Σπύρος Βασιλείου: Τέχνη ζωντανή, σημερινή, δική μας, χωρίς παράδοση δε γίνεται
Και είναι αυτονόητο πως το θέμα το Ελληνικό δεν κάνει την τέχνη Ελληνική
- Αίθριος ο καιρός την Πέμπτη, καταιγίδες από την Παρασκευή - Έρχονται «λευκά» Χριστούγεννα
- Τον απόλυτο εφιάλτη έζησε μαθητής από την Πάτρα σε πενθήμερη - Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Νεκρός ανασύρθηκε από τα συντρίμμια γάλλος υπήκοος στο Βανουάτου μετά τον σεισμό των 7,3 Ρίχτερ
- Η Νικόλ Κίντμαν απαντά με «αγένεια» στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας του Babygirl και διχάζει
Στις 22 Μαρτίου 1985 έφυγε από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους και πλέον προσφιλείς έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα, ο Σπύρος Βασιλείου.
Γεννημένος στο Γαλαξίδι, το 1903, ο Βασιλείου, βασικό στέλεχος της περίφημης Γενιάς του ’30, ήλθε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, προκειμένου να σπουδάσει ως υπότροφος ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Πρώτος δάσκαλός του στη Σχολή, από το 1921 έως το 1923, ήταν ο Αλέξανδρος Καλούδης.
Από το 1923 έως το 1926, μαζί με άλλους «ταραξίες» που πρωτοστάτησαν σε μια κίνηση ανανέωσης της Σχολής, ο Βασιλείου ενεγράφη στο εργαστήριο του Νικολάου Λύτρα, όπου μυήθηκε στις αρχές του ιμπρεσιονισμού και στις αξίες του καθαρού χρώματος.
Στις μετέπειτα δεκαετίες καταξιώθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους των εικαστικών τεχνών στην πατρίδα μας, με πλούσια δραστηριότητα στο πεδίο της ζωγραφικής, της αγιογραφίας, της χαρακτικής, της σκηνογραφίας, της γραφιστικής κ.α.
Ο Βασιλείου εισήλθε δυναμικά στα καλλιτεχνικά δρώμενα το 1926 με την αποκληθείσα Έκθεση των Τεσσάρων (μαζί με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη), ενώ πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου το 1929.
Το Μάρτιο του 1930 απέσπασε το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια των τοιχογραφιών του ναού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη (η αγιογράφηση του ναού πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1936 και 1939).
Το 1945 συνεργάστηκε πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο (σκηνικά και κοστούμια για την παράσταση «Στο γέρμα του χειμώνα»), το 1947-48 με την Εθνική Λυρική Σκηνή (σκηνικά και κοστούμια για την όπερα «Ο βασιλιάς Ανήλιαγος»).
Το 1950 έλαβε μέρος τόσο στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη» όσο και στη σύσταση του Ελληνικού Χοροδράματος, παραμένοντας επί μακρόν ένας από τους στενότερους συνεργάτες της Ραλλούς Μάνου.
Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του Βασιλείου.
Το 1982 πραγματοποιήθηκε η τελευταία δουλειά του για το θέατρο (με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη και συνεργάτη στα κοστούμια τον Γιάννη Τσαρούχη), ενώ η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μια δεύτερη αναδρομική έκθεση το 1983.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βασιλείου υπήρξε ένας από τους γνωστούς ζωγράφους στους οποίους ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ) ανέθεσε το σχεδιασμό αφισών και διαφημιστικού υλικού.
Ο Βασιλείου ήταν της άποψης ότι η σύγχρονη ελληνική τέχνη πρέπει να ενσωματώσει τις επιρροές των διεθνών ρευμάτων χωρίς όμως να χάνει τον ελληνικό χαρακτήρα της, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα στο πέρασμα των αιώνων.
Με άλλα λόγια, ο Βασιλείου τασσόταν υπέρ ενός «ελληνικού μοντερνισμού», πρέσβευε τη δημιουργία μιας εθνικής τέχνης που θα προέκυπτε από το συγκερασμό της μοντέρνας τέχνης και της παράδοσης.
Η καλλιτεχνική παραγωγή του χαρακτηρίζεται από τη συνάντηση των διδαγμάτων της λαϊκής και της βυζαντινής τέχνης με τους πειραματισμούς των σύγχρονων ρευμάτων της εποχής του.
Οι εικόνες και τα σχέδια του Βασιλείου, που βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης πολιτιστικής κληρονομιάς της πατρίδας μας.
Στον Σπύρο Βασιλείου, στον αγαπημένο µπαρµπα-Σπύρο της νεοελληνικής ζωγραφικής, ανήκουν οι ακόλουθες γραμμές:
«Τίποτα κρυφό δεν απόκρυψα ποτέ στη ζωή μου. Από τα μικράτα μου ως τα πρώτα γεράματα, με το πινέλο στο χέρι, περιπλανώμενος ανιχνευτής εικόνων, πάσχισα να συγκρατήσω απ’ όσα έβλεπα γύρω μου ό,τι ήτανε ξάφνιασμα και χαρά του ματιού, της καρδιάς και του νου».
«Το χάσμα που μας χωρίζει από την παράδοση είναι μεγάλο. Οι συνήθειες του ματιού μας αλλιώτικες. Οι επιτυχίες μας στις ξένες γλώσσες της ζωγραφικής αξιόλογες και φανταχτερές. Αλλά και η πίστη πως τέχνη ζωντανή, σημερινή, δική μας, χωρίς παράδοση δε γίνεται, ριζώνει όσο πάει και σε περισσότερους τεχνίτες.
»Θα περάσουμε ίσως ένα στάδιο μαθητείας. Τη διάρκεια θα την ορίσει η δημιουργική ικανότητα των τεχνιτών που θα δουλέψουν μ’ αυτή την πίστη. Θα προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε τα ζωντανά στοιχεία της παράδοσης που μπορούνε να εκφράσουνε τους δικούς μας, τους σημερινούς καημούς. Τα στοιχεία αυτά, που αλλάζουνε μόνο το ντύμα σε κάθε εποχή, είναι νομίζω ολιγότερο επικίντυνο να τα ξεχωρίσουμε αρνητικά.
»Δεν είναι γνώρισμα ελληνικό το φευγαλέο, το θολό σχέδιο, ούτε το θαμπό σκοτεινό λερωμένο χρώμα. Ούτε το επεισοδιακό, το αποσπασματικό κομμάτιασμα της φύσης και των μορφών, ούτε η επιπόλαιη εντύπωση μιας στιγμής. Ούτε η ασάφεια στη διατύπωση των εννοιών μιας εικόνας. Ούτε η δυσαρμονία στη σύνθεση των διαφορετικών αξιών από την κυριαρχούσα μορφή ίσαμε την τελευταία λεπτομέρεια ενός βοστρύχου, ενός φυτού, ενός ψαριού, ενός ζώου σε μια οποιαδήποτε γωνιά της εικόνας. Και είναι αυτονόητο πως το θέμα το Ελληνικό δεν κάνει την τέχνη Ελληνική».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις