«Φύγε όσο είναι νωρίς!»
Μας λένε εκ του ασφαλούς ένα «Να φεύγετε». Να φύγουμε, λοιπόν. Και να πάμε πού;
Απολύτως αχρείαστα τα κλισέ: «η γυναικοκτονία που συγκλόνισε». «Τραγικός θάνατος». «Θλίψη σκόρπισε…». Δεν έγινε τίποτε από όλα αυτά. Ούτε συγκλονίστηκε η πλειοψηφία της κοινής γνώμης από τη γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα, έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων, ούτε σκόρπισε θλίψη, πλήν στις γνωστές εξαιρέσεις.
Ειδικά στην περίπτωση της Κυριακής Γρίβα, η κοινή γνώμη είχε να πει πολλά. Πολλά χοντροκομμένα. Ο γυναικοκτόνος ήταν χρήστης, είχε ψυχικές βλάβες και την κακοποιούσε συστηματικά. Εκφράστηκαν ορισμένοι συγκαλυμμένα (ή λιγότερο) εναντίον του θύματος. Ο Μανώλης Σφακιανάκης, ας πούμε, είπε ευθέως πως η νεκρή 28χρονη προκάλεσε τον δράστη, «επειδή ήταν χαρούμενη στα κοινωνικά δίκτυα». Πράγμα που οδήγησε στη διαγραφή του από τον Νίκο Χαρδαλιά.
«Αυτή τον διάλεξε», είπαν κάποιοι. «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για τις πράξεις μας», έγραψαν άλλοι και με το «υπεύθυνοι» εννοούν πάντα «υπεύθυνες». Οι γυναίκες φταίμε. Που δεν καταλάβαμε. Κι επομένως, τώρα είμαστε πια νεκρές -εκτός, βέβαια, από όσες γλιτώσαμε τυχαία και ζήσαμε να απολογηθούμε που «δε φύγαμε νωρίτερα».
Να φεύγετε
Αυτή η προτροπή κρύβει τόση καταπίεση… Μας λένε εκ του ασφαλούς ένα «Να φεύγετε», έτσι, εκτός του χορού μας λένε «να φεύγετε». Να φύγουμε, λοιπόν. Και να πάμε πού; Να μια πρώτη ερώτηση. Στις ανύπαρκτες δομές; Στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, που θα μας ρωτήσουν χίλιες φορές αυτό το ασυναίσθητο, μα τόσο πολύ αναίσθητο, «μα καλά, δεν είχες καταλάβει τίποτα;».
Ή μήπως να πάμε στην αστυνομία; Τόσες και τόσες πήγαν. Η Κυριακή ήταν μία από αυτές. Δεν γλίτωσε.
Έχει μια ελαφρότητα αυτό το «να φεύγετε». Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να περιγράψω γιατί είναι τόσο δύσκολο.
Γιατί δε φύγαμε εγκαίρως
Ξέρετε την αλληγορία με τα βατράχια που τα βράζουν ζωντανά; Και μετά αυτά συνηθίζουν στη θερμοκρασία, ώσπου πλέον είναι αργά να πηδήξουν έξω από το νερό που βράζει. Έτσι είναι κι η κακοποιητική σχέση. Δεν καταλαβαίνεις ότι σε εξοντώνει. Πως προετοιμάζεσαι για θύμα.
Ο Σέρεν Κιργκεγκόρ έγραφε πριν δύο αιώνες στο Ημερολόγιο ενός διαφθορέα πως για να αποπλανήσει ένας άντρας μια νέα, πρώτα τη γεμίζει κομπλιμέντα. «Η πιο όμορφη, η πιο μοναδική». Μετά υπόσχεται σπουδαιότητες. «Θα ζήσουμε μαζί, θα είμαστε μαζί για πάντα, θα είσαι δική μου». Μετά την αποκόπτει από το περιβάλλον της. «Οι φίλες σε ζηλεύουν, οι γονείς δε σε αγαπούν».
Και μετά αρχίζει αν τη μειώνει. «Ποτέ κανένας δε θα σε αγαπήσει όσο εγώ». Κι ακούει το ήδη θύμα, πως δεν είναι τελικά η πιο όμορφη. Ούτε η πιο μοναδική. Ούτε η πιο έξυπνη. Κι αυτός της κάνει χάρη. Κι άρα ναι, όντως, ποτέ δεν θα την αγαπήσουν όσο εκείνος.
Σιγοβράζει στο θερμαινόμενο νερό το θύμα. Αν υπάρχουν σημάδια; Υπάρχουν, ναι. Όσο μικρότερη είσαι, τόσο λιγότερο πιθανό να τα αναγνωρίσεις. Ο τρόπος που ουρλιάζει όταν τσακώνεστε, η απίστευτη ζήλια, η κτητικότητα, οι απειλές χωρισμού. Ο πόλεμος αρχικά είναι ψυχολογικός.
Ο έλεγχος πού ήσουν, τι έκανες, τα νεύρα και τα μούτρα. Είναι εγχειρίδιο, δεν έχει αλλαγές τέτοια τεχνική. Μπορεί να είναι διαφορετικό το ύφος, αλλά όχι ο τρόπος: σου τσακίζει την αυτοπεποίθηση στην αρχή. Αυτήν που έχτισε ο ίδιος. Την τσακίζει.
Το πρώτο περιστατικό βίας θα είναι αδιάγνωστο. Θα σε σφίξει πολύ δυνατά σε έναν καυγά, ας πούμε, θα ζητήσει χιλιάδες φορές συγγνώμη όταν δει τις μελανιές. Πιθανότατα θα κλάψει κι όλας. Την πρώτη φορά που θα ζητήσεις να χωρίσεις, θα σε παρακαλέσει.
Την δεύτερη, όμως, όχι.
Γιατί μένεις με τον θύτη σου;
Είναι ντροπή -έτσι πιστεύω- είναι ντροπή να κατηγορηθεί μια γυναίκα που έμεινε με τον θύτη της. Ντροπή, μάλιστα.
Μέσα σε μια τόσο νοσηρή πραγματικότητα, δεν αναγνωρίζεις το σωστό και το λάθος. Ελπίζεις να αλλάξει, επειδή σε αγαπάει; Πιθανό. Φοβάσαι, μπερδεύεσαι; Πιθανότερο. Νομίζεις πως μόνο αυτό σου αξίζει; Μπορεί.
Υπάρχουν τρεις διαφορετικές αλήθειες: η μία είναι η κόλαση που ζεις εσύ. Γιατί αυτό, που δε σου αξίζει, αυτή τη βία σου την ασκεί ένας άνθρωπος που εμπιστεύεσαι και που αγαπάς. Είναι τρομακτικό να το αποδεχτείς, τρομακτικό να κατανοήσεις πως «απλώς» ένας άνθρωπος είναι εγκληματίας. Ανεξάρτητα από εσένα, απολύτως ανεξάρτητα. Κι ούτε θα αλλάξει. Ακόμη κι αν σε αγαπάει, δε θα αλλάξει. Γιατί εκείνο που είπε από την πρώτη στιγμή «θέλω να είσαι δική μου» το εννοούσε κυριολεκτικά. Με τίτλους κτήσης.
Έπειτα, η κόλαση είναι οι άλλοι. Ξέρετε πόσο υποτιμούν τα θύματα εκεί έξω. Χωρίς ερωτηματικό. Ξέρετε. Τελεία. Φταίει αυτή που δεν έφυγε, που κάτι έκανε, που ήταν δειλή, που δεν είδε τα σημάδια. Ακόμη και «καλοπροαίρετα» όλα αυτά θα τα ρωτήσουν οι άνθρωποί σου. «Μα δεν το κατάλαβες;». Όχι, δεν το κατάλαβα. Τι να κάνουμε τώρα, έτσι λειτουργεί η βία. Από τη μία το θύμα δεν καταλαβαίνει, από την άλλη μαθαίνει πως εκείνη και μόνο εκείνη πρέπει να ντρέπεται. Πάνω και πρώτα από όλα, πρέπει να ντρέπεται. Από το «δε σε μεγάλωσα έτσι» ενός γονιού, ως το «δεν το περίμενα από εσένα» ενός φίλου. Δεν περίμενα να «ανεχτείς», δηλαδή. Λες κι έκανες σε κάποιον χάρη, στον κακοποιητή σου εν προκειμένω. Τόσος φόβος, τόση αβεβαιότητα ερμηνεύεται ως… ανοχή.
Κι η τρίτη κόλαση είναι η έλλειψη δομών. Να φύγεις και μετά τι; Να πας πού; Να σε βοηθήσει ποιος; Μια αστυνομία που αδιαφορεί; Ένα ανύπαρκτο για της κακοποιημένες γυναίκες κοινωνικό κράτος; Κι ειδικά αν δεν έχεις χρήματα να ζήσεις μόνη σου, αν έχεις και παιδιά συν τοις άλλοις, να μείνεις πού; Πού να μείνεις, χωρίς να νιώθεις πως πρέπει να απολογηθείς;
«Να φεύγετε»
Μας λένε μετά, «να φεύγετε». Πρώτα μας έλεγαν «να μιλάτε». Μιλήσαμε, απαξιωθήκαμε και τελικά, πολλές δολοφονήθηκαν στο τέλος. Έληξε το πρώτο επιχείρημα, λοιπόν. Τώρα ξεκίνησε το «να φεύγετε».
Ελαφρά τη καρδία, εκ του ασφαλούς μας λένε να φεύγουμε. Πώς; Δεν ξέρουν. Για πού; Δεν ξέρουν. Κι όσες έφυγαν το έκαναν γιατί είχαν κάπου να στηριχτούν, ώστε να αγνοήσουν όλες αυτές τις ερωτήσεις από τους αγαπημένους ανθρώπους. Όλα εκείνα τα «τι του έκανες» και τα «γιατί δεν το κατάλαβες». Δεν ξέρω τι είχε η καθεμία σαν στήριγμα. Ίσως να είχαν τα μελλοντικά ψέματα που επρόκειτο να πούνε: με βοήθησαν οι γονείς κι οι φίλοι. «Δε με έκριναν».
Ίσως να ήλπιζαν πως όντως μπορεί να βοηθήσει η αστυνομία.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένα «να φεύγετε». Υπάρχει μόνο το «δεν φταις ούτε τώρα, ούτε κι έφταιξες ποτέ». Υπάρχει και το «εδώ είσαι ασφαλής». Κυρίως, υπάρχει μια παραδοχή της αποτυχίας: «εγώ, εμείς φταίμε που δεν έφυγες νωρίτερα». Είτε λέγεσαι κράτος, είτε λέγεσαι κοινωνία.
- Ζιζέλ Πελικό: «Mr Everyman» – Οι 51 «δράκοι» που καταδικάστηκαν στην «δίκη του αιώνα» στη Γαλλία
- Προκαλεί το «De Grece» των Γλύξμπουργκ – Σφοδρά πυρά από κόμματα, οι παρατηρήσεις Αλιβιζάτου
- Μηχανική βλάβη στο flying Cat 5 με 115 επιβάτες – Επέστρεψε στον Πειραιά
- Αστυνομικός στη Βουλή: Οι πρώτες συναντήσεις της 35χρονης συζύγου του με τις τρεις κόρες της – Τι της είπαν
- Τουρκικά «σενάρια» για ΑΕΚ και Ντένσβιλ
- Μητσοτάκης: Η προστασία των συνόρων είναι αναπόσπαστο μέρος της μεταναστευτικής στρατηγικής