Η θεία μου έχει πατήσει τα 76. Ξυπνάει καθημερινά στις 7:00 και το πολύ έως τις 9:00 έχει φτάσει στη δουλειά της με τα πόδια.

Για περίπου 12 ώρες -μ’ ένα μικρό διάλειμμα μισής ώρας μέσα στη μέρα- θα στέκεται κατά κύριο λόγο όρθια να σιδερώνει ή να μοντάρει υφάσματα. Στην περίπτωση που βρει το χρόνο να καθίσει θα είναι επειδή χρειάζεται να σκύψει πάνω από το ύφασμα, να ράψει ή να το μετρήσει.

Τα μάτια δεν βοηθάνε πια, ούτε και η μνήμη της, όπως η ίδια λέει. Παρ΄ όλα αυτά εργάζεται έξι μέρες την εβδομάδα, έντεκα και κάτι μήνες το χρόνο, από τα 18 της.

Η αμοιβή της απ’ αυτή τη δουλειά δεν ξεπερνά συνολικά τα 412 ευρώ της σύνταξης που λαμβάνει από το ΙΚΑ. Το ράψιμο δεν αφήνει χρήματα πια. Παλαιότερα λάμβανε κι άλλα 200 ευρώ από το ΕΚΑΣ που κόπηκαν στην πορεία απ’ τα Μνημόνια.

Έχει ζήσει αρκετά χρόνια για να μην πιστεύει κανέναν στο πολιτικό σύστημα. Δεν πηγαίνει να ψηφίσει. Τα βράδια του Χειμώνα όταν γύριζε από τη δουλειά, σκεφτόταν δυο και τρεις φορές αν έπρεπε να ανάψει την ηλεκτρική σόμπα για να ζεσταθεί και να τρίψει τα πρησμένα πόδια της, συνδέοντάς την ευθέως με τα χρωματιστά τιμολόγια και το ενδεχόμενο κόστος.

Το μεγάλο άγχος της είναι να μην αρρωστήσει και να μην πέσει στο κρεβάτι. Θέλει να φύγει, όταν έρθει η ώρα, όρθια. Μετράει το κάθε ευρώ που περνάει από το χέρι της ως κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Εδώ κι ένα χρόνο κάνει οικονομία και βάζει στην άκρη κάτι για να πάει να φτιάξει τα δόντια της. Ειλικρινά, δε νομίζω ότι θα το καταφέρει ποτέ. Κι αν δυο ανίψια της έχουμε προσφερθεί να πληρώσουμε το κόστος αρνείται επειδή «η ζωή είναι ακριβή παιδάκι μου, έχετε ανάγκες, αφήστε με εμένα».

Ο αδελφός της στο χωριό τον περασμένο μήνα πάτησε τα 71. Πήρε τη σύνταξη των 700 ευρώ στα 67. Δούλευε κι εξακολουθεί να δουλεύει τη γη από τα 12 χρόνια του όταν και παράτησε το σχολείο. Του χρόνου δηλαδή θα συμπληρώσει 60 χρόνια δουλειάς.

Στην επαρχία τα κουτσοβολεύεις με 700 ευρώ, σπίτι δικό σου, κήπο με λαχανικά, κοτέτσι με κότες και φιλέματα. Όταν όμως έχεις μια μέση που δεν αντέχει πια άλλα βάρη κι ο σφάχτης σε πιάνει και δεν σε αφήνει, κι από κοντά μια γυναίκα καρδιοπαθή, με έντονο πρόβλημα σακχάρου και κινητικά προβλήματα, τα δεδομένα αλλάζουν.

Χρειάζεται να σηκώνεσαι κάθε δεύτερη μέρα από τις 4:00 το πρωί και να βοηθάς τον διάδοχό σου πλέον, να φορτώσει το αγροτικό για τις λαϊκές. Και θα είσαι τυχερός όταν γυρίσεις μετά από ένα 12ωρο εργασίας με ένα 20άρικο στην τσέπη. Στις ενδιάμεσες μέρες φροντίζει τη γη, όπως ακριβώς το έκανες και πριν συνταξιοδοτηθεί. Για όσο αντέξει, όπως συνηθίζει να λέει.

Νομίζω πως αν είχαν την επιλογή, θα ακολουθούσαν πιο αργούς ρυθμούς στη ζωή τους. Δεν θα επέλεγαν δηλαδή να εργάζονται για 10ωρα και 12ωρα σε αυτή την ηλικία, όσο ενεργητικοί και αν ήταν.

Υπάρχει λοιπόν εκεί έξω ένας αθέατος κόσμος για τον οποίο το ζητούμενο δεν είναι «αν θα κοπεί η σύνταξη», αλλά το γεγονός ότι η σύνταξη απλώς δεν τους φτάνει, ένας κόσμος που γνωρίζει στο πετσί του καλά τη διαφορά του «επιλέγω» από το «αναγκάζομαι».