«Τι θα έλεγε γι’ αυτό ο Μαγκάκης;»
Ένας σπουδαίος, καθαρός άνθρωπος
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης ήταν ένας σε διεθνές επίπεδο πρώτης γραμμής θεωρητικός και δάσκαλος του ποινικού δικαίου κι ένας διακεκριμένος εργάτης της ποινικής πράξης. Ήταν, όμως, ακόμα και πολλά άλλα, και ίσως σημαντικότερα. Ήταν ένας σπουδαίος, καθαρός άνθρωπος, ένας άψογος, θαρραλέος πολίτης, ένας προικισμένος λογοτέχνης, ένας υποδειγματικός πολιτικός, ένας συνειδητός Έλληνας.
Αναπολώντας τις εντελώς πρώτες μου επαφές και συνακόλουθα τη στενή γνωριμία και φιλία που με συνέδεσε με τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη, γυρίζω πάνω από πενήντα χρόνια πίσω – στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα, όταν πρωτογύρισα στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών μου στο Μόναχο, όπου είχε κάνει κι αυτός το διδακτορικό του. Οι σχετικές αναμνήσεις μου δεν μπορεί να έχουν άλλη αφετηρία από τα τότε βιώματά μου στο Ποινικό Σπουδαστήριο της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στον δεύτερο όροφο του ιστορικού κτηρίου της οδού Σόλωνος. […]
Πράγματι, με τον Μαγκάκη και τα δικά του πνευματικά και ηθικά εφόδια έμπαινε στον δικό μας επιστημονικό, αλλά και, πιο πέρα, στον ελληνικό πολιτικό στίβο ένας από τους κορυφαίους μιας καινούριας γενιάς, από την οποία είχε κανείς πολλά να περιμένει, ενόψει μάλιστα της πολιτικής τρικυμίας που είχε τότε –μιλάω για τα έτη 1962-1965– ξεσπάσει στη χώρα μας, και ήταν αδύνατο να αφήσει αδιάφορο τον Μαγκάκη, θερμό υπερασπιστή της συνταγματικής νομιμότητας, άκαμπτο και ατρόμητο αγωνιστή για τις ιδέες του, ανυποχώρητο και σκληρό μαχητή για τις εθνικές, ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες, που τα τελευταία χρόνια της γερμανικής κατοχής τον είχαν φέρει ως και αντάρτη στα βουνά της Ηπείρου. Η σχέση του με την έννοια και με την ίδια τη λέξη «ελευθερία» ήταν μοναδική. Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφερθώ σε δύο αποσπάσματα από κείμενά του. Πρώτα, στο δοκίμιό του «Η Ελλάδα μου», που αναφέρεται στην αγάπη του για τη λέξη «ελευθερία»:
«Από μικρός την αγάπησα. Στην αρχή δεν ήξερα σχεδόν τίποτε για το νόημά της. Μα, λες, με μάγευε από τότε ο ήχος της. Ελευθερία. Πρέπει να ήταν η σοφία των φθόγγων της. Αυτές οι τρεις πρώτες διαδοχικές συλλαβές, όλες με το πιο λιτό από τα φωνήεντα, το έψιλον (…) μαζί με την ευφροσύνη του λάμδα, τη θαλπωρή του θήτα και τη μαρμάρινη αδρότητα του ρο».
Και το άλλο, απόσπασμα από το περίφημο «Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους»:
«Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη “Ελευθερία”. Είναι η ώρα που πηγαίνει να χαράξει. Βγαίνω από τον ύπνο και αισθάνομαι πάντα μια πικρή έκπληξη, συνειδητοποιώντας κάθε μέρα κι απ’ την αρχή πως βρίσκομαι στη φυλακή. Τότε προφέρω την αγαπημένη μου λέξη. Πριν προφτάσει να με κυριαρχήσει η συνείδηση της φυλακής. Με τη λέξη αυτή το κελί μου γεμίζει ιδέα. Είναι μαγική. Και τότε συμφιλιώνομαι με την καινούργια μου άδεια μέρα».
Κι όταν μιλούσε ο Μαγκάκης για «ελευθερία», δεν εννοούσε, βέβαια, την άναρχη ελευθερία του «ξέφραγου αμπελιού», αλλά την τιθασευμένη από το δίκαιο ελευθερία, από το δίκαιο που δεν ήταν γι’ αυτόν τίποτε άλλο από μια τεχνική, η τεχνική της ελευθερίας.
[…]
Με την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του στην Ελλάδα και το Πανεπιστήμιο, και με δεδομένο το υψηλότατο κύρος που είχε κατακτήσει, η ανάμιξή του στην πολιτική, με απολύτως ειλικρινή από μέρους του διάθεση προσφοράς, ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Όμως, ποτέ ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης δεν επεδίωξε, όπως κατεξοχήν εδικαιούτο, πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες. Υπηρέτησε με σεμνότητα, με απόλυτη εντιμότητα, αφοσίωση και ανιδιοτέλεια εκεί που κάθε φορά ετάχθη και είχε πάντοτε να εμφανίσει σημαντικά επιτεύγματα της εκάστοτε υπουργίας του.
[…]
Όμως ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, πέρα από τις επιδόσεις του στην ποινική θεωρία, στην δικαστηριακή πράξη και στην επιτυχημένη υπουργική θητεία του, και την στη συνέχεια πανηγυρική επάνοδό του στην πανεπιστημιακή έδρα, υπήρξε γενικότερα ένας σημαντικός πνευματικός άνθρωπος και συγγραφέας. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το αληθινά εκπληκτικό, γραμμένο στη φυλακή, λατρευτικό για την πατρίδα μας –θα το αποκαλούσα: λυρικό– δοκίμιό του με τίτλο «Η Ελλάδα μου», που δημοσιεύτηκε πρώτα ως ένα από τα γνωστά «Δεκαοκτώ Κείμενα» και είχε βαθιά απήχηση. Ήταν αληθινά μοναδική η, θα έλεγε κανείς, ερωτική σχέση του με το θελκτικό ελληνικό τοπίο, την ελληνική φύση, προπάντων την ελληνική θάλασσα. Κανείς, με εξαίρεση ίσως τον Περικλή Γιαννόπουλο, δεν τα περιέγραψε με τόση ευαισθησία και αγάπη όσο αυτός, όπως άλλωστε και την καθαρότητα και λεβεντιά των απλών λαϊκών ανθρώπων της πατρίδας μας, κι ακόμα το αισθητικό μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας. Ήταν, όπως λέει ο ίδιος, «δεμένος με παθιασμένη και ακατάλυτη αγάπη για τον τόπο του, κι αυτό οδήγησε τα βήματά του».
Η πικρία […] είχε αρχίσει, όμως, να συσσωρεύεται από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και από τις πρώτες επαφές του με την δημιουργούμενη έκτοτε νέα πραγματικότητα. Αυτό τον ώθησε ήδη το 1981, με αφορμή δυσάρεστες εμπειρίες της εποχής, να συμπληρώσει το εκπληκτικό κείμενό του για την Ελλάδα με ένα οξυδερκέστατο δοκίμιο καταγραφής των πληγών της Ελλάδας, που συμπεριελήφθη στο τεύχος με τίτλο «Από την Ελλάδα στην Αντιελλάδα», με καίριες αρνητικές διαπιστώσεις. Τη ρίζα μας, που σεβόμαστε κάποτε εμείς οι Έλληνες, διαπιστώνει με οδύνη ο Μαγκάκης, «τη χάνουμε αδιάκοπα. Την καταχωνιάζουμε σε πεθαμένα χώματα, σε μπάζα σπιτιών, τόπων και ανθρώπων και την ποδοπατάμε κι από πάνω με λύσσα, λες για να ξεραθεί ολότελα».
[…]
Η επίγνωση της δυσεκρίζωτης αυτής τραγικότητας σφράγισε την πορεία του Γεωργίου – Αλέξανδρου Μαγκάκη τα χρόνια που ακολούθησαν, στα οποία θα μπορούσε, αν αφηνόταν, να προσφέρει πολύ περισσότερα. Το πέρασμα των χρόνων επέτεινε τη δυσφορία του για όσα έβλεπε και άκουγε γύρω του. Τόσο περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια. Και λίγο πριν τον καλύψει το νοητικό σκοτάδι, πρόφτασε να γράψει τους ακόλουθους συγκλονιστικούς στίχους:
«Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο
Αυτός που αφήνω πίσω μου
Σίγουρα δεν είναι η Ελλάδα μου
Αυτός είναι άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής
Δεν με αφορούν
Τι θέλω ανάμεσά τους;
Να ’στε όλοι καλά!»
Με αυτά τα λόγια έφυγε από τη ζωή ένας μεγάλος Έλληνας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα που σίγουρα δεν διορθώθηκε από τότε –το αντίθετο συνέβη–, ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης ενσάρκωνε μέχρι τέλους ιδεοτυπικά έναν από κάθε άποψη ολοκάθαρο, όρθιο, προικισμένο άνθρωπο, που πολλά προσέφερε στην πατρίδα μας, στην οποία ήταν απόλυτα αφοσιωμένος – και μόνη η παρουσία του άλλωστε ανάμεσά μας, και περισσότερο στους φίλους του, ήταν πάντοτε μια πηγή φωτός, ένα σταθερό σημείο αναφοράς και σύγκρισης για κάθε είδους και υπό ευρεία έννοια πολιτική δράση στον ευρύτερο χώρο μας. Μ’ αυτήν την έννοια αξίζει, ίσως, να θέτει κανείς από όσους τον έζησαν, πάντοτε σε σχέση με την όποια εκκρεμή απόφαση και δράση του δικού μας θεσμικού κύκλου, που ενέχει ηθικό, νομικό ή πολιτικό βάρος, το ερώτημα: «Τι θα έλεγε γι’ αυτό ο Μαγκάκης;», και ανάλογα να αποφασίζει. Τα ίχνη που άφησε φεύγοντας είναι αληθινά ανεξίτηλα. Ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης δεν ξεχνιέται.
*Κείμενο του διαπρεπούς νομικού, πανεπιστημιακού και ακαδημαϊκού Νικολάου Ανδρουλάκη (1933-2019) για τον αείμνηστο Γεώργιο Αλέξανδρο – Μαγκάκη (πηγή: theartofcrime.gr). Το 1978 ο Μαγκάκης και ο Ανδρουλάκης ίδρυσαν από κοινού την επιστημονική σειρά δημοσιεύσεων «Ποινικά» (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα).
Ο Νικόλαος Ανδρουλάκης
Το συγκεκριμένο κείμενο δημοσιεύεται εις μνήμην του Γεωργίου – Αλέξανδρου Μαγκάκη (1922-2011) με αφορμή τη συμπλήρωση 54 ετών από την έναρξη της δίκης της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» (Παρασκευή 27 Μαρτίου 1970), στην οποία ο Μαγκάκης, με την ιδιότητα τού τέως υφηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ήταν ένας από τους κατηγορουμένους.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την επομένη, το Σάββατο 28 Μαρτίου 1970, υπήρχε εκτενές ρεπορτάζ για την πρώτη ημέρα της δίκης υπό τον τίτλο Η «Δημοκρατική Άμυνα» δικάζεται. Ένας από τους πρωτοσέλιδους τίτλους της εφημερίδας ήταν ο ακόλουθος: Μαγκάκης και Καράγιωργας καταγγέλλουν ότι υπέστησαν βασανιστήρια στην ανάκρισιν. Οι δύο καθηγητές, ο Μαγκάκης και ο επίσης αείμνηστος Σάκης (Διονύσης) Καράγιωργας (1930-1985), με δηλώσεις τους που είχαν αναγνωσθεί ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών, είχαν καταγγείλει τα σωματικά βασανιστήρια που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Γεώργιος Αλέξανδρος – Μαγκάκης, διακεκριμένος επιστήμονας (καθηγητής Ποινικού Δικαίου) και πολιτικός, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, γεγονός που προκάλεσε τη μακρόχρονη φυλάκισή του και το βασανισμό του.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ως έγκλειστος διαφόρων φυλακών της χώρας μας, ο Μαγκάκης έγραψε κείμενα με τα οποία κατήγγειλε απερίφραστα και καταδίκασε σθεναρά το δικτατορικό καθεστώς.
Ένα από τα εν λόγω κείμενα ήταν το «Γράμμα απ’ τη φυλακή για τους Ευρωπαίους», που γράφτηκε κρυφά και βγήκε κρυφά από τις φυλακές. Δημοσιεύτηκε, από το 1971 και μετά, σε μεγάλες εφημερίδες του κόσμου, δόθηκε ως διδακτική ύλη σε αμερικανικά πανεπιστήμια και εκδόθηκε κατ’ επανάληψιν στο εξωτερικό από ελληνικές και ξένες οργανώσεις.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.3.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στην Ελλάδα το «Γράμμα απ’ τη φυλακή» του Μαγκάκη είδε πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μόλις το 1974, όταν —κατόπιν αδείας του συγγραφέα— φιλοξενήθηκε στις στήλες του «Βήματος» (για την ακρίβεια, δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής» που είχε κυκλοφορήσει στις 11 Αυγούστου 1974).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις