Η επιεικής πείρα
Ο μεγάλος πολιτικός άνδρας συγκινείται μεταφράζοντας τον Θουκυδίδη, και μέσω αυτού τη δική του νοσταλγία
- Δημήτρης Κόκοτας: Είμαστε αισιόδοξοι λέει η σύζυγός του
- Νετανιάχου: Δεν δέχεται τερματισμό του πολέμου με τη Χαμάς στην εξουσία – Άφησε «παράθυρο» για μερική συμφωνία
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
[…]
Κ’ έπειτα ένα παράθυρο στο Παρίσι, αγνάντια στον ξένο ομιχλώδη ουρανό, ένα γραφείο βυθισμένο σε θρησκευτική σιωπή, ένα τραπέζι με ανοιχτά βιβλία κι’ ένα κεφάλι χιονώδες, ιερατικά σεβάσμιο, που όταν σας κυττάζει είνε σαν να διψά, με τα άδυτα των αστραφτερών ματιών του, την αντανάκλασι του ελληνικού φωτός.
Ο Βενιζέλος εργάζεται!
Και όμως εμείς πιστεύομε περισσότερο ότι ταξειδεύει. Κατά βάθος, όλη αυτή η υπόθεσις του Θουκυδίδου, όπου προσφέρει την φροντίδα του πνεύματός του εις το Παρίσι, μας αφήνει την υποψίαν ότι δεν πρόκειται περί μεταφράσεως του Αθηναίου ιστορικού. Ή καλλίτερα υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά μεταξύ της γραμματικής, της πλαστικής, της σχολιαστικής στάσεως του Βενιζέλου απέναντι του θέματος, και των βαθυτέρων ψυχολογικών αφορμών αι οποίαι τον ώθησαν προς τον Θουκυδίδην. Από της δευτέρας ταύτης απόψεως, νομίζομεν ότι πρόκειται περί μεταφράσεως της ιδικής του νοσταλγίας. Διά του κειμένου δημιουργείται μία διέξοδος — είνε προ πάντων η χρυσή διαφανής ατμοσφαίρα, το γνωστό λαχταρισμένο τοπείον, η γαλάζια αλησμόνητη θάλασσα, τα γεγονότα εις τας ιδίας οικειοτάτας κινήσεις των, αι Αθήναι, το φως της πατρίδος που ξαναπέφτει από τα ωραία ιστορικά κάτοπτρα εις το κατηφές σκούρο της ρυ Μπωζόν. Είνε ο μακρυνός νοσταλγημένος ορίζων.
Η περιγραφή του πελοποννησιακού πολέμου, ως ασχολία, αποτελεί τρόπον ελληνικής συγκινήσεως, πράγμα απαραίτητον διά μίαν προσωπικότητα τόσον παλμώδη, η οποία είχε την σκληράν δύναμιν να υποτάξη όλας τας παρωθήσεις του δονουμένου χαρακτήρος της εις την υπερήφανον ευγένειαν της ακινήτου ζωής. […] Ο Βενιζέλος, από «ομ ντ’ ετά», από αρχηγός ενός πολιτικού κόμματος, επέρασεν εις μίαν ανωτέραν συνείδησιν των ελληνικών πραγμάτων, καθολικήν, σχεδόν φιλοσοφικήν, απέναντι της οποίας οι αγώνες, τα πρόσωπα, αι προσπάθειαι απώλεσαν τα παλαιά σχήματά των.
Όλη εκείνη η παραφορά μιας ηφαιστειώδους ενεργητικότητος που εκράτησε στον πυρετό της πλουσιωτέρας δημιουργίας την Ελλάδα των δέκα ετών, εχώρεσε, διότι ήτο ανάγκη να χωρέση, μέσα εις ένα μελετητήριον. Ό,τι ονομάζεται πάθος, αντίθεσις, προκατάληψις, οξύτης, εχθρότης, έμειναν εκεί κάτω, μακρυά, εις το παρελθόν. Μία ήρεμος ατμοσφαίρα πνευματικής ζωής, όπου τα πάντα φθάνουν απρόσωπα, ως ιδέα, αβαρή και διαφανή, χωρίς τους ερεθισμούς των. Ο Βενιζέλος εις το γραφείον του! […] Δε μιλάει άλλωστε για τίποτε που θα μπορούσε να ανακαλέση τας αναμνήσεις, ακόμη και κείνες που ποιος ξέρει πόσο θα είνε ακόμη ζωηρές εις τα βάθη της φαντασίας του. Η μεσολάβησις του χρόνου, το συναίσθημα της μεγάλης καταστροφής, μία στάσις ηρέμου φιλοσοφικής θεωρήσεως που παίρνει το πνεύμα μετά την ενέργεια, έγιναν όλα γαλήνη, ανιδιοτελής καλωσύνη, η επιεικής πείρα του ανθρώπου που έχει διέλθη από το θρίαμβο, από το θυσιαστήριο και από το θρύλο. […]
Προ ημερών, στο ίδιο σιωπηλό μελετητήριο τον συναντήσαμε ετοιμαζόμενον για το ταξείδι της Κρήτης.
[…]
Το χιονισμένο κεφάλι του με το μαύρο σκούφο γεμάτο ιερατική έκφρασι εγύρισε κατά το τζάμι του παραθύρου. Έξω, στον ομιχλώδη παρισινό ουρανό, αργοβρέχει, αργοβρέχει μονότονα, σαν να μη πρόκειται να τελειώση ποτέ, σαν να μη ελπίζουν πλέον στο φως οι γκρίζες ατελείωτες στέγες. Κυττάζει τον ορίζοντα της ξενιτειάς, πάντα ξένον και ασυνήθιστον, γιατί πάντα λάμπει μακρυά, χυμένο μέσα στη νοσταλγία του, το γαλανό της Ελλάδος. Το Παρίσι, ο θόρυβος, τα αυτοκίνητα, οι διαβάτες, τα απέναντι σπίτια, είνε σαν να σβύνουν σιγά-σιγά. Η αγαπημένη θάλασσα, ένα πλοίο, ένας άσπρος καπνός, και κατόπιν, αφρόεσσα, με τις υπερήφανες κορυφές των βουνών της, στο γαλάζιο κάποιας αυγής, στο χρυσάφι κάποιου απογεύματος, η οπτασία της Κρήτης.
Παρίσι, Απρίλιος του 1927.
Ο Γ. Φτέρης γράφει στο «Ελεύθερον Βήμα» (Τρίτη 12 Απριλίου 1927) για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ταξιδεύει εργαζόμενος στο μελετητήριό του.
Ο μεγάλος πολιτικός άνδρας συγκινείται μεταφράζοντας τον Θουκυδίδη, και μέσω αυτού τη δική του νοσταλγία.
Νοσταλγία που δεν αφορά όμως περασμένα επιτεύγματα, μεγαλεία ή αξιώματα, αλλά τα πραγματικά μεγάλα και σπουδαία στη ζωή ενός ανθρώπου.
Η επιεικής πείρα που έχει αποκτήσει στο αμόνι της ζωής, στο διάβα του χρόνου, του επιτρέπει πλέον να ατενίζει, γαλήνιος και καλοσυνάτος, το γαλανό της πατρίδας, τα περήφανα βουνά της Κρήτης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις