Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Τα παιδικά χρόνια του Γέρου του Μωριά
Η γέννηση και τα ταραγμένα πρώτα χρόνια της ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννιέται, στο Ραμουβούνι Μεσσηνίας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε αναμφισβήτητα ο στρατιωτικός ηγέτης της ελληνικής επανάστασης του 1821, ξεχωρίζοντας για την στρατηγική του ευφυΐα και την ικανότητά του να εμπνέει τις λαϊκές μάζες.
Εύλογα, όσον αφορά τα πεπραγμένα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η προσοχή των περισσοτέρων στρέφεται στα κατορθώματά του κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την Ελευθερία, όμως καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωσή του ως ηγέτη, υπηρξαν και όσα βίωσε στα παιδικά του χρόνια.
Το 1930, ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Σπύρος Μελάς και το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», φωτίζουν τα θυελλώδη πρώτα χρόνια της ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Η γέννησή του
«Με τη φυγή του Ψαρού, την ήττα του Μπάρκωφ, τη σφαγή και τη φωτιά στην Τριπολιτσά (σ.σ. πρόκειται για την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των Ορλοφικών το 1770), τρόμος έκοψε απότομα τους ραγιάδες πούχαν ξεθαρρέψη για μια στιγμή». Γενική έξοδο των πληθυσμών για τα δάση και τα βουνά. Η «καπετάνισσα», η μάννα του Κολοκοτρώνη, με την κοιλιά στο στόμα – ήταν ετοιμόγεννη – ακολούθησε το ρέμα της φευγάλας. Μαύρο μεγαλοβδόμαδο.
»Την ημέρα κρυβόντουσαν, άκουγαν με λαχτάρα τον αντίλαλο του κυνηγητού, της μακρυνές ντουφεκιές, τα ξεφωνητά. Και τη νύχτα, σαν τ’ αγρίμια, περπάταγαν από μονοπάτια και γιδόστρατες, σχίζανε λόγγους, περνάγανε ποτάμια, γλυστράγανε από γκρεμούς.
»Οι άνδρες είχαν τα γρόσια κι ό,τι άλλο πολύτιμο στον κόρφο του κι η γυναίκες πρόσεχαν τα μικρά να μη φωνάξουν και προδώσουν το καραβάνι. Τα δάση της Αλωνίσταινας, κόντά στην Τριπολιτσά, δε μπορούσαν να τους ασφαλίσουν. (…) Σκαρφάλωναν σε μια πλαγιά, στο Ραμαβούνι»
Εκεί στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας γεννήθηκε το Πάσχα του 1770 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
«Η καπετάνισσα πονούσε. Άλλες γυναίκες τη βαστάγαν στ’ ανηφόρι, της δίνανε καρδιά. Ξημέρωνε Δευτέρα της Λαμπρής. Η γυναίκα δεν κράταγε πια. Της στρώσανε χαμόκλαδα, μιάν αντρομίδα, κάτω από ένα δέντρο και τη βάστηξαν να γεννήση.
»Στο θυμαρομυρισμένον αέρα του ελληνικού βουνού πήρε την πρώτη ανάσα, η φλόγες της πυρπολημένης Τριπολιτσάς ήταν το πρώτο φως π΄ αντίκρυσε, η βουή των αρμάτων το νανούρισμά του, τα κλάματα κι η κατάρες στον Τούρκο η πρώτη ανθρώπινη φωνή π’ άγγιξε την ακοή του»
Τον βάφτισαν Θεόδωρο, όχι όμως λόγω κάποιου πρόγονού του ούτε για λόγους συμβολικούς και θρησκευτικούς.
«Αυτό τ’ όνομα είνε καινούργιο στη γενηά του. Κανένας από τους Κολοκοτρωναίους δεν το είχε. Ήτανε τ’ όνομα της μόδας, ενός από τους αδερφούς Ορλώφ, που μιλώντας διαρκώς στους πληθυσμούς για την αρχαία ελληνική δόξα, είχε γίνη πολύ αγαπητός. Η επανάσταση όμως έσβυνε. Αρβανίτικα λεφούσια σάρωναν την Ελλάδα»
Στις τελευταίες μάχες της αποτυχημένης επανάστασης των Ορλοφικών, σκοτώθηκε ο παππούς του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ιωάννης και δύο αδέρφια του παππού του.
«Κατέβηκε ξεθαρρεμένος ως το Νησί των Καλαμών, προδόθηκε, πιάστηκε. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέβηκαν τότε κρυφά στη Μάνη. Τα μοιρολόγια τους αποκοίμιζαν το μικρό Κολοκοτρώνη. Κι ο ύπνος του κοβότανε απ’ αναστέναγμα και βογγητό»
Η κλέφτικη ζωή του πατέρα του
Οι παιδικές εικόνες και τα ακούσματα του Κολοκοτρώνη ήταν βουτηγμένες μέσα στη ζωή των κλεφτών και των οθωμανικών βιαιοτήτων κατά των Χριστιανών.
«Κλειστός και σκοτεινός ήταν ο μανιάτικος πύργος με τους παχείς τοίχους, όπου πέρασε ο Κολοκοτρώνης τα τρυφέρα χρόνια. Μέσ’ από της πολεμίστρες πρωτοείδε τον κάμπο και τον ουρανό. (…) Κι η βαρειά πόρτα δεν άνοιγε παρά για να μπουν εικόνες και διηγήσεις για διωγμούς και σφαγές, κρότοι αρμάτων εκδικητικών, αντίλαλοι πολέμων και ρίγη θανάτων, πούτρεφαν το αδιάκοπο μοιρολόϊ των γυναικών»
Ο πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντής περισσότερο καιρό ζούσε μακριά από την οικογένειά του ως κλέφτης, παρά μαζί τους. Πάντα, όμως, επιστρέφοντας έφερνε μαζί του έναν σωρό αφηγήσεις για περιπέτειες.
«Ο πατέρας έλειπε μακρυά. Είχε ντουφέκι, εδώ κι εκεί με τους Αρβανιτάδες. Αφού πνίγηκε το κίνημα του Ορλώφ κρατημούς πια δεν είχανε. Γινήκανε οργή Θεού για τους Αρβανιτάδες (…) Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη γύριζε, χτυπώντας εδώ κι εκεί, αυτά τ’ αγρίμια.
»Όταν ο μικρός Θόδωρος άρχισε να νοιώθη καλά τη μητρική ομιλία, του διηγότανε η καπετάνισσα πώς ο πατέρας του χτύπησε πέρα στα Καλάβρυτα, στης Κατσάνες, το γιοφύρι του Μπίμπαγα το φοβερό Αρβανίταρο Μπεκιάρη και τον ξέκαμε.
»Ο μικρός άκουγε με προσήλωσι. Κοκκίνιζε ως τ’ αυτιά. Η εικόνα του πατέρα μεγάλωνε στη φαντασία του. Τον έβλεπε αρηά και πού. (…) Η βαρειά πόρτα του πύργου έτριζε τη νύχτα. Ο καπετάνιος έφτανε, αγκαλικές, δακρυσμένα φιλιά, τα παιδιά ξύπναγαν, έβγαζε τ’ άρματά του, καθόταν στην φωτιά να πυρωθή. Ο Θοδωράκης έτρεχε στην αγκαλιά του. Τον θαύμαζε αμίλητος. Του φαινόταν γίγαντας. Πασπάτευε το γιαταγάνι του, πάσχιζε να σηκώση της βαρειές πιστόλες του (…) Πότε θα μεγάλωνε κι αυτός, να ζώση το σπαθί, να πάη κοντά του, στα ψηλά βουνά! Έτρεμε κι όλας, κάθε φορά το φυλοκάρδι τους μην τύχη και δεν τον ξαναϊδούνε πια».
Η μοιραία νύχτα
Όσο όμως μεγάλωναν και αυξάνονταν τα κατορθώματα του Κωνστανή Κολοκοτρώνη, τόσο αυξανόταν και η ανάγκη των οθωμανικών αρχών να τον βρουν και να τον εξοντώσουν.
«Το κεφάλι του πατέρα του Κολοκοτρώνη δεν αποφασίστηκε μόνο για την αλύγιστη περηφάνεια που δειξε στον Τσεζαερλή. Δεν άρεσε στον πασά, για το μέλλον της ίδιας της Τουρκιάς, να υπάρχη τόση δύναμι αρμάτων στα χέρια των ραγιάδων και με τέτοιους αρχηγούς. – Να μη γλυτώσω απ’ το σπαθί του Κολοκοτρώνη! Έγινε ο συνειθισμένος όρκος των Αρβανιτάδων. Κι οι Τούρκοι, το ίδιο, έτρεμαν.»
Αργά ή γρήγορα, το κακό θα γινόταν.
«Ήταν Ιούνιος μήνας του 1780. Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη κι ο Παναγιώταρος, ο δυνατός φίλος του, ήταν ήσυχοι και ξένγοιαστοι, όταν άξαφνα. Οι δικοί τους έφεραν το μαντάτο, πώς, από στεργιά κι από θάλασσα, Τουκριά πολλή έρχεται να τους χτυπήση. (…)
Ο Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος έστειλαν ανθρώπους τους να ζητήσουν ενισχύσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
»Οι δυο καπετάνιοι απόμειναν αβοήθητοι. Κλείστηκαν στους πύργους με τα λίγα παλληκάρια τους. Οι Τούρκοι φθάσανε, στήσανε κανόνια κι ολμοβόλα γύρω τους. Το μέρος βούιζε από το πλήθος του στρατού. (…)
»Είκοσι χιλιάδες ντουφέκια ρίχνανε πυρωμένο χαλάζι. Από της πολεμίστρες τα παλληκάρια θέριζαν την Τουρκιά. Η καπετάνισσα, η άλλες γυναίκες, τα παιδιά ο μικρός Θόδωρος, του βοήθαγαν. Τους έδιναν νερό να πιουν, του κουβάλαγαν χαρούτσα. Τα κανόνια όμως άρχισαν να γκρεμίζουν τους τοίχους»
Οι πολιορκημένοι ήταν αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε έξοδο.
– Θα βγούμε απόψε με τα σπαθιά. Το φεγγάρι θα γείρη μετά τα μεσάνυχτα.
Η γυναίκες και τα παιδιά θα μπουν στη μέση, θα πάρουμε τα βουνά.
Και ο Θεός βοηθός.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παιδί ακόμα, βρίσκεται στο κέντρο μιας ομάδας ανθρώπων που με τα όπλα στα χέρια ορμάει κατά μέτωπο των πολιορκητών τους.
«Τα μεσάνυχτα, πούγειρε το φεγγάρι και σκοτείνιασε ο ουρανός, άνοιξαν της πόρτες κι ώρμησαν με τα σπαθιά. Τέτοιο σάστισμα πάθανε οι Τούρκοι, μέσα στον ύπνο τους, που δε μπόρεσαν να σκοτώσουν παρά μόνο τρεις.
»Ένα δύο-παιδιά ξεφώνισαν απάνω στις ντουφεκιές, τα ζύγωσαν οι Τούρκοι, τα σκλάβωσαν. Ο μικρος Θόδωρος, κρατώντας από το χέρι τη μάννα του, ακολουθούσε γοργά, σιωπηλά στο σκοτάδι. Άστραψαν πλάι τους τουρκικά σπαθιά. Ο πατέρας του λαβώθηκε, βόγγησε, πάσχισε να περπατήση, δε μπορούσε.
– Τραβάτε σεις, είπε στην καπετάνισσα, εγώ θα κρυφτώ στο λόγγο. Καλές αντάμωσες αν βρεθούμε με τους ζωντανούς.
Πνιγμένα κλάματα στο σκοτάδι. Σιγανές, βραχνές φωνές ύστερα της μάννας, πούκραζε τ’ άλλα της παιδιά. Τίποτα καμμιάν απόκρισι. Είχανε πέση στα χέρια των Τούρκων»
Ο μικρός Θεόδωρος συνέχισε να περπατά μέσα στο σκοτάδι με τη μητέρα του, έχοντας δει τους Τούρκους να λαβώνουν τον πατέρα του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που θα τον αντίκριζε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις