Γιάννης Ζέβγος: «Μανούλα, ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου;»
Κανένα «Όργανον της Τάξεως» στην περιοχή, παρ' ότι το έγκλημα έγινε σε πολυσύχναστη οδό της Θεσ/νίκης και σε ώρα αιχμής της κυκλοφορίας
- «Τουλάχιστον 100 Βορειοκορεάτες στρατιωτικοί σκοτώθηκαν σε μάχες στο Κουρσκ»
- Ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ήδη εδώ – Έχει άλλη μορφή και δεν γίνεται μόνο στην Ουκρανία
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Μπέζος για τη βία κατά των γυναικών: Έχουν ευθύνη όλοι οι θεσμοί
Στις αρχές του Φλεβάρη του 1947 ο Ζέβγος πήγε στη Θεσσαλονίκη διαπιστευμένος από την Κ.Ε. του ΕΑΜ στην Επιτροπή του ΟΗΕ που ερευνούσε την κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί στην ύπαιθρο μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας από την εξοντωτική πολιτική της αντίδρασης.
Μας αποχαιρέτησε το πρωί με το «καλή αντάμωση».
«ΤΑ ΝΕΑ», 23.12.1980, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η προσπάθεια του Ζέβγου, μόλις πάτησε το πόδι του στη συμπρωτεύουσα, ήταν, με αλλεπάλληλες καταγγελίες, μεστές από συγκεκριμένες και ανώνυμες περιπτώσεις, που αναφέρονταν σε αδιάσειστα γεγονότα τραμπουκισμών, τρομοκρατίας, να θέτει την αντιπροσωπεία του ΟΗΕ μπροστά στις ευθύνες της, να υπογραμμίζει την αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στην πολιτική και πραχτική του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και την ταχτική της αντίδρασης, που ήτανε να βαθαίνει το χάσμα, να υποχρεώνει κακήν-κακώς τα μέλη και τους οπαδούς των αντιστασιακών οργανώσεων ν’ αφίνουν τα σπίτια τους, να εγκαταλείπουν τα χωριά τους, να καταφεύγουν στις πόλεις ή και πάλι στα βουνά, για να γλυτώσουν την τιμή και τη ζωή τους. Αυτές οι ίδιες αιτίες οδήγησαν στο ν’ αναγγελθεί στις 28 Οχτώβρη του 1946 η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού.
Το τελευταίο άρθρο του Ζέβγου, που δημοσιεύτηκε στον «Αγωνιστή» της Θεσσαλονίκης 13 μέρες πριν τη δολοφονία του, τιτλοφορούνταν «Όχι άλλο αίμα».
Πού νάξερε ότι εκείνες τις ίδιες μέρες σχεδιάζανε να χύσουν το δικό του.
Την Πέμπτη 20.3.47 περί τις 10.30 ο Ζέβγος πήγε στα γραφεία της εφημερίδας «Αγωνιστής».
«ΤΑ ΝΕΑ», 23.12.1980, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Από κει κατευθύνθηκε στο οδοντοϊατρείο της Στάσας Κεφαλίδου και μετά πήγαινε στο εστιατόριο «Ελβετικό», όπου γευμάτιζε κάθε μέρα.
Στις 1 και 10′, μπροστά στο πεζοδρόμιο της οδού Αγ. Σοφίας, μπροστά στην κλινική Εξηντάρη, πάνου-κάτου εκεί που ύστερα από λίγα χρόνια έπεφτε νεκρός, και πάλι από δολοφονικά χέρια, ο πρωτεργάτης της Ειρήνης, Γρηγόρης Λαμπράκης, τον χτύπησαν από πολύ μικρή απόσταση. Δολοφόνος ο Βλάχος.
Τούτη την εποχή εργαζόμουνα κομματικά στον Πειραιά. Εχτός από την άλλη δουλειά εκ μέρους του Γραφείου της Ε.Π. παρακολουθούσα και τη «βιομηχανική αχτίδα». Στις 20.3.47, το απόγευμα, είχα μια από τις συνηθισμένες βδομαδιάτικες συνεργασίες μου με το «σύντροφο» (Γραμματέα της Α.Ε., τον Βασίλη Π.).
Συνήθως μετά τη συνεργασία για τα τρέχοντα ζητήματα της Αχτίδας, του έκανα και μια σύντομη ανασκόπηση της πολιτικής κατάστασης. Άμα τελειώσαμε την τρέχουσα συνεργασία μας, μου λέει:
— Ας αφίσουμε, συντρόφισσα, τα πολιτικά. Ειδοποίησαν ότι πρέπει να πας στο «Ριζοσπάστη». Σκότωσαν τον Ζέβγο.
Ένιωσα σα να μούγινε ηλεχτρική εκκένωση. Παράλυσα. Δυσκολεύτηκα και να μιλήσω.
— Τι λες, βρε Βασίλη; Μήπως έγινε πάλι καμιά απόπειρα δολοφονίας, μήπως τον τραυμάτισαν;
— Όχι, σου λέω! Τον πυροβόλησαν και τον άφισαν στον τόπο.
Ή από τότε ήτανε χαφιές ή άνθρωπος χωρίς ίχνος ανθρώπινα αισθήματα για να μπορέσει, με τόση ψυχραιμία, με σαδισμό θάλεγα, να μου φέρει ένα τέτοιο μαύρο μήνυμα. Αισθάνθηκα να χάνω τις αισθήσεις μου. Φαίνεται πως είχα τόσο χλωμιάσει, που και ο ίδιος τάχασε. Πρότεινε να πει στη γυναίκα του σπιτιού να μου φτιάσουν έναν καφέ. Δε δέχτηκα. Βρισκόμασταν στο σπίτι μιας νοικοκυράς που ναι μεν ήξερε ότι ήμασταν αριστεροί, όχι όμως και ποια είμαι ακριβώς. Με τρομοκρατία που οργίαζε τότε στον Πειραιά, δε θέλησα να την ταράξω, αποκαλύπτοντας ποια είμαι.
— Κουράγιο, είπα μέσα μου. Συγκέντρωσα όλες τις δυνάμεις μου, αποχαιρέτησα τη γυναίκα του σπιτιού όπως πάντα, σα να μη συνέβαινε τίποτα, και έτρεξα στο «Ριζοσπάστη» με την κρυφή ελπίδα πως και τούτη τη φορά ήτανε μόνο απόπειρα δολοφονίας.
Στο «Ριζοσπάστη» μού ζήτησαν ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του Γιάννη. Τους έδωσα ό,τι μπορούσα να θυμηθώ με την ταραχή που μ’ έδερνε. Πρόσθεσαν και από την εφημερίδα «εκ των ενόντων». Για τούτο η βιογραφία αυτή και λειψή είναι και όχι πολύ ακριβής.
Η είδηση της δολοφονίας μεταδόθηκε σαν αστραπή. Στο «Ριζοσπάστη» με περίμενε κιόλας ο αδελφός μου. Με πήρε και πήγαμε σπίτι του.
Και τώρα πώς να το ξεστομίσω στο παιδί μας; Πώς να του ανοίξω αυτή την καινούργια πληγή, πριν ακόμα κλείσουν οι παλιές; Πώς να του πω πως έχασε για πάντα τον πατέρα που λαχταρούσε να βρει από τότε που γνώρισε τον εαυτό του;
Παρακάλεσα τον Τάκη Φραγκούλη να πάει να τη φέρει από το Μαρούσι. Εκεί είχανε μάθει κιόλας για τη δολοφονία. Ποιος θ’ αναλάβαινε όμως να της δώσει αυτό το χτύπημα; Ούτε και ο Τάκης το αποτόλμησε. Χαρούμενη όπως την έβλεπε, γιατί θα κατέβαινε στην Αθήνα να μας δει, δεν άνοιξε το στόμα του. Και δε χρειάστηκε. Μόλις η Ρωξάνη μάς είδε συγκεντρωμένους, συγγενείς, συντρόφους, φίλους, στο σπίτι, με δάκρυα στα μάτια, έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά μου.
— Μανούλα, ποιος τον σκότωσε τον πατέρα μου; Ποιος; Γιατί; Μα πες μου, γιατί;
Τρομάξαμε να τη συνεφέρουμε.
Το πώς και από ποιον προετοιμάστηκε η δολοφονία του Ζέβγου, ποιος έβαλε το πιστόλι στο χέρι του δολοφόνου φαίνεται, με συνταραχτικές, αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, από το γράμμα του Ν. Σιδηρόπουλου και ένα παρόμοιο του Χ. Γκιαουρίδη, δυο απ’ αυτούς που ανάλαβαν το θεάρεστο έργο. Το γράμμα του Σιδηρόπουλου δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη».
Πρόκειται για ένα καταπληχτικό ντοκουμέντο και ταυτόχρονα ένα ανεξίτηλο στίγμα για την πολιτική της αντιδραστικής, της μαύρης δεξιάς, για τον τρόπο που οργανώνει τη φυσική εξόντωση και τη συκοφαντική δυσφήμηση των πολιτικών της αντιπάλων.
[…]
Ο δολοφόνος του Ζέβγου, Βλάχος, δικάστηκε το 1948 δυο χρόνια φυλακή. Τον έβγαλαν νωρίτερα. Απ’ ό,τι έμαθα, τον απαρνήθηκαν οι δικοί του, ρεμάλι γύριζε στις Σέρρες.
Αυτός κρατούσε το δολοφονικό πιστόλι. Στα χέρια του όμως τόβαλε η πολιτική του Τρούμαν, που τότε εγκαινιαζόταν, και η αδίσταχτη δεξιά.
Το ότι εκείνη την ημέρα βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ο Ζέρβας, Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ο Αλεξανδρής, Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Ροδόπουλος, Υπουργός Βορείου Ελλάδος, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
Όπως μου είπε αυτόπτης μάρτυς, που καθότανε σε αντικρυνό καφενείο (άλλως το λέει και ο Σιδηρόπουλος), ο Βλάχος τον χτύπησε από πολύ μικρή απόσταση. Οι δυο πρώτες σφαίρες τον βρήκαν στην ωμοπλάτη. Γύρισε αργά-αργά το κεφάλι κι έπεσε. Η άλλη τον βρήκε στην καρωτίδα καθώς γύριζε, και από κει προήλθε κι ο θάνατος.
Κανένα «Όργανον της Τάξεως» στην περιοχή, παρ’ ότι το έγκλημα έγινε σε πολυσύχναστη οδό της Θεσ/νίκης και σε ώρα αιχμής της κυκλοφορίας.
*Απόσπασμα από το βιβλίο της Καίτης Ζεύγου (Ζέβγου) υπό τον τίτλο «Με τον Γιάννη Ζέβγο στο επαναστατικό κίνημα» (εκδόσεις «Ωκεανίδα», Δεκέμβριος 1980). Το συγκεκριμένο κείμενο προέρχεται από προδημοσίευση των «Νέων», στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 1980.
Η Καίτη Ζεύγου
Η δασκάλα Καίτη Ζεύγου (Νισυρίου το πατρικό της, 1903-1980), με καταγωγή από τους Επιβάτες της Προποντίδας, αγωνίστρια του κομμουνιστικού και του γυναικείου κινήματος της χώρας επί μισόν και πλέον αιώνα, υπήρξε σύζυγος του δολοφονηθέντος ηγετικού στελέχους της Αριστεράς Γιάννη Ζέβγου.
Ο Γιάννης Ζέβγος, εξέχον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος στη δικτατορία του Μεταξά, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο (μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και της ΚΕ του ΕΑΜ), γεννήθηκε στο χωριό Δόριζα της Αρκαδίας (καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια) το 1897 και δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1947 (ήταν τότε αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ).
Δάσκαλος και δημοσιογράφος με συγγραφική δραστηριότητα (υπήρξε λάτρης της Ιστορίας) και ουσιαστική συμβολή στις θεωρητικές επεξεργασίες του ΚΚΕ, ο Γιάννης Ζέβγος (Ταλαγάνης ήταν στην πραγματικότητα το επώνυμό του) διετέλεσε επ’ ολίγον (από τις 18 Οκτωβρίου έως τις 2 Δεκεμβρίου 1944) υπουργός Γεωργίας στη θνησιγενή κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις