Χωρίς «ευκολάκια»
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο αναγνώρισε και ο αρμόδιος υπουργός, είναι η ελληνική δημόσια διοίκηση.
Το πρώτο πρόβλημα από τη «μαύρη τρύπα» στις δαπάνες του Ταμείου Ανάκαμψης ήταν αμιγώς δημοσιονομικό. Προκάλεσε μέρος της επιβράδυνσης της ανάπτυξης του 2023 και μέσω αυτής επηρεάζεται και η εκτέλεση του προϋπολογισμού. Ηδη πρώτο θύμα της, που γίνεται αισθητό στους πολίτες, ήταν η απώλεια του επιδόματος Πάσχα. Το δημοσιονομικό ωστόσο φαίνεται ότι είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω του κρύβει έναν τεράστιο κίνδυνο για την πραγματική οικονομία, σε συγκεκριμένους κλάδους όπως η πληροφορική και οι κατασκευές, σε περίπτωση που οι καθυστερήσεις οδηγήσουν σε απεντάξεις έργων ή ακόμα περισσότερο σε απώλεια πόρων σε περίπτωση που δεν τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα.
Ολο αυτό το κλίμα, αντί να διασκεδαστεί, ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο τις τελευταίες ημέρες. Τα καμπανάκια χτυπάνε πλέον από παντού. Η Κομισιόν ζητάει επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών. Το πρακτορείο Reuters διαπιστώνει ότι το πρόβλημα των χαμηλών επιδόσεων είναι πανευρωπαϊκό, δεν εξαιρεί ωστόσο την Ελλάδα κατατάσσοντάς την περίπου στη μέση μεταξύ των ευρωπαϊκών επιδόσεων για το θέμα.
Ο δε αρμόδιος υπουργός Νίκος Παπαθανάσης ετοιμάζει μια «αναθεώρηση της αναθεώρησης», προκειμένου προφανώς να τονώσει την πορεία του.
Το σίγουρο πλέον είναι ότι οι 27 μήνες που απομένουν για την ολοκλήρωση, όχι των απορροφήσεων, αλλά των έργων του προγράμματος, δύσκολα θα αποδειχθούν αρκετοί για να μην πάει χαμένη η τεράστια αυτή ευκαιρία. Σανίδα σωτηρίας θα αποτελούσε μια πιθανή παράταση, με «μπροστάρηδες» τις χώρες με ακόμα πιο χαμηλές επιδόσεις και πιο συστημικά χαρακτηριστικά για την Ευρωπαϊκή Ενωση από ό,τι η Ελλάδα.
Η Ιταλία ψάχνει τον τρόπο για να αξιοποιήσει ακόμα πάνω από 90 δισ. ευρώ, ενώ η Ισπανία έχει λάβει μόνο 22 δισεκατομμύρια από τα 70 δισ. που της έχουν εγκριθεί. Για να βρει έδαφος μια τέτοιου είδους κοινή ευρωπαϊκή λύση πρέπει να συμφωνήσουν οι χώρες του Βορρά και αυτό δεν φαίνεται για την ώρα πιθανό. Αρα το μπαλάκι επιστρέφει στο πώς θα το χειριστούμε μόνοι μας και το ερώτημα είναι εάν έχουμε κάνει όσα θα έπρεπε να έχουμε κάνει, πέραν από το να «ξεφορτώνουμε» το πρόγραμμα από έργα με ισχυρό αποτύπωμα, αλλά με αργές διαδικασίες υλοποίησης και να τα αντικαθιστούμε με «ευκολάκια». Το ελληνικό προηγούμενο αυτών των λύσεων δεν αποδείχθηκε ποτέ καλό στην πράξη. Αντίθετα ενίσχυσε την αίσθηση των χαμένων κοινοτικών ευκαιριών και δυσφήμησε τη χρησιμότητα αυτών των πόρων στην ελληνική κοινωνία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο αναγνώρισε και ο αρμόδιος υπουργός, είναι η ελληνική δημόσια διοίκηση. Ο μηχανισμός του ελληνικού Δημοσίου είναι γνωστό ότι είχε μάθει να δουλεύει τα κοινοτικά προγράμματα με στόχο να απορροφά το πολύ ετησίως 5 δισ. ευρώ. Μόνο μέσα στην πανδημία με τις ελαστικές διαδικασίες-εξπρές που τότε είχαν θεσπιστεί οι επιδόσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν. Τώρα και για την επόμενη διετία ο ετήσιος στόχος ξεπερνά τα 12 δισ. Μπορούμε να τον πετύχουμε; Το κυριότερο, έχουμε προετοιμαστεί επαρκώς; Πολύ φοβάμαι ότι μαζί με τις ελληνικές επιχειρήσεις θα περιμένουμε να αποδειχθούν και τα δύο στην πράξη.
Premium έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις