Η πίστη του Πάλλη στο δημοτικισμό και η αγωνιστικότητά του που αναπτύσσει για το κίνημα διατρανώνεται με την απόφασή του να μεταφράσει στη νέα γλώσσα την Ιλιάδα του Ομήρου. Δεν πέρασε πράγματι πολύς καιρός από τότε που πίστεψε στην αλήθεια του δημοτικισμού και αρχίζει να πραγματοποιεί τη φιλοδοξία του. Δεν ήταν από φιλολογική άποψη απαράσκευος για ένα τέτοιο εγχείρημα. […]

Τη μετάφρασή του ο Πάλλης θα την αφιερώσει τού «ξακουστού δασκάλου» του Ψυχάρη. Το κείμενό της δεν παρουσιάστηκε στο κοινό ολοκληρωμένο, αλλά κατά τμήματα. Ένα μέρος του κειμένου δημοσιεύεται το 1892 και ένα δεύτερο το 1900, και ολοκληρωμένο το κείμενο το 1904. Με τη μεταφραστική αυτή πρωτοβουλία ο Πάλλης επιδίωκε, νομίζω, πολλαπλούς σκοπούς. Θερμός κήρυκας του δημοτικισμού, ήθελε πρώτα πρώτα να αποδείξει ότι η δημοτική γλώσσα ήταν επαρκής για να αποδώσει και τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα των αιώνων. Ζητούσε ακόμη να κάμει το ομηρικό έπος κτήμα του λαού· και για τον πρόσθετο αυτό λόγο δεν μπορούσε παρά να χρησιμοποιήσει το γνησιότερο λαϊκό γλωσσικό ιδίωμα.


Όταν στα 1892 κυκλοφόρησαν οι έξι πρώτες ραψωδίες της Ιλιάδας, ο Παλαμάς […] είδε το μεταφραστή ως «τον πλέον αυστηρόν, τον πλέον αδιάλλακτον, τον πλέον φανατικόν υπέρμαχον της δημοτικής καθαροεπείας», που ζητούσε να συντελέσει ώστε «να επανέλθη η ελληνική γλώσσα εις την ευθείαν οδόν, εις την μόνην οδόν της ζωής και της σωτηρίας». Παράλληλα, κατά τον Παλαμά, ο Πάλλης είναι μεταξύ των δημοτικιστών «ο άνθρωπος που ολιγώτερα ωμίλησεν, αλλά και τολμηρότερα εδούλεψε διά την πραγματοποίησίν του». Πρόκειται, είπε, για «δουλειά που ολίγον απέχει του ηρωικού». Είναι έργο «με χαρακτήρα και με αρμονίαν». […] Υπογράμμισε ότι η ψυχή του Πάλλη είναι «λαϊκωτάτη και ειλικρινεστάτη» και ότι ακόμη το διαβήτη που χρησιμοποίησε τον διεύθυνε όχι χέρι γεωμέτρη, αλλά ιδιοφυΐα ποιητή.

[…]

Για τον Παλαμά ο Πάλλης είναι ο «ηρωικός μεταφραστής της Ιλιάδας». Με μια τέτοια μετάφραση «και οι Όμηροι όλοι από αφηρημένες οντότητες, από αρχαίοι τάφοι, από κιτρινισμένα και κολοβωμένα αγάλματα παίρνουνε σάρκα, αίμα, χρώμα, φωνή».

[…]


Σε άλλη ευκαιρία, όταν ο Πάλλης τον παροτρύνει να τυπώσει το «Δωδεκάλογο», [ο Παλαμάς] θα χαρακτηρίσει τον Πάλλη «έναν μεγάλο της εθνικής προκοπής και των γραμμάτων φίλο και δουλευτή».

[…]

Αγωνιστική διάθεση υπέρ του δημοτικισμού δηλώνει και η απόφαση του Πάλλη (1899) να μεταφράσει τα Ευαγγέλια. Ο Ψυχάρης είχε τότε ανησυχήσει και έβαλε τα δυνατά του να αποτρέψει τον Πάλλη απ’ αυτή την ενέργεια. […] Η δημοσίευση της μετάφρασης στην «Ακρόπολιν» έδωσε αφορμή να επιτεθούν κατά του Πάλλη και οι εφημερίδες της Αθήνας και οι εφημερίδες της Πόλης (στην Πόλη ιδίως η κατεξοχήν πολέμια του δημοτικισμού «Ταχυδρόμος»). Τον κατηγορούσαν, ανάμεσα στα άλλα, ότι ζώντας μακριά από την Ελλάδα δεν αισθανόταν τον Ελληνισμό και ότι η αθεϊστική ιδεολογία και οι εχθροί του Ελληνισμού είχαν υποκινήσει τη μετάφραση του Ευαγγελίου. Επακολούθησαν στην Αθήνα οχλοκρατικά γεγονότα που πήραν την ονομασία «Ευαγγελικά».

[…]


Ο Πάλλης υπήρξε μαχητής σταθερός και επίμονος των δημοτικιστικών ιδεών. Την επικράτησή τους την πίστεψε πάντοτε βασική προϋπόθεση για την πρόοδο του Έθνους. Όλες οι λογοτεχνικές του επιδόσεις συνδέονται άμεσα με το ιδεολογικό του κήρυγμα. Συχνά έβγαινε στον αγώνα ακούσια παραμερίζοντας τη δεσπόζουσα μορφή του δασκάλου του. «Στα Βαγγελικά πήγε μπροστά ο στρατιώτης, ακολούθησε από ανάγκη ο αρχηγός» έγραφε ο Ψυχάρης. Ο αγώνας του αυτός τον οδηγούσε συχνά σε διαφωνίες με τον Ψυχάρη, που εκτιμώντας τις αρετές και τα προσόντα του τού αναγνώριζε το δικαίωμα της διαφωνίας.

[…]

Είναι φανερός ο λόγος για τον οποίο ο Πάλλης επιχειρεί να μεταφράσει και Θουκυδίδη. Του αρέσουν τα μεγάλα, τα επικίνδυνα εγχειρήματα. Σωστά παρατηρεί ο Θρασύβουλος Σταύρου ότι οδηγήθηκε προς τον αρχαίο ιστορικό, γιατί το κείμενό του «παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντίσταση σε κάθε ανάλυση», ζητούσε να μεταφράσει τη «φράση την τόσο στριφνή και στριμμένη πολλές φορές». Ο ίδιος λόγος τον οδηγεί και στα Ευαγγέλια. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει […] την εποχή που μετέφραζε τον Αθηναίο ιστοριογράφο: «Αυτός ο Θουκυδίδης με λειώνει και δε μ’ αφήνει στιγμή ο σκύλος ο μεγάλος, ο δυνατός, το λιοντάρι! Μα θα ωφελήσει την Ιδεούλα, να δεις».

[…]


Ο Πάλλης επιστρατεύει τη σατιρική του διάθεση, τη σατιρική του φλόγα, για να ελέγξει και να καυτηριάσει τους αντιπάλους του δημοτικισμού. […] Η πολεμική του Πάλλη, όπως ήταν φυσικό, απευθύνονταν συχνά κατά του Γ. Ν. Χατζιδάκι και των ομοϊδεατών του. […] Και στα καθαυτό λογοτεχνικά σατιρικά του αποδεικνύεται ο Πάλλης αδιάλλακτα μαχητικός ελέγχοντας και σατιρίζοντας πάλι τους αντιπάλους του (Χατζιδάκι, Μιστριώτη, Γ. Πωπ κ.λπ.).

[…]

Ο Πάλλης αισθάνθηκε νωρίς την ανάγκη να βοηθήσει την παιδική ηλικία ξέροντας πόσο υστερούσε η παιδεία του λαού μας στα χρόνια του. Γι’ αυτό και στα 1889 έγραψε παιδικά τραγούδια, που εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα. Το ενδιαφέρον αυτό του διαφωτισμού νεότητας και ωρίμων έμεινε σταθερό στον Πάλλη, καθώς το διαπιστώνομε και από άλλα σχετικά δημοσιεύματά του. Τα παιδευτικά και τα κοινωνικά του ενδιαφέροντα ήταν πάντοτε ισχυρά και εκδηλώνονται κατά ποικίλους τρόπους στα γραψίματά του. Έχομε μάλιστα σχετικές μαρτυρίες και από ορισμένα γράμματά του προς την Πηνελόπη Δέλτα. […] Ιδιαίτερη ευχαρίστηση αισθάνεται να σχολιάζει διηγήματα της Δέλτα και να την ενισχύει στο δρόμο που είχε χαράξει.

[…]


Το ενδιαφέρον του Πάλλη για την πρόοδο του δημοτικισμού ήταν άγρυπνο και δεν άφηνε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, καθώς ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, και χρηματικά ακόμη να ενισχύει και λογίους του τόπου μας και να διευκολύνει τη δημοσίευση έργων τους βοηθώντας έτσι την πρόοδο του δημοτικιστικού κινήματος. Επιχορηγεί λ.χ. το «Νουμά», αγοράζει εκατό αντίτυπα από τον «Αρχαιολόγο» του Καρκαβίτσα, που είναι έργο με δημοτικιστική θέση. Παρέχει επίσης χορηγίες για την έκδοση σημαντικών βιβλίων του Παλαμά.

[…]

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, μιλώντας για το έργο του κορυφαίου δημοτικιστή σε λόγο του ειπωμένο στις 27 Ιανουαρίου 1937, […] χαρακτηρίζει με επιτυχία, αλλά και με πλήρη αναγνώριση τη σημασία της Ιλιάδας του Πάλλη. Αφού του καταλογίσει ορισμένα μειονεκτήματα της μετάφρασης […], παρατηρεί ότι «η γλώσσα (της μετάφρασης), πλούσια, πλαστική, ευκολοκίνητη, τρέχει, σα να μην ήταν μετάφραση, με δύναμη, με χάρη, αντλώντας από τις πηγές της δημοτικής με μοναδική γνώση και δεξιοτεχνία γλωσσοπλαστική». Η απόδοση του αρχαίου κειμένου είναι «ζωντανή, δημιουργική». […] Ο Τριανταφυλλίδης, παρ’ όλο το σεβασμό που έχει για το έργο του Πάλλη, δε δέχεται την τάση του προς τους νεολογισμούς. Διαπιστώνει ότι το παράδειγμά του δε βρήκε απήχηση, γιατί ο γλωσσικός ανακαινιστής παραγνώριζε τη δύναμη της παράδοσης.

[…]


Σωστά διαπιστώνει ο Τριανταφυλλίδης ότι ο Πάλλης καμιά φορά ξεπερνά το δάσκαλό του Ψυχάρη στην υπερβολή. […] Η γενική θεωρητική στάση του Τριανταφυλλίδη απέναντι στον Πάλλη και τους άκρους δημοτικιστές της εποχής του είναι η ακόλουθη: τοποθετεί τον Πάλλη και τους άλλους λίγο-πολύ ομοϊδεάτες του στην «προδρομική περίοδο» του δημοτικιστικού κινήματος. Οι «πρόδρομοι» αυτοί αναζητούσαν μέσα στο σκοτάδι. Στην εποχή τους κοντά στα άλλα υπήρχε η «αφελής τόλμη». Οι «προκλασικοί», όπως τους χαρακτηρίζει ο Τριανταφυλλίδης, που ακολούθησαν (α’ μισό του 20ού αιώνα) διάκριναν κάτι να θαμποφέγγει.

*Αποσπάσματα από κείμενο του Εμμανουήλ Κριαρά (τμήμα εκτενέστερης μελέτης του για τον Αλέξανδρο Πάλλη), που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Διαβάζω» (τεύχος 118, 8 Μαΐου 1985).

Ο ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και λόγιος Αλέξανδρος Πάλλης, με καταγωγή ηπειρώτικη (από τα Ιωάννινα) εκ πατρός, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 15 Μαρτίου 1851 και απεβίωσε στο Λίβερπουλ στις 17 Μαρτίου 1935.


Όλες οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου πλην της κεντρικής προέρχονται από το προαναφερθέν τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω».