Βαμβάκι: Εφιαλτικό το σενάριο να «φύγει» από τον κάμπο της Θεσσαλίας
Τι απαντούν παραγωγοί και εκκοκιστές στην πρόταση των Ολλανδών για την αντιπλημμυρική θωράκιση της Θεσσαλίας
Μόνο ως ένα κακό σενάριο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το ενδεχόμενο να σταματήσει από τον κάμπο της Θεσσαλίας η καλλιέργεια, ενός από τα πιο σημαντικά αγροτικά προϊόντα «σημαία» της χώρας μας, το βαμβάκι.
Το πόρισμα της μελέτης των Ολλανδών για την αντιπλημμυρική θωράκιση και τους υδάτινους πόρους της Θεσσαλίας, που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, στο οποίο περιλαμβάνεται η πρόταση για «μετάβαση στις καλλιέργειες από χαμηλής αξίας και υψηλών απαιτήσεων σε νερό (πχ βαμβάκι και καλαμπόκι) σε καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων που απαιτούν (τις περισσότερες φορές) λιγότερο νερό και χώρο», προκάλεσε την έντονη ανησυχία και τον προβληματισμό του αγροτικού κόσμου.
Όμως για τους παραγωγούς και τους εκκοκκιστές η συνέχιση της καλλιέργειας βαμβακιού στη Θεσσαλία αποτελεί «κόκκινη γραμμή», καθώς στην περιοχή παράγεται σχεδόν το 1/3 των συνολικών ποσοτήτων του προϊόντος, ενώ δηλώνουν ότι απαιτούνται γενναίες αποφάσεις, προκειμένου ο «λευκός χρυσός» της Ελλάδας να φτάσει ακόμα πιο ψηλά, παρά τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες που πέρασε τη φετινή χρονιά και με «όπλο» τη μοναδική του ποιότητα να κατακτήσει τις διεθνείς αγορές.
Άλλωστε, η Ελλάδα αποτελεί με διαφορά την κυρίαρχο βαμβακοπαραγωγό χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς διαθέτει το 80% των καλλιεργούμενων εκτάσεων βαμβακοκαλλιέργειας, αποτελεί την 6η χώρα παγκοσμίως, ενώ το βαμβάκι είναι το τρίτο κυρίαρχο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν.
Τι λέει η μελέτη
Ήδη, οι εκπρόσωποι των αγροτών έχουν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για το master plan της Ολλανδικής εταιρείας «HVA International», στο οποίο περιλαμβάνεται και το θέμα των υδάτινων πόρων. Κατά τη διάρκεια της μελέτης της περιοχής, όπως επισημαίνεται στο σχετικό έγγραφο της HVA, «έγινε αντιληπτό ότι οι τομείς γεωργίας και κτηνοτροφίας στη Θεσσαλία βρίσκονται αντιμέτωπες και με έναν άμεσο και πολύ σοβαρό κίνδυνο: αυτόν της έλλειψης νερού και κατά συνέπεια της ερημοποίησης της περιοχής. Ο κίνδυνος αυτός προκλήθηκε από την άντληση για δεκαετίες μεγάλων ποσοτήτων νερού μέσω γεωτρήσεων οι οποίες υπερέβαιναν τις ποσότητες αναπλήρωσης του υδροφόρου ορίζοντα».
Ανάμεσα σε άλλα, αυτό που «προτείνεται ως λύση ώστε να διασφαλιστεί το εισόδημα των αγροτών και παράλληλα να προστατευτεί ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής, είναι να υλοποιηθεί μια σταδιακή, πολυετής και συντονισμένη μετάβαση στις καλλιέργειες από χαμηλής αξίας και υψηλών απαιτήσεων σε νερό (π.χ βαμβάκι και καλαμπόκι σε καλλιέργειες κηπευτικών και φρούτων που απαιτούν (τις περισσότερες φορές) λιγότερο νερό και χώρο, ενώ παράλληλα έχουν υψηλότερη αξία παράγοντας μεγαλύτερο εισόδημα για τους παραγωγούς».
Η μετάβαση αυτή προτείνεται να πραγματοποιηθεί σε ένα χρονικό διάστημα όχι περισσότερο από 6 χρόνια, «λόγω της αμεσότητας του κινδύνου παντελούς εξάντλησης των αποθεμάτων νερού στην περιοχή και να γίνει μέσω μιας προσεκτικά σχεδιασμένης στρατηγικής για την υλοποίηση της μετάβασης», σημειώνεται.
«Δεν καθόμαστε σε κανένα τραπέζι διαπραγμάτευσης»
Η ανακοίνωση της ολλανδικής πρότασης να φύγει από τον κάμπο της Θεσσαλίας το βαμβάκι επειδή είναι υδροφόρο φυτό προκάλεσε αναστάτωση στους παραγωγούς και εκκοκκιστές.
Ήδη, η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος (ΔΟΒ), όπως επισημαίνει στον ΟΤ ο πρόεδρος της Ευθύμιος Φωτεινός, σε συναντήσεις με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και με τον πρωθυπουργό, έχει ξεκαθαρίσει ότι «τη μελέτη αυτή δεν την υιοθετούμε, δεν την στηρίζουμε και δεν καθόμαστε καν σε κανένα τραπέζι διαπραγμάτευσης. Το βαμβάκι είναι για μας κόκκινη γραμμή και όπως οι δικές τους μελέτες λένε ότι το βαμβάκι είναι υδροφόρο φυτό, άλλες τόσες μελέτες έχουμε κάνει και εμείς που αποδεικνύουν ότι το βαμβάκι όχι μόνο δεν είναι υδροφόρο φυτό αλλά θέλει το λιγότερο νερό σε σχέση με τα άλλα αγροτικά προϊόντα όπως το καλαμπόκι, το τριφύλλι κ.ά».
Στο σενάριο να γίνει δεκτή από την κυβέρνηση η ολλανδική μελέτη, ο κ. Φωτεινός ξεκαθαρίζει ότι το ενδεχόμενο αυτό θα φέρει «πληγή στον αγροτικό τομέα και ειδικά στο βαμβάκι». Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί, αυτή τη στιγμή το βαμβάκι καλλιεργείται σε 2,5 εκατ. στρέμματα σε όλη την Ελλάδα, απασχολούνται 45.000 άνθρωποι, υπάρχει εισροή χρημάτων περίπου στα 200 εκατ. ευρώ από γεωργικά εφόδια, πετρέλαια, αγροτικά μηχανήματα, είναι το τρίτο εξαγώγιμο προϊόν, το οποίο εκκοκκισμένο φέρνει 1 δισ. ευρώ.
«Ποιο άλλο προϊόν στην Ελλάδα έχει αυτά τα πλεονεκτήματα; Η κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι και περήφανη γι’ αυτό το προϊόν, γιατί όταν μιλάμε για ευρωπαϊκό βαμβάκι μιλάμε για ελληνικό. Και αυτό γιατί στην Ευρώπη το ελληνικό βαμβάκι φτάνει στο 80% της παραγωγής και μόλις το 20% είναι ισπανικό. Οπότε αυτό το προϊόν πρέπει να το υπερασπιστούν και να μην μπουν καν στο τραπέζι της διαβούλευσης», σημειώνει ο κ. Φωτεινός.
Μια δύσκολη χρονιά
Αν και το 2023 ξεκίνησε για το βαμβάκι αισιόδοξα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα του Σεπτεμβρίου, τα οποία θα παραμείνουν στις μνήμες ως μία από τις δυσκολότερες δοκιμασίες, που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν παραγωγοί και εκκοκιστές, ανέτρεψαν τα πάντα. Υπολογίζεται ότι το 30% της ελληνικής βαμβακοκαλλιέργειας χάθηκε από την κακοκαιρία Daniel στη Θεσσαλία και περίπου το 40% των εκκοκκιστικών μονάδων υπέστησαν σοβαρές ζημιές.
Ταυτόχρονα, τη φετινή χρονιά σημειώθηκαν μια σειρά γεγονότα, τα οποία σύμφωνα με τους ανθρώπους της αγοράς, περιλαμβάνουν τη μείωση των στρεμματικών αποδόσεων λόγω των πλημμυρών στη Θεσσαλία, τη μειωμένη ζήτηση από παραδοσιακές αγορές, όπως της Τουρκίας, που έφερε μείωση των εμπορευματικών συναλλαγών και την αργή διάθεση του προϊόντος, τα υψηλά επιτόκια και το αυξημένο κόστος. Επίσης, η αγορά της Αιγύπτου είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα με τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, ενώ η αγορά της Ασίας ήταν δυσπρόσιτη λόγω των προβλημάτων διέλευσης από τη διώρυγα του Σουέζ.
«Κοιτάμε μπροστά»
«Τα φετινά πρωτόγνωρα πλημμυρικά φαινόμενα ανέτρεψαν όλα τα δεδομένα. Αφήνουμε αυτή τη χρονιά πίσω σε ότι αφορά την παραγωγή και πάμε τώρα μπροστά. Απαιτείται η στήριξη του προϊόντος για να συνεχίσει να πηγαίνει καλά», τονίζει ο πρόεδρος της ΔΟΒ.
Το βαμβάκι είναι το τρίτο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν, ενώ υπάρχουν οι προοπτικές για περαιτέρω άνοιγμα στις διεθνείς αγορές. Η ποιότητα, η πιστοποίηση, η ταυτότητα του προϊόντος ήταν τα στοιχεία εκείνα που και τη φετινή χρονιά – παρά τις δυσκολίες στην παραγωγή – αποτέλεσαν τα «όπλα» για τις εξαγωγές του «λευκού χρυσού».
«Κινούμαστε και σε νέες αγορές εκτός από την Τουρκία και την Ευρώπη και σιγά σιγά το βαμβάκι θα πάρει τη θέση που του αξίζει. Έχουμε ένα ποιοτικό προϊόν και τα φτερά του ελληνικού βαμβακιού έχουν ανοίξει», σημειώνει ο κ. Φωτεινός.
Σε αυτό θα συμβάλλει και το νέο 3ετές πρόγραμμα προώθησης το οποίο θα «τρέξει» σε Δανία, Φινλανδία, Σουηδία και με το οποίο θα αναδειχτούν τα υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά και η ασφάλεια στη χρήση, που έχουν τα προϊόντα από ελληνικό βαμβάκι.
Το βαμβάκι με αριθμούς
Μειωμένη κατά 9% ήταν η καλλιεργούμενη έκταση τη φετινή χρονιά (2023-2024) η οποία έφτασε τα 2.301.819 στρέμματα και παρήχθησαν 626.000 τόνοι σύσπορου βάμβακος (μείωση κατά 32%) και 210.000 τόνους εκκοκκισμένου (μείωση κατά 35%). Η μέση απόδοση έφτασε τα 272 κιλά το στρέμμα, σημειώνοντας μείωση κατά 24%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ αντίστοιχα, το 2022-2023 καλλιεργήθηκαν σχεδόν 2,5 εκατ. στρέμματα ενώ η παραγωγή έφτασε τους 915.000 τόνους σύσπορου και 320.000 τόνοι εκκοκκισμένου βάμβακος, με μια μέση απόδοση στο χωράφι 360 κιλά ανά στρέμμα.
Πρώτη στη λίστα της βαμβακοκαλλιέργειας, σύμφωνα με τα στοιχεία, είναι η Κεντρική Μακεδονία, στην οποία φέτος καλλιεργήθηκε το 46% της συνολικής παραγωγής σε 745.176 στρέμματα και τα οποία απέδωσαν 287.000 τόνους σύσπορου βάμβακος και 96.134 τόνους εκκοκκισμένου.
Στη Θεσσαλία, καλλιεργήθηκαν 728.552 στρέμματα, σηματοδοτώντας μια μείωση 7%. Λόγω των καταστροφών, όμως, το παραγόμενο σύσπορο ήταν 120.200 τόνοι, που είναι το 19% της συνολικής παραγωγής. Η απόδοση στο χωράφι ήταν 165 κιλά/στρέμμα, μειωμένη κατά 59%. Η παραγωγή του εκκοκκισμένου εκτιμάται περίπου στους 40.270 τόνους, μια μείωση 65%.
Στην Κεντρική Ελλάδα καταγράφηκε η μεγαλύτερη μείωση στα στρέμματα, τα οποία ανήρθαν σε 266.0000 (μειωμένα κατά 13% σε σχέση με πέρσι), με την παραγωγή σύσπορου να φτάνει τους 70.000 τόνους (το 11% της συνολικής παραγωγής) και 23.000 τόνους εκκοκισμένο (μειωμένο κατά 40%).
Στην Ανατολική Μακεδονία καλλιεργήθηκαν 38.000 στρέμματα (1% μείωση), με παραγωγή 16.000 τόνων σύσπορου (το 3% της συνολικής παραγωγής) και 5.000 τόνοι εκκοκκισμένο.
Στη Θράκη (εκτός του νομού Έβρου) καλλιεργήθηκαν 278.000 στρέμματα (11% μείωση), με παραγωγή 69.000 τόνοι σύσπορου (το 11% της συνολικής παραγωγής) και 23.000 τόνοι εκκοκισμένο.
Στον Έβρο καλλιεργήθηκα 210.000 στρέμματα (μείωση κατά 8%), με παραγωγή 53.000 σύσπορου (το 8% της συνολικής παραγωγής) και 17.000 τόνοι εκκοκκισμένου.
Στη Δυτική Ελλάδα καλλιεργήθηκαν 23.000 στρέμματα (μείωση κατά 3%), με παραγωγή 9.000 σύσπορο (το 1% συνολικής παραγωγής) και 3.000 τόνοι εκκοκισμένο.
Πηγή: ΟΤ
- Χρήματα: Νέα καταγγελία για πλαστά χαρτονομίσματα – «Επέμεναν ότι στη δική τους τράπεζα αποκλείεται»
- Holiday heart syndrome: Τι είναι και πως μας επηρεάζει;
- ΕΕ: Αυστηρές συστάσεις προς τη Βόρεια Μακεδονία
- ΠΑΣΟΚ: «Η αντιστροφή του pasokification είναι γεγονός» για τη Χαριλάου Τρικούπη
- OHE: Επί τάπητος η συμφωνία του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν – Τι προκαλεί ανησυχία
- Συνταγή: Κρέπες με μανιτάρια και κοτόπουλο στο φούρνο