«Η ελληνική οικονομία αντέχει»
«Η Ελλάδα ανέκτησε την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας πέρυσι, γεγονός που θα συμβάλει στη βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι», τονίζει στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο γ.γ. του ΟΟΣΑ
- Οι εικόνες της χρονιάς μέσα από τον φακό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα
- Το ΕΚΠΑ απαντά στην παραπληροφόρηση για τις διεθνείς κατατάξεις των ελληνικών δημόσιων πανεπιστημίων
- «Η Βόρεια Κορέα ετοιμάζει στρατεύματα και drones για τη Ρωσία», προειδοποιεί η Σεούλ
- Οι πολιτικές προβλέψεις του Economist για το 2025
Η ελληνική οικονομία αντέχει, ωστόσο υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, δηλώνει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν.
Ο επικεφαλής του διεθνούς Οργανισμού, ο οποίος θα συμμετέχει στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών (10-13 Απριλίου), συστήνει στην Ελλάδα τόνωση της παραγωγικότητας και δημιουργία περισσότερου δημοσιονομικού χώρου. Προτείνει άλλωστε και για την Ευρώπη, ευρύτερα, να ακολουθήσει περιοριστική δημοσιονομική πολιτική και να παραμείνει συνετή η νομισματική πολιτική.
Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει χάσει τη δυναμική της. Πώς αξιολογείτε τις προοπτικές ανάπτυξης και τις προκλήσεις;
Υπάρχουν λόγοι για μέτρια αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης. Μετά την ανάπτυξη 0,5% το 2023, αναμένουμε αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη κατά 0,6% φέτος και 1,3% το επόμενο έτος, βοηθούμενη από τη χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών και την ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων, καθώς υποχωρεί ο πληθωρισμός. Οι δαπάνες στο πλαίσιο του NextGenerationEU θα συμβάλουν επίσης στην αύξηση των επενδύσεων. Δύο βασικοί κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι επίμονες πιέσεις στις τιμές των υπηρεσιών. Η διακοπή της κυκλοφορίας εμπορευμάτων στην Ερυθρά Θάλασσα προκαλεί ανησυχία για τις οικονομικές προοπτικές. Μια διεύρυνση ή κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες πιέσεις τιμών, ελλείψεις προσφοράς και μείωση της οικονομικής ανάπτυξης. Ο πληθωρισμός των τιμών των υπηρεσιών, ενώ έχει μειωθεί, παραμένει αυξημένος στο 4% στην ευρωζώνη. Θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονος σε περίπτωση ισχυρών αυξήσεων μισθών, υψηλών περιθωρίων κέρδους ή ασθενούς αύξησης της παραγωγικότητας. Προτεραιότητες πολιτικής είναι η διασφάλιση της μακροοικονομικής σταθερότητας και η βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης. Η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμείνει συνετή, δηλαδή περιοριστική, για κάποιο χρονικό διάστημα για να διασφαλιστεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συγκρατηθούν. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει επίσης να είναι περιοριστική, με το δημόσιο χρέος στην ΕΕ στο 84% του ΑΕΠ το 2022 από 62% το 2007 και τις υψηλές πιέσεις για περαιτέρω δαπάνες, μεταξύ άλλων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και των απαιτήσεων για εθνική άμυνα. Οι διαρθρωτικές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η διατήρηση των πόρων για επενδύσεις στην εκπαίδευση, η ψηφιακή και κλιματική μετάβαση, καθώς και η αναζωογόνηση του εμπορίου.
Οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν σε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Ωστόσο, ο μέγιστος βαθμός περιοριστικής νομισματικής πολιτικής θα συμπέσει με την έναρξη αυστηρότερης δημοσιονομικής πολιτικής. Τι συνέπειες βλέπετε;
Ύστερα από τέσσερα χρόνια εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής, βλέπουμε το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ ως ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Μια αποτελεσματική εκταμίευση των κονδυλίων του NextGenerationEU θα είναι σημαντική για τη στήριξη της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης και της ανθεκτικότητας των οικονομιών της ΕΕ. Σε εθνικό επίπεδο, απαιτούνται έντονες προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης των δαπανών και καλά σχεδιασμένα δημοσιονομικά πλαίσια ώστε να διασφαλιστεί δημοσιονομική βιωσιμότητα και να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος έναντι μελλοντικών κραδασμών. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να στηρίξει τη νομισματική πολιτική για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στους στόχους της ΕΚΤ και να επιτρέψει στην ΕΚΤ να περάσει από την περιοριστική σε μια πιο ουδέτερη νομισματική πολιτική. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων ενεργειακής στήριξης, που απομένουν, στοχεύουν καλύτερα σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και στο να διατηρηθούν τα κίνητρα εξοικονόμησης ενέργειας.
Επιτρέπει το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο αρκετές επενδύσεις; Μήπως χρειάζεται η Ευρώπη έναν διευρυμένο προϋπολογισμό για να χρηματοδοτήσει την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση;
Σε μια περίοδο αναγκαίου δημοσιονομικού περιορισμού υπάρχει πράγματι κίνδυνος να επηρεαστούν οι δημόσιες επενδύσεις. Οι χώρες θα πρέπει να διασφαλίσουν επαρκείς δημόσιες επενδύσεις στα εθνικά δημοσιονομικά τους σχέδια στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Πρέπει επίσης να διευκολύνουν καλύτερα τις ιδιωτικές επενδύσεις, προωθώντας τον ανταγωνισμό και ένα φιλικό προς τις επενδύσεις επιχειρηματικό περιβάλλον. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της ψηφιακής και κλιματικής μετάβασης είναι σημαντικές, εκτιμώνται από την Κομισιόν 0,5-1 τρισ. ευρώ ετησίως έως το 2030. Οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο αύξησης του προϋπολογισμού της ΕΕ κατά τη διαπραγμάτευση του επόμενου πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου.
Συμμερίζεστε την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία ή υπάρχουν λόγοι ανησυχίας;
Ναι, η ελληνική οικονομία αντέχει καλά σε ένα πολύ δύσκολο οικονομικό περιβάλλον. Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα από τον Νοέμβριο του 2023 προέβλεπαν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2% το 2024 και 2,4% το 2025, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ο μειούμενος πληθωρισμός και η ανθεκτική αγορά εργασίας υποστηρίζουν την κατανάλωση και η ανάκαμψη του τουρισμού έχει ενισχύσει τις εξαγωγές. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Greece 2.0» συγκεντρώνει επίσης δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, παρά τις σφιχτές οικονομικές συνθήκες. Οι διαρθρωτικές βελτιώσεις, όπως μέσω της ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών, της περικοπής της γραφειοκρατίας και της ενίσχυσης των τραπεζικών ισολογισμών, παίζουν βασικό ρόλο στη θετική προοπτική. Η Ελλάδα ανέκτησε την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας πέρυσι, γεγονός που θα συμβάλει στη βελτίωση των πιστωτικών συνθηκών και στη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι. Η ασθενέστερη ανάπτυξη στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, θα μείωνε την εξωτερική ζήτηση και θα είχε ως αποτέλεσμα λιγότερους τουρίστες στην Ελλάδα. Περαιτέρω διακοπές στη ναυτιλία στην Ερυθρά Θάλασσα μπορεί να αυξήσουν το κόστος μεταφοράς. Αυτό θα αύξανε τις προοπτικές για νέες ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Θα μπορούσε επίσης να μειώσει τη ζήτηση για την ελληνική ναυτιλία, που αντιπροσωπεύει περίπου το ένα πέμπτο των εξαγωγών.
Ποιες οι συστάσεις σας προς την ελληνική κυβέρνηση, δεδομένων των αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, της κλιματικής αλλαγής και των δημογραφικών προκλήσεων;
Οι βασικές προτεραιότητες για την Ελλάδα είναι δύο. Πρώτον, η συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών για την τόνωση της παραγωγικότητας, η οποία θα συμβάλει στην τόνωση της ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι περίπου 40% λιγότερο παραγωγική από τη μέση χώρα του ΟΟΣΑ. Η παραγωγικότητα πρέπει να καλύψει τη διαφορά. Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο, τα ποσοστά απασχόλησης παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ειδικά για τους νέους και τις γυναίκες, την ίδια στιγμή που οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού έχουν αυξηθεί. Δεύτερον, η δημιουργία περισσότερου δημοσιονομικού χώρου θα συμβάλει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και στην παροχή ευελιξίας και ανθεκτικότητας έναντι τυχόν μελλοντικών κραδασμών. Θα συμβάλει επίσης στη διατήρηση των επενδύσεων που απαιτούνται για τη στήριξη της κλιματικής μετάβασης και θα ενισχύσει την ανάπτυξη. Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας παραμένει με προκλήσεις, παρά τα μειωμένα επιτόκια, κυρίως από τον EFSF και τον ESM, στο δημόσιο χρέος της. Το χρέος είναι υψηλό και μεγάλο μέρος των δαπανών δεσμεύεται για τις συντάξεις και τη συγκριτικά μεγάλη δημόσια διοίκηση. Τα μεταρρυθμιστικά σχέδια της Ελλάδας για την κατάρτιση, τη στήριξη υψηλότερων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διασφάλιση αυξανόμενων πρωτογενών πλεονασμάτων αντιμετωπίζουν βασικά ζητήματα. Πρέπει να συνεχιστούν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις