Σταύρος Ξαρχάκος: Ήθος καιρού και ύψος τρόπου
Η καθ' ημάς Ανατολή
«Αισθηματοποιήθηκε για μένα το περιβάλλον ενός παλιού διώροφου σπιτιού στην οδό Θεμιστοκλέους 43, όπου γεννήθηκα κι έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί μετρούσα τις νύχτες που περνούσαν, τις θάλασσες, τα κύματα, τα φθινόπωρα, τα χελιδόνια που φεύγαν». Ο Σταύρος Ξαρχάκος θυμάται και στοχάζεται. Τα παιδικά του χρόνια, τους φίλους του, τις πρώτες μελωδικές του εμπνεύσεις, τις μουσικές εξάρσεις στην εφηβεία του. Σήμερα ζει στον πυρετό μιας ατέλειωτης δημιουργίας. Λίγο πιο πάνω από την Θεμιστοκλέους 43, στο αρχοντικό της Καλλιδρομίου 58, ο Σταύρος Ξαρχάκος πλάι στο πιάνο του, καθισμένος μπροστά σ’ ένα τραπέζι-γραφείο γεμάτο παρτιτούρες και χαρτιά, γράφει, αναπολεί, σχεδιάζει για το μέλλον. Ακούραστος, δημιουργικός, σιωπηλός, σεμνός και πάντα οραματιστής, σ’ όλες τις φάσεις της ζωής του. Πολύ περισσότερο σήμερα. Στην εποχή της ισχνής μουσικής και —σε προέκταση— πολιτιστικής πραγματικότητας.
[…]
«ΤΑ ΝΕΑ», 13.2.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αγναντεύοντας το λιγοστό πράσινο στον λόφο του Στρέφη, ο Σταύρος Ξαρχάκος, κοντά 30 χρόνια, δένει πάντα στη σκέψη του το παρελθόν με το παρόν, νοιάζεται για το μέλλον. Το μέλλον της μουσικής, της ποίησης, του πολιτισμού, της Ελλάδας, του κόσμου. «Κόσμε αγάπη μου!» Πού είναι εκείνες οι ατέλειωτες ώρες πνευματικής δημιουργίας με τον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο —της «Φτωχολογιάς», της «Άπονης ζωής», του «Δεληβοριά» και των δεκάδων αριστουργημάτων τέχνης που έκαναν μαζί— αλλά και άλλα κι άλλα πολλά του Ξαρχάκου, με Γκάτσο, Καμπανέλλη και τόσους ποιητές και στιχουργούς. Ένα έργο ζωής και ψυχής για τον Ξαρχάκο —κι εμάς, τον κόσμο— που δεν έχει αρχή και τέλος. «Κόκκινα φανάρια», «Η Ελλάδα της Μελίνας», «Μοναστηράκι και Τετράγωνο», «Θεμιστοκλέους 43», «Χρώματα», «6+6»… Μα αφήσαμε έξω τα ρεμπέτικα! Αυτά είναι μια άλλη ιστορία. Για τον Ξαρχάκο τα ρεμπέτικα είναι μια αλληλουχία κρυφών ή και φανερών νοημάτων ανάμεσα στον ίδιο και τους λαϊκούς φιλοσόφους (τους παλιούς ρεμπέτες).
«ΤΑ ΝΕΑ», 13.2.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξαρχάκος, παντού και πάντα στη ζωή μας, στην ψυχή μας. 33 χρόνια κοντά μας, γύρω μας. Και μια από τις κορυφαίες στιγμές του και στιγμές μας, Ξαρχάκος μελωδός και ποιητής:
ΝΟΕΜΒΡΗΣ ’73
Φθινόπωρο τόσο γκρίζο
και μόνη διαφυγή
ο κόκκινος έρωτας
Ο Κρόνος γεννάει και τρώει
τα παιδιά του
Καιρός της ανησυχίας
Ζωή, έρωτας, θάνατος.
Πάνος Γεραμάνης: «Αμάν-Αμήν» (σ.σ. τίτλος μουσικής παράστασης και άλμπουμ, 1994-1995): Ίσως η Ελλάδα σε δύο λέξεις. Ανατολή ή Δύση;
Σταύρος Ξαρχάκος: Η Ελλάδα είναι μία μόνο λέξη, κι αν το καταλάβουν οι Νεοέλληνες τότε θα σωθεί. Αν όμως δεν το καταλάβουν, θα χαθεί και το αμάν —που είναι η έκπληξη, ο θαυμασμός, ο τρόμος— και το αμήν — που είναι η επίκληση, η ανάκληση, το δέος.
Και όσον αφορά στην Ανατολή, εμείς δεν είμαστε Ανατολίτες ως τα βάθη της. Είμαστε μόνο ως τον αφρό της, που πλέκει αυτή την υπέροχη, τη μοναδική δαντέλα, την «καθ’ ημάς Ανατολή», όπου γεννήθηκε το ερωτικό, το στοχαστικό, το δημιουργικό όραμα του κόσμου. Αυτό που το αποβαρβάρωσε η βαθιά Ανατολή του άγριου ενστίκτου και το καταλήστεψε η κλεπτομανία της λογικοκρατικής Δύσης, που τα έκαμε όλα στυγνή συναλλαγή, ανταλλαγή, διαλογή, φρίκη. Φρίκη αίματος και φρίκη Νταχάου, φρίκη διαστροφής και καταστροφής του ύψιστου έρωτα και της δημιουργίας.
Η Ελλάδα, λοιπόν, είναι μία και μοναδική λέξη, γεμάτη έρωτα, με όση τραγικότητα κι αν ταξιδεύετε.
Π.Γ.: Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα πολλά… Άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά κι άλλοι της πρώτης άνοιξης λουλούδι. Ποιο είναι το δίχτυ που προκαλεί ή απειλεί τη μουσική και την Ελλάδα γενικότερα σήμερα;
Σ. Ξ.: Και το δίχτυ είναι ένα, με πολλές όψεις, απόψεις και κατόψεις. Μέσα σ’ αυτές φύονται λουλούδια ανοιξιάτικα, πολύδροσα, πολύφωνα, πολύδοξα, ώσπου να σβήσει η δόξα και η σαγήνη τους. […] Το δίχτυ πάνω στην Ελλάδα είναι απειλητικό κι όλο ζυγιάζεται να την καταβροχθίσει. Οι ώρες δεν είναι και τόσο ρόδινες. Η Δύση, από χρόνια, έχει κατασπαράξει τη δαντέλα της ελληνικής Ανατολής και τώρα απειλεί να κάψει και τη φορεσιά της. Λοιπόν: όσοι Έλληνες προσέλθετε, το δίχτυ μάς σφίγγει.
Π.Γ.: Το «Ρεμπέτικο» ήταν —αν όχι το μοναδικό— ένα από τα ελάχιστα έργα «σύγχρονου ρεμπέτικου». Τι σημαίνει και τι δηλώνει για σας ο όρος «ρεμπέτης» στην εποχή μας;
Σ. Ξ.: Ο όρος «ρεμπέτης» στην εποχή μας δηλώνει ευαισθησία, σε μια τόσο αναίσθητη εποχή, σημαίνει απομάκρυνση από τη συμμετοχή στο καθημερινό έγκλημα που συντελείται γύρω μας, κι ακόμα σημαίνει πνεύμα ελεύθερο, αντιεξουσιαστικό, που μάχεται μ’ ένα τραγούδι αισθαντικό και, προπαντός, αμφισβητησιακά θλιμμένο. Γι’ αυτό ο σημερινός ρεμπέτης είναι ένα παιδί που ονειρεύεται την ομορφιά των σχέσεων «μέσα και μπέσα», και ταυτόχρονα είναι ένα rebenok (σλαβική λέξη), δηλαδή ένα παλικάρι που μάχεται πέρα από την «κρεατομηχανή» με ένα όνειρο και ένα ρεμβασμό, που δεν λογιάζονται σαν συμπεριφορές αποδοτικές – προσοδοφόρες.
Π.Γ.: Ρεμπέτικο, λαϊκό, έντεχνο, νέο ελληνικό τραγούδι. Ποια είναι τα κοινά τους, το δέσιμό τους, πέρα από τη χρονική τους συνέχεια;
Σ. Ξ.: Το ρεμπέτικο είναι η φωνή των θλιμμένων παλικαριών που αρνούνται να υπηρετήσουν τις εξουσίες. Το λαϊκό είναι η φωνή της ψυχής του λαού που τραγουδά το είναι της. Το έντεχνο είναι η αναζήτηση της άλλης φωνής, που δεν τραγουδά αλλά τραγουδιέται. Και το νέο ελληνικό τραγούδι είναι η φωνή που συγκρούεται με τα τείχη του σημερινού πολυεξουσιασμού μας. Ωστόσο, τα κοινά σημεία όλων αυτών των τραγουδιών είναι «τα βουνά και τα πέλαγα» της διαχρονικής ελληνικής τους υπόστασης, που οι ήχοι της τα συνενώνουν μέσα στο ασταμάτητο ανεβοκατέβασμα της χαράς, του πόνου, της μελαγχολίας, της νοσταλγίας, του έρωτα.
Π.Γ.: Τι ήταν αυτό που σας έφερε κοντά στους ανθρώπους του ρεμπέτικου και του κλασικού λαϊκού τραγουδιού και σας «έδεσε» τόσο πολύ με ορισμένους από αυτούς;
Σ. Ξ.: Η παιδική τους αθωότητα. Αυτή η τρισμέγιστη αξία ουσίας, μιας αυθεντικής ανθρωπιάς, μιας ξεχωριστής ευαισθησίας, μιας άρνησης της κατάκτησης της υλικής ζωής. Μια τόλμη και μια παλικαριά απέναντι στη συνέπεια της άρνησης. Αυτή που ήταν η πρωτοπορία της αμφισβήτησης στην Ευρώπη, την Αμερική, την Ελλάδα, στην κρίσιμη δεκαετία ’60-’70.
Αυτές οι ανθρώπινες «ποιότητες» μιας λαϊκής φιλοσοφίας ζωής με έδεσαν τόσο πολύ κοντά τους. Ως προς το κλασικό λαϊκό τραγούδι, οι «ρεμπέτες μου» μείνανε μακριά. Πιστοί στο δικό τους κόσμο. Γι’ αυτό, έξω, όταν έμπαινα σ’ αυτόν το χώρο ένιωθα πως έφευγα από το σπίτι μου, ξενυχτώντας σε άλλες ρούγες. Αυτοί, όμως, δεν θέλανε να μου δείξουνε πως στενοχωριόντουσαν που «ξενοξενυχτούσα», γιατί δε θέλανε να στενοχωρηθώ, αλλά εμένα δεν μου ξεφεύγανε. Έπιανα τον «καημό τους». Κι όταν τους τον αποκάλυπτα, τον αρνιόντουσαν κοκκινίζοντας. Αλήθεια, τι ήθος καιρού και τι ύψος τρόπου!
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Σταύρος Ξαρχάκος στον αείμνηστο δημοσιογράφο και συγγραφέα Πάνο Γεραμάνη (1945-2005). Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 1995.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε στα Εξάρχεια στις 14 Μαρτίου 1939.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις