Γ. Π. Σαββίδης: Χρέος τιμής και συνείδησης
Χρέος που πρέπει να εξοφληθεί στο ακέραιο για να καθαριστούμε ψυχικά από το πλέγμα της συλλογικής ευθύνης και ενοχής μας
- Νέο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας: Χτύπησε τη γυναίκα του και την έσερνε με το αυτοκίνητο
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Έβαλαν κουτάβια σε τσουβάλια, τα έδεσαν και τα πέταξαν στον Αλφειό
- Όταν ο μισθός δεν φτάνει – Ακρίβεια και φόροι ροκανίζουν το εισόδημα
Η αντάρα της Κύπρου εξακολουθεί να σκεπάζει σχεδόν ολόκληρο τον νοητικό και συναισθηματικό μας ορίζοντα. Τις προάλλες ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος φίλος μού ψιθύρισε: «Ξέρεις, κάθε φορά που την συλλογίζομαι ή που ακούω το όνομά της, νιώθω σαν ένα καρφί να μου σουβλίζει την καρδιά». Δεν μιλούσε για την νεκρή μάνα του, αλλά για την μεγαλόνησο που πρωτογνωρίσαμε μαζί φέτος το Πάσχα.
Πιστεύω πως κάτι παρόμοιο θα νιώθει κάθε Ελλαδίτης που αξιώθηκε να πάει στην Κύπρο, ιδίως στα χρόνια όπου ήταν η μόνη ελεύθερη περιοχή του Ελληνισμού. Μια «Άνω Ελλάδα», υπαρκτή όμως και χεροπιαστή, αναπάντεχα γνώριμη μα και απαρομοίαστη με οποιαδήποτε άλλη ελληνική πατρίδα. Κάτι από τούτη την αίσθηση, θαρρώ, συνέλαβε στα 1914 ο Καβάφης στο ανέκδοτο ποίημά του που τιτλοφορείται «Επάνοδος από την Ελλάδα»:
Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’ Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Αιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Ρώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Αξίζει να γελιούμαστε; —
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.
Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον ελληνισμό.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όσοια από εμάς, τους νέους ή τους παλιούς Ελλαδίτες, δεν είχαν αυτού του είδους την εμπειρία, επόμενο είναι να αντικρίζουν τον σημερινό σπαραγμό της Κύπρου, αν όχι πιο ψύχραιμα, πάντως όμως αφηρημένα: σαν σύμβολο είτε σαν σύνθημα, πιο οικείο από το Βιετνάμ ή την Μπιάφρα ή το Μπανγκλαντές. Μπορεί και σαν το έσχατο ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας, κοστολογημένο με την ισοπεδωτική γλώσσα των αριθμών, που χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος Κληρίδης για να γίνει νοητός στους αφεντάδες των ηλεκτρονικών εγκεφάλων: 200.000 πρόσφυγες, 2.000.000 λίρες ζημιά την ημέρα.
Ωστόσο, πέρα από την διπλωματική και υλική συμπαράσταση, μένει ανοιχτό το χρέος μας απέναντι στους Κυπρίους. Χρέος όχι απλώς φιλανθρωπίας είτε φυλετικής αλληλεγγύης, χρέος επιτακτικό όσο και αμήχανο, χρέος τιμής και συνείδησης, που μονάχα με αδιάκοπη και ελεγχόμενη συναισθηματική κατάθεση θα μπορέσουμε κάποτε να το εξοφλήσουμε. Και που πρέπει να εξοφληθεί στο ακέραιο για να καθαριστούμε ψυχικά από το πλέγμα της συλλογικής ευθύνης και ενοχής μας.
Αλλιώς δεν γίνεται. Η εθνική μας συνείδηση δεν θα καθαριστεί ποτέ αν περιοριστούμε στα του ελλαδικού οίκου μας, αν αρκεστούμε σε ελεημοσύνες και παραστάσεις και διαδηλώσεις για την Κύπρο, ρίχνοντας όλο το όνειδος στην δολιότητα των Αμερικάνων, στην αρπακτικότητα των Τούρκων ή και στην τύφλωση κάποιων στρατοκρατόρων μας. Καθένας μας ας ρωτηθεί, μόνος μπροστά στον καθρέφτη: «Τι έκανα ως τώρα για να γνωρίσω και να σεβαστώ την Κύπρο; Και τι είμαι διατεθειμένος αλήθεια να κάνω για τους Κύπριους από εδώ και εμπρός;»
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 24.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξέρω πως τέτοια ερωτήματα δεν τα θέτει κανείς εύκολα στον εαυτό του. Και ακόμα πιο δύσκολο είναι να τους δώσει μιαν απάντηση με το χέρι στην καρδιά:
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι·
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
έγραφε ο Σεφέρης, εδώ και τριάντα χρόνια, στον τελευταίο σταθμό της επιστροφής του στην σπαραγμένη Ελλάδα. Και η απόκριση τού δόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, στην «Σαλαμίνα της Κύπρος»:
Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι…
Στα 1954 οι στίχοι αυτοί αφορούσαν τους Εγγλέζους στην Κύπρο. Έκτοτε, και εμφανέστερα στο τελευταίο δίμηνο, ισχύουν εξίσου για τους Τούρκους και (γιατί να κρυβόμαστε πίσω από τα δύο υψωμένα δάχτυλά μας;) για κάμποσους Έλληνες.
Αν μέσα σε εφτά χρόνια «με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο» πράγματι μάθαμε κάτι χρήσιμο για την υπόλοιπη ζωή μας, είναι προπάντων ότι δεν μένουν άλλα περιθώρια για ξόρκια, αγαθά και ρητορείες. Ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μην μπερδεύεται το εθνικό φιλότιμο με την εθνικιστική υπεροψία ή με τον τοπικιστικό εγωισμό — άσε πια με το ταξικό ή το ιδιωτικό συμφέρον.
Αυτές τις μέρες, επαγγελματικοί λόγοι με κάναν να διαβάσω ξανά και ξανά το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Ο καημός της Κύπρου, φαντάζομαι, με οδήγησε να σταθώ σε δυο περικοπές ιδιαίτερα οδυνηρές στην αντιπαράθεσή τους.
Η πρώτη μάς πάει στα 1922 και μεταφέρει αυθεντική μαρτυρία:
Άκουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο: Βγήκαν κυνηγημένοι σ’ ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί· έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος, από ένα σπίτι τής αποκρίθηκαν: «Ένα φράγκο το ποτήρι». Και ο πατέρας συνεχίζει: «Τι να κάνω; Έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω».
Η δεύτερη μάς πάει εκατό χρόνια πιο πίσω και προέρχεται από τα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη:
«Εμείς ήμαστε μέσα στο βάλτο, στο νερό τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε· και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε· και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες — μας φάγαν· και τα παιδιά πεταμένα μέσα, γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια (σ.σ. βατραχάκια) πλέαν· κι άλλα ζωντανά, κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι, και με κοιμήθηκαν τριανταοχτώ· και μ’ αφάνισαν, κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήσαμεν αυτά; Γι’ αυτείνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομεν από κανέναν· όλο δόλο και απάτη». Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ…
Ομολογώ πως δεν βλέπω ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δυο περιστατικά. Και για την ώρα προτιμώ να σταματήσω σε τούτα. Ας τα συλλογιστεί ο καθένας μας για λογαριασμό του, ζυγίζοντας το χρέος του απέναντι στην διψασμένη και βιασμένη Κύπρο.
*Επιφυλλίδα του Γ. Π. Σαββίδη, που έφερε τον τίτλο «Με ένα καρφί στην καρδιά» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 24 Αυγούστου 1974, λίγες μόλις ημέρες μετά την κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας με τη διεξαγωγή της επιχείρησης «Αττίλας ΙΙ» (14-16 Αυγούστου 1974), η οποία —πέραν των σφαγών, των λεηλασιών και των βιαιοτήτων από πλευράς των εισβολέων— επέφερε την απώλεια του 36% περίπου των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον εκτοπισμό 200.000 Ελληνοκυπρίων.
Ο Γιώργος Πάνου Σαββίδης, ευρέως γνωστός ως Γ. Π. Σαββίδης, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 1929.
Ο διαπρεπής μελετητής και καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και τις συνέχισε στο King’s College του Κέιμπριτζ και στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλολογίας το 1966 με τη διατριβή «Οι καβαφικές εκδόσεις 1891-1932».
Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1966, παραιτήθηκε δε για λόγους ακαδημαϊκής και ηθικής τάξεως το 1971.
Επανήλθε το 1974 ως τακτικός καθηγητής για άλλα εννέα χρόνια (εθελουσία έξοδος).
Διετέλεσε, επίσης, μόνιμος επισκέπτης καθηγητής της Έδρας Νεοελληνικών Σπουδών Γιώργου Σεφέρη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ από το 1977 έως το 1984 (οικειοθελής παραίτηση).
Τα επιστημονικά δημοσιεύματα του Σαββίδη ξεκίνησαν το 1951.
Ο Σαββίδης συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (κυρίως, «Tο Bήμα» και «Tα Nέα»), ενώ επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο εκδόσεις ποιημάτων του Σεφέρη, του Kαβάφη, του Kαρυωτάκη, του Σικελιανού, του Bαλαωρίτη, του Δαπόντε και άλλων.
Ο Γ. Π. Σαββίδης απεβίωσε στο Λόγγο Αχαΐας στις 11 Ιουνίου 1995.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις