Υπόθεση 12χρονης στα Σεπόλια: «…είναι μια κοροϊδία, σκιά του δικαστή…»;
Υπάρχει στ’ αλήθεια πρόθεση από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας να προστατευτούν αποτελεσματικά τα παιδιά από κάθε είδους επιβουλή στη βάση των σύγχρονων αντιλήψεων για τα δικαιώματα του παιδιού;
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Ίσως δεν υπάρχει περισσότερο χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας αντίθετης με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ενέργειας λειτουργού της δικαιοσύνης από την πρόταση της εισαγγελέα κ. Νικολού να αθωωθεί ο κατηγορούμενος Μίχος για τα περισσότερα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνταν στην υπόθεση της 12χρονης του Κολωνού.
Δεν γνωρίζουμε, φυσικά, λεπτομέρειες της δικογραφίας ούτε οι δίκες πραγματοποιούνται στα ΜΜΕ. Εν αναμονή, ωστόσο, της απόφασης του δικαστηρίου, δεν μπορεί κανείς παρά να σχολιάσει τις επιπτώσεις της εισαγγελικής αυτής πρότασης, επιπτώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ την έκβαση αυτής και μόνο της δίκης.
Γιατί τα πιο ανησυχητικό σε μια προσεκτικότερη ανάγνωση της εισαγγελικής πρότασης είναι ο κίνδυνος οπισθοδρόμησης της ελληνικής δικαιοσύνης σε οπτικές και πρακτικές της δεκαετίας του 1950: ούτε λίγο ούτε πολύ, για να έχει οποιοδήποτε νόημα μια τέτοια εισαγγελική πρόταση, θα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι η ανήλικη 12χρονη (ή οι γονείς της) βασικά «φταίει» για το γεγονός ότι εκδίδονταν και πως ο ενήλικος Μίχος απλώς τη «διευκόλυνε» σε κάτι που προφανώς θα πρέπει να θεωρηθεί «επιλογή της» (αφού ποινικά εκπόρνευσή της προτείνεται να βαρύνει βασικά την ίδια και όχι τον «διευκολυντή» της – έτσι μάλλον από εδώ και μπρος θα αποκαλούνται οι μαστροποί στην καθομιλούμενη…). Τέλος ο ίδιος ο μεσήλικας κατηγορούμενος προτείνεται να θεωρηθεί ότι λειτούργησε ως «ερωτευμένος» και όχι ως παιδόφιλος συνάπτοντας ότι σχέση είχε με την 12χρονη.
Μόνο που στο ενδιάμεσο από τη δεκαετία του 1950 ως τώρα νομίζαμε, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ότι οι κυρίαρχες κοινωνικά αντιλήψεις άλλαξαν και πως αυτό αντανακλάστηκε και στο νομικό μας σύστημα, καθώς κιόλας μια σειρά διεθνείς συμβάσεις υιοθετήθηκαν και εισήχθησαν στο εθνικό μας δίκαιο εγκαινιάζοντας μια διαφορετική αντίληψη. Σύμφωνα με αυτήν τη σύγχρονη αντίληψη που ενστερνίζονται όσοι διακρατικοί οργανισμοί έχουν λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα του παιδιού, θεωρείται πως δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση «πληροφορημένη, έγκυρη συναίνεση» σε σεξουαλικές πρακτικές ανάμεσα σε δυο τόσο ανισομερείς πλευρές όπως είναι π.χ. μια 12χρονη και ένας άνδρας μέσης ηλικίας. Ως εκ τούτου κάθε –ακόμα και συναινετική– σεξουαλική συνεύρεση μεταξύ τους θα πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου αποτέλεσμα την επιβολής του μέρους εκείνου που σαφώς υπερέχει σε επίπεδο ψυχοσεξουαλικής ωρίμανσης (ήτοι του μεσήλικου άνδρα) στο μέρος το οποίο σαφώς υστερεί (ήτοι της 12χρονης). Και επομένως θεωρείται εκ προοιμίου βία, παραβιαστική περίσταση, βιασμός κατά την κοινή χρήση της λέξης, οποιαδήποτε ακόμα και τυπικώς συναινετική σεξουαλική πρακτική ανάμεσα σε δυο τόσο ανισομερή ως προς το επίπεδο ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης μέρη.
Αυτή η αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την τυχόν εμπλοκή ανηλίκων με ενήλικους σε σεξουαλικές πρακτικές νομίζαμε ότι είχε συντελεστεί και είχε πλέον κατοχυρωθεί και στο νόμο. Και ως εκ τούτου δεν κινδυνεύαμε να ξανασυζητάμε ποιο ανήλικο «παρέσυρε» κάποιον ευυπόληπτο κύριο. Αλλά αντιθέτως νομίζαμε πως είχαμε κατοχυρώσει ότι ο νόμος θα διώξει και θα τιμωρήσει οποιονδήποτε, οσοδήποτε ευυπόληπτο, εκμεταλλευόταν την υπεροχή του έναντι ανηλίκων, παγιδεύοντας, εξαπατώντας, χειραγωγώντας και εντέλει παρασύροντας σε σεξουαλικές πρακτικές που εκ προοιμίου θεωρούσαμε παραβιαστικές για τα δικαιώματα των ανηλίκων. Προτάσεις όπως αυτή της εισαγγελέα στη συγκεκριμένη δίκη μάς υπενθυμίζουν ότι όσα νομίζαμε δεδομένα δυστυχώς μάλλον δεν είναι καθόλου και ότι κάθε στιγμή κινδυνεύουμε σε μια διολίσθηση σε αντιλήψεις και πρακτικές τις οποίες πιστεύαμε πως είχαμε αφήσει οριστικά στο παρελθόν.
Φυσικά η δικαιοσύνη έχει τις δικές της διαδικασίες και τη θεσμικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της και από την εκτελεστική εξουσία. Όταν όμως οι ενέργειες των λειτουργών της –πόσο μάλλον αν τυχόν γίνουν και αποφάσεις της δικαιοσύνης– έρχονται σε τόσο κατάφωρη αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, με τη σύγχρονη αντίληψη για τα δικαιώματα του παιδιού αλλά και με τις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας να τιμά την υπογραφή της σε σχετικές με αυτά διεθνείς συμβάσεις που έχει συνυπογράψει, τότε εξελίξεις όπως αυτές αφορούν άμεσα και το πολιτικό μας σύστημα και τους κοινωνικούς θεσμούς.
Πριν από ένα χρόνο περίπου η κυβέρνηση, μετά την ολοκλήρωση μιας μακράς διαδικασίας συζητήσεων συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας διαβούλευσης, έδωσε στη δημοσιότητα το πενταετούς διάρκειας Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης των Παιδιών στη χώρα. Μερικές δε από τις πρόνοιες του εν λόγω σχεδίου τις είχε ανακοινώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήδη από τον Νοέμβριο του 2022 σε ειδική κοινοβουλευτική διαδικασία επί τούτου. Σήμερα, ένα χρόνο μετά παρατηρείται μια δυσκολία στο να προχωρήσουν οι εξαγγελίες εκείνες καθώς πλείστοι όσοι κυβερνητικοί παράγοντες και κρατικοί λειτουργοί μοιάζουν να μην έχουν αντιληφθεί την κρισιμότητά τους (ίσως επανέλθουμε αναλυτικότερα επί τούτου…).
Περιπτώσεις όμως σαν κι αυτή την ενέργεια στο χώρο της δικαιοσύνης, κινούμενες στη διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, θέτουν αντικειμενικά ένα πιεστικό ερώτημα που ζητά επιτακτικά απαντήσεις: υπάρχει στ’ αλήθεια πρόθεση από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας να προστατευτούν αποτελεσματικά τα παιδιά από κάθε είδους επιβουλή στη βάση των σύγχρονων αντιλήψεων για τα δικαιώματα του παιδιού; Ή πέρα από τα ωραία και μεγάλα λόγια θα επιτρέψουμε να παλινδρομήσει η ελληνική κοινωνία και οι θεσμοί της σε λογικές και πρακτικές παλαιότερων δεκαετιών, όπου θα θεωρούμε τα ίδια τα παιδιά υπεύθυνα για τα παθήματά τους, θα τα τιμωρούμε, θα τα φυλακίζουμε, θα τα δίνουμε βορά σε κάθε είδους θεσμική βία, βγάζοντας έτσι «λάδι» ή «ρίχνοντας στα μαλακά» τους δράστες της παραβίασης των δικαιωμάτων τους;
Και, ανάλογα τι απαντούν στην πράξη σε αυτό το ερώτημα, όλοι κρίνονται…
Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Εκπρόσωπος της Ελλάδας και τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Λανζαρότε (για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση) του Συμβουλίου της Ευρώπης
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις