Greenwashing, «πράσινο ξέπλυμα» σε πολλές… αποχρώσεις
Πώς οι εταιρείες εξελίσσουν τις στρατηγικές greenwashing, κόντρα στα μέτρα ενάντια στο «πράσινο ξέπλυμα» εμπορικών πρακτικών και προϊόντων
Γνωστός και ως «πράσινο ξέπλυμα», ο όρος greenwashing αφορά σε εταιρικές πρακτικές παραπλάνησης καταναλωτών και επενδυτών σχετικά με το πόσο φιλικά προς το περιβάλλον είναι τα προϊόντα, οι υπηρεσίες τους και οι πολιτικές τους.
Πρόκειται κυρίως για στρατηγικές μάρκετινγκ, που στόχο έχουν να σκεπάσουν τα περιβαλλοντικά «κακώς κείμενα» επιχειρήσεων ή/και των προμηθευτών τους.
Δεν είναι μάλιστα ασυνήθιστο το φαινόμενο να δαπανούν περισσότερα χρήματα στο περιβαλλοντικό… «πλυντήριο», παρά στην ανάπτυξη βιώσιμων πρακτικών.
Στόχος εξάλλου αυτών των εταιρειών είναι να επωφεληθούν από την αυξανόμενη ζήτηση για περιβαλλοντικά ορθά προϊόντα, αλλά και από το κίνημα για επενδύσεις βάσει των κριτηρίων ESG (κοινωνικών, περιβαλλοντικών και υπεύθυνης εταιρικής διοίκησης).
Όχι τυχαία, οι δεσμεύσεις επιχειρήσεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής αποτελούν τακτικά πια θέμα ερευνών και επίκεντρο σκανδάλων.
Αντί όμως να φθίνει, το greenwashing εξελίσσεται, με νέες τακτικές.
Έξι τις απαριθμεί σε τελευταία έκθεση το Planet Tracker, μη κερδοσκοπική δεξαμενή σκέψης που επικεντρώνεται στη βιώσιμη χρηματοδότηση.
Τις χαρακτηρίζει λίγο-πολύ «μπούσουλα» για ρυθμιστικές αρχές, επενδυτές, αλλά και καταναλωτές.
Μια βρόμικη «Λερναία Ύδρα»
Πρώτα και κύρια υπάρχει το greenlabelling. Το συναντάμε καθημερινά στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Συνίσταται στο να περιγράφεται ένα προϊόν ως «πράσινο» ή βιώσιμο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
Τόσο στη συσκευασία, όσο και στο περιεχόμενό του.
Υπάρχει επίσης το greenshifting, μια τακτική αντιστροφής της ευθύνης.
Στόχος είναι να μετατεθεί στον καταναλωτή, καθιστώντας τον εν μέρει ως συνυπεύθυνο.
Η δεξαμενή σκέψης φέρνει ως παράδειγμα διαφημιστικές καμπάνιες πετρελαϊκών κολοσσών.
Σε ανάλογο μήκος κύματος είναι και το greencrowding.
Περιγράφεται ως «εξελιγμένη μορφή “πράσινου ξεπλύματος”, με το να κρύβεται κάποιος σε μια ομάδα και να κινείται με τον ρυθμό του πιο αργού υιοθετητή πολιτικών βιώσιμης ανάπτυξης».
Το Planet Tracker αναφέρει ως πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Συμμαχία για τον Τερματισμό των Πλαστικών Αποβλήτων (AEPW), που περιλαμβάνει ορισμένους από τους μεγαλύτερους ρυπαντές.
Μια άλλη πρακτική είναι το greenligthing.
Συνίσταται στην απόσπαση της προσοχής από εταιρικές δραστηριότητες που είναι περιβαλλοντικά επιβλαβείς, με την υπερπροβολή έργων που είναι φιλικά προς το περιβάλλον.
Είναι μια κοινή πρακτική στη βιομηχανία αυτοκινήτων και στον πετρελαϊκό τομέα, τονίζεται στην έκθεση.
Προβάλλουν τις επενδύσεις τους στην πράσινη μετάβαση, ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζουν να επενδύουν περισσότερα κεφάλαια σε ρυπογόνες τεχνολογίες και στα ορυκτά καύσιμα.
Από την άλλη, υπάρχει το greenrinsing.
Είναι μια πρακτική διατήρησης της σύγχυσης, με τακτική τροποποίηση των περιβαλλοντικών στόχων, πριν από την επίτευξή τους.
Τέλος, υπάρχει το greenhushing.
Κάποιοι το αποκαλούν «προχωρημένο greenwashing», αν και με αντίθετη φορά.
Σε αυτό το πλαίσιο εταιρείες αποσιωπούν τους περιβαλλοντικούς στόχους τους ή και σχετικά στοιχεία, προκειμένου να αποφύγουν τους ελέγχους.
Όχι μόνο από ΜΚΟ και περιβαλλοντικές ενώσεις, αλλά ακόμη και από επενδυτές.
Τους τελευταίους μήνες μάλιστα εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, αναφέρει το Planet Tracker, φέρονται να έκαναν ανάλογες κινήσεις.
«Φαινομενικά έγιναν προς συμμόρφωση με αυστηρότερους κανονισμούς», επισημαίνει η έκθεση, «αλλά ενδεχομένως για να αποφευχθεί ο έλεγχος».
Συστημικό greenwashing
Πέρα από τις εταιρείες, ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχει και το κρατικό greenwashing.
Κατά κανόνα, σημείο αναφοράς στους λεγόμενους εθνικούς προϋπολογισμούς άνθρακα είναι το 2015, το έτος της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα.
Αφορούν στη μέση ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο που μπορεί να παραχθεί, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της συμφωνίας.
Ήτοι να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στους 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Τι συμβαίνει όμως με τις ευθύνες όσων χωρών ήταν ήδη μεγάλοι ρυπαντές προ της συμφωνίας;
Το ερώτημα αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, κάνοντας τους υπολογισμούς όχι από το 2015, αλλά από το 1960.
Το συμπέρασμά τους;
Οι πλούσιες χώρες εξάντλησαν τους προϋπολογισμούς και το μερίδιό τους πριν από δεκαετίες.
Για τα 39 κράτη του Παγκόσμιου Βορρά, συνέβη το 1986.
Κατά μέσο όρο, τα 129 κράτη του Παγκόσμιου Νότου δεν θα έχουν εξαντλήσει το μερίδιό τους μέχρι το 2048.
Οι δύο πολυπληθέστερες χώρες του πλανήτη, αναδυόμενες υπερδυνάμεις και πλέον μεγάλοι ρυπαντές, η Κίνα και η Ινδία, έχουν μέχρι στιγμής χρησιμοποιήσει το 58% και το 15% αντίστοιχα των δικών τους προϋπολογισμών άνθρακα.
Καθώς όμως τίθεται το ζήτημα περί κλιματικής δικαιοσύνης, οι πλούσιες χώρες του Παγκόσμιου Βορρά δεν είναι μέχρι και σήμερα διατεθειμένες να αναγνωρίσουν το μεγάλο μερίδιο της ευθύνης που φέρουν για την κλιματική κρίση, την οποία συνεχίζουν να «τροφοδοτούν».
Στο σενάριο διατήρησης του ορίου των 1,5 βαθμών Κελσίου μέχρι το 2050 -χρονιά ορόσημο για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας για τις περισσότερες χώρες του Παγκόσμιου Βορρά- η μελέτη υπολογίζει ότι οι αποζημιώσεις που θα έπρεπε να καταβάλλουν οι μεγάλοι ρυπαντές σε άλλες χώρες φτάνουν τα 192 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Με τις έως τώρα δεσμεύσεις για τη διάθεση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως στον Παγκόσμιο Νότο, ωστόσο, θα χρειάζονταν σχεδόν δύο χιλιετίες για να καλυφθεί το συνολικό υπολογιζόμενο ποσό.
* Κεντρική photo: Unsplash/Chris Lawton
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις