους στίχους ο Μάνος Ελευθερίου και ερμηνευτές οι Δημήτρης Μητροπάνος και Πετρή Σαλπέα. Ο «Άγιος Φεβρουάριος» είναι ένα πολύ σημαντικό έργο που σφραγίζει την πρώτη ουσιαστικά καλλιτεχνική περίοδο του Δήμου Μούτη, ανοίγοντας μάλιστα με αυτό το έργο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, καινούργιους δρόμους στην Ελληνική δισκογραφία. «Για τον κινηματογράφο έγραψα τραγούδια, δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Από τις μουσικές πάντως που έγραψα για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη, προέκυψαν τα τραγούδια στον «Άγιο Φεβρουάριο» θα σχολιάσει κάποια στιγμή ο συνθέτης.
«Μου κόβανε τα τραγούδια στη Χούντα και τα έβαλα μετά όλα στις Μαρτυρίες»
Το ταλέντο, το μπουκάλι με το κονιάκ και η μεταπολίτευση
«Το ταλέντο ή το έχεις ή δεν έχεις. Είναι μια βαρκούλα δεμένη στον μώλο. Από σένα εξαρτάται αν θα την λύσεις αυτή τη βαρκούλα. Αν την λύσεις, θα σε ταξιδέψει» έλεγε πριν κάποια χρόνια ο Δήμος Μούτσης στην εκπομπή Μονόγραμμα της ΕΤ1.
Το 1974 στη μεταπολίτευση, κυκλοφορούν οι «Μαρτυρίες», που περιλάμβανε τα τραγούδια του Μούτση που είχε κόψει η λογοκρισία της Χούντας σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και του ίδιου του συνθέτη και τραγουδιστές το Μανώλη Μητσιά, τη Βασιλική Λαβίνα, σε μια από τις πρώτες δισκογραφικές της συμμετοχές και το Χρήστο Λεττονό.
«Μου κόβανε τα τραγούδια στη Χούντα και τα έβαλα μετά όλα στις Μαρτυρίες» θα πει ο ίδιος αργότερα ενώ παραδέχεται ότι:«Στα τέλη του 1970 ήμουν έτοιμος να σταματήσω γιατί δεν έβρισκα ενδιαφέρον να γράψω πάλι μια “Ελευσίνα”, δεν μου έλεγε τίποτα. Ξαφνικά αγάπησα πάλι το τραγούδι από μιαν άλλη πλευρά. Ο παραγωγός Γιώργος Μακράκης μου είπε ότι θέλει να με γνωρίσει ο Κώστας Τριπολίτης. Ήρθε σπίτι μου με ένα μπουκάλι κονιάκ και ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τα τραγούδια. Είχε φράσεις σκόρπιες και τις βάλαμε κάτω με την κιθάρα και μέσα σε μια βδομάδα είχαμε φτιάξει τα τραγούδια».
Το 1975 κυκλοφορεί την «Τετραλογία», ένας πρωτοποριακός κύκλος μελοποιημένης ποίησης βασισμένος σε ποιήματα των Κ.Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου, με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά, τον Χρήστο Λεττονό και με την πρωτοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια Άλκηστη Πρωτοψάλτη.
«Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες;», τον ρώτησε η Μπέλλου και του ανακοίνωσε ότι ζήτησε «να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα κάνω ασφαλιστικά μέτρα»
Δε λες κουβέντα, κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα
Το 1981 κυκλοφόρησε το «Φράγμα» σε στίχους Κώστα Τριπολίτη. Με τραγούδια όπως: «Δε λες κουβέντα», «Delenda est (Ερηνούλα μου)», «Γράμμα από τη λεγεώνα των ξένων», «Νταλίκα» κλπ. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου τραγουδήθηκαν από την μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου με τον Δήμο Μούτση να τραγουδάει μόνο το ρεφρέν από το πασίγνωστο «Δε λες κουβέντα».
Επεισοδιακή ήταν, ωστόσο, η συνεργασία του με τη Σωτηρία Μπέλλου, για το κλασικό πλέον αυτό άσμα.
Ο Δήμος Μούτσης είχε ήδη ακολουθήσει ένα δρόμο, με βάση τον ηλεκτρικό ήχο που είχε αρχίσει να γίνεται παγκοσμίως δημοφιλής, αλλά και με αναφορές στην κάντρι» μουσική (στοιχείο εξαιρετικά διακριτό στο «Δρομολόγιο» του 1979 σε στίχους Νίκου Γκάτσου με τον Μανώλη Μητσιά), όπως αναφέρει η mixanitouxronou.gr.
Από την άλλη, η Σωτηρία Μπέλλου έχοντας προ πολλού κατακτήσει με την αξία της τον τίτλο της «αρχόντισσας του ρεμπέτικου», από τη μεταπολίτευση και μετά έκανε κάποια «ανοίγματα» και σε πιο έντεχνους συνθέτες.
Ο Μούτσης, τότε, ζήτησε τη συμμετοχή της στον πρώτο, προσωπικό δίσκο που ετοίμαζε πάνω σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη, το περίφημο «Φράγμα».
Η Μπέλλου θα έλεγε τρία τραγούδια στο άλμπουμ, ένα εκ των οποίων ήταν το «Δε λες κουβέντα». Ο συνθέτης φρόντισε να γράψει μουσικές που θα ήταν πιο κοντά στο στυλ της κι έτσι το συγκεκριμένο το έφτιαξε σε ζεϊμπέκικο ρυθμό.
Δε λες κουβέντα
«Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες;»
Ο Μούτσης πρόβαρε με τη Σωτηρία μόνο τα τρία κουπλέ του τραγουδιού, αποκρύπτοντάς της ότι ενδιάμεσα υπήρχε και ρεφρέν το οποίο ερμήνευε ο ίδιος. Η ηχογράφηση ολοκληρώθηκε χωρίς η Μπέλλου να έχει ιδέα για το ρεφρέν. Λίγες μέρες αργότερα, εκείνη, εξακολουθώντας να μη γνωρίζει για το ρεφρέν, πήγε στο σπίτι του Δήμου Μούτση, σε έξαλλη κατάσταση καθώς θεωρούσε απαισιόδοξο το τραγούδι.
«Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες;», φέρεται να τον ρώτησε και του ανακοίνωσε ότι ζήτησε «να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα κάνω ασφαλιστικά μέτρα».
Ο Μούτσης προσπάθησε να την ηρεμήσει και να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά η Μπέλλου εκείνη τη στιγμή ήταν οργισμένη.
Λίγες μέρες αργότερα ο Μούτσης τής έστειλε ηχογραφημένο το τραγούδι. Η Μπέλλου το άκουσε και έσπευσε να τον επισκεφθεί κρατώντας λουλούδια. Τον ευχαρίστησε λέγοντάς του «τελικά είμαι τυχερή».
«Το ότι μπορεί να έγραψα πέντε τραγούδια καλύτερα ίσως από κάποιον άλλον, δεν είναι τίποτα για μένα και τον χαρακτήρα μου»
«Αναλογίζομαι το τι έκανα και δεν είναι ευχαριστημένος»
Ο Δήμος Μούτσης τραγούδησε μαζί με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την Άλκηστη Πρωτοψάλτη το «Κουβεντούλες με τον Φρόιντ», ενώ το 1983 με το «Ενέχυρο» εγκαινιάζει την μοναχική πορεία του -αυτός και η κιθάρα του.
Το 1987 ακολουθεί το «Να!» που περιέχει και τα πολύ γνωστά του τραγούδια «Το όνειρο» και το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει». Το 1990 «Ταξιδιώτης του παντός» με τη Νανά Μούσχουρη, ο οποίος ήταν και ο τελευταίος δίσκος που έγραψε για άλλο τραγουδιστή πλην του ιδίου.
Το 1999 ο Δήμος Μούτσης συνεργάστηκε ξανά με τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Δήμητρα Γαλάνη σε μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο. Έκτοτε «σιώπησε» καλλιτεχνικά.
«Πρέπει να μάθουν να μη συγχέουν τη διασκέδαση και τον έρωτά τους με την εκτόνωσή τους και τη σκέψη τους με την πληροφορία. Θα πρέπει, επίσης, να μη συγχέουν την πολιτική τους τοποθέτηση με την πνευματική τους ανησυχία» θα πει σαν συμβουλή για τους νέους ο Δήμος Μούτσης, ο οποίος στις ευρωεκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΜέΡΑ25.
«Θα σου πω την αλήθεια, τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια και αναλογίζομαι το τι έκανα, δεν είμαι και πολύ ευχαριστημένος. Το ότι μπορεί να έγραψα πέντε τραγούδια καλύτερα ίσως από κάποιον άλλον, δεν είναι τίποτα για μένα και τον χαρακτήρα μου. Μπορεί δίπλα μου να πέρασε κάτι και δεν το άγγιξα για αυτό και μέμφομαι τον εαυτό μου. Μπορεί να φταίει η ατυχία, μπορεί αναβλητικότητά μου, δεν ξέρω. Πάντως, εκεί πού άλλοι στέκονται σε μένα και λένε μπράβο μέσα μου πάντα λέω “δεν είναι αυτό, κάτι άλλο έπρεπε”. Τώρα, πλέον, που πέρασαν τα χρόνια είτε το λέω είτε όχι, είναι το ίδιο» θα πει ο συνθέτης σε έναν απολογισμό ζωής που ταιριάζει με το προτελευταίο του ποστ στο φέισμπουκ.
Αντί επιλόγου η πρώτη στροφή από το τραγούδι «Οι Γκόμενες» από τον άλμπουμ «Ενέχυρο», του 1985, το οποίο σήμερα δεν θα «πέρναγε», θα το τραμπούκιζε η πολιτική ορθότητα:
Εμείς η μεσαία τάξη
είμεθα η μόνη τάξη
με έντιμη συνείδηση εθνική.
Παρασυρόμενοι όμως από τις άλλες τάξεις
στα νοήματα και στις πράξεις
δίνουμε χροιά πολιτική.
Ε, για όλα φταίνε οι γκόμενες,
οι πρώην και οι επόμενες,
ανώνυμες και επώνυμες και γενικώς!
Για όλα φταίνε οι γκόμενες
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις