Παρότι οι εκπρόσωποι του ελληνικού κομμουνισμού θα υποστηρίξουν κατ’ επανάληψη ότι αποτελούν ρεύμα ριζωμένο στις ελληνικές συνθήκες, θέση αναγκαία για να αποσείσουν μια κατηγορία για «ξενική υποκίνηση» που μπορούσε να αποβεί μοιραία, όχι μόνο το κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε ένα διεθνές κίνημα αλλά και η εξέλιξη του ελληνικού κομμουνισμού σε διαφορετικές στιγμές ορίστηκε από τη συνάντηση ανάμεσα στο ελληνικό και το διεθνικό στοιχείο.

Με αυτή τη διεθνική διάσταση καταπιάνεται το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου «Ελληνικός κομμουνισμός. Μια διεθνική ιστορία (1912-1974)» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αντίποδες και στηρίζεται σε συστηματική αρχειακή εργασία Άλλωστε ο συγγραφέας υπήρξε για την περίοδο 2016-2023 διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Και όπως εξηγεί στον πρόλογο, επέλεξε την οπτική και μεθοδολογία της διεθνικής ιστορίας για να προσφέρει μια «εναλλακτική πολιτική γεωγραφία ελληνικού κομμουνισμού» (σ. 22) που να συμπεριλαμβάνει τα διαφορετικά κέντρα αλλά και την κινητικότητα και τη διασπορικότητα που όρισαν τις διαδρομές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Το πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Εβραϊκός σοσιαλισμός» δεν αποτελεί μόνο υπενθύμιση της σημασίας της δράσης των Εβραίων σοσιαλιστών στη Θεσσαλονίκη, με εμβληματική φυσιογνωμία τον Αβραάμ Μπεναρόγια, αλλά και την απόσταση ανάμεσα τους σοσιαλιστικούς κύκλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με έντονα στοιχεία διεθνισμού και πολυεθνικότητας, και την συστράτευση των σοσιαλιστών της «Παλαιάς Ελλάδας» με τον βενιζελικό εθνικισμό, ενίοτε και με αντισημιτικούς επιτονισμούς, και τον τρόπο που τελικά ο αντίκτυπος της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 έσπρωξε τα πράγματα σε μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Προσφυγικός κομμουνισμός» ο Καρπόζηλος εξηγεί ότι το γεγονός ότι πολλά από τα στελέχη που διαμόρφωσαν τον ελληνικό κομμουνισμό είχαν προσφυγική καταγωγή δεν είναι απλώς μια βιογραφική λεπτομέρεια αλλά στοιχείο που καθιστά αναγκαία την «κατανόηση του κόσμου του μεσοπολεμικού κομμουνισμού μέσα από το πρίσμα της ανθρώπινης κινητικότητας» (σ. 153), ενώ τονίζει τη σημασία των στελεχών που από την Κωνσταντινούπολη και τη Διεθνή Πανεργατική Ένωση θα βρεθούν στη Μόσχα και το Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργαζομένων της Ανατολής (ΚΟΥΤΒ) για να πρωταγωνιστήσουν μετά στο ΚΚΕ. Υπογραμμίζει, όμως, και την τομή που αντιπροσώπευε η εκλογή του τριαντάχρονου πρόσφυγα Μήτσου Παρτσαλίδη ως δήμαρχου Καβάλας το 1934, ως «η στιγμή που οι μέχρι χτες ανώνυμοι των πληθυσμιακών μετακινήσεων γίνονταν ορατοί και επικίνδυνοι συνάμα, μέσα από την εμφανή ταύτισή τους με την κομμουνιστική υπόθεση» (σ. 225).

Το κεφάλαιο με τίτλο «Κόμμα της Διεθνούς», εξετάζει τις σύνθετες διαδρομές ανάμεσα στο ΚΚΕ και την Κομμουνιστική Διεθνή, από την αποστολή στελεχών για να σπουδάσουν στις κομματικές σχολές στη Σοβιετική Ένωση, στην παρουσία και δράση ενός ελληνικής καταγωγής κομματικού δυναμικού στην ΕΣΣΔ, ιδίως στον Σοβιετικό Καύκασο, και τον τρόπο που αρκετοί από αυτούς θα βρεθούν στο στόχαστρο των εκκαθαρίσεων μετά το 1937. Στέκεται, ακόμη, στην εμπειρία των εθελοντών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά και στις διαδρομές στελεχών όπως ο Δημήτρης Σακαρέλος και ο Νίκος Βαβούδης.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, με τίτλο «Πόλεμος και επανάσταση», ο Καρπόζηλος ανασυγκροτεί μια ξεχωριστή σελίδα της ιστορίας του ελληνικού κομμουνισμού, αυτή του Κινήματος της Μέσης Ανατολής, ιστορία που στη συλλογική συνείδηση σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκε με τη λογοτεχνική αφήγησή του στις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα. Ο Καρπόζηλος παραθέτει πλούσιο αρχειακό υλικό για να ανασυνθέσει αυτή την εμπειρία, που αναμετρήθηκε οδυνηρά με την αντινομία ανάμεσα στη «δυναμική επιδίωξη της κατάληψης της εξουσίας και τις δεσμεύσεις της συμμαχικής ενότητας» (σ. 424).

Το πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Διεθνικός σοσιαλισμός», παρακολουθεί την πολιτική προσφυγιά μετά το τέλος του Εμφυλίου, υπό το πρίσμα μια διεθνικής προσέγγισης, καθώς ασχολείται με τον τρόπο που το ΚΚΕ γίνεται ένα «κόμμα της Ανατολής» δηλαδή των Λαϊκών Δημοκρατιών και των ιδιαίτερων συνθηκών, υπογραμμίζοντας παράλληλα τον τρόπο που η αλλαγή ηγεσίας μετά το 1956, στον άμεσο απόηχο της αποσταλινοποίησης, οδήγησε και στην ανοιχτή αμφισβήτηση προηγούμενων επιλογών και τοποθετήσεων.

Το έκτο κεφάλαιο με τίτλο «Το αίνιγμα της δημοκρατίας», στέκεται στον αντίκτυπο που είχε στις οργανώσεις εκτός Ελλάδας, τόσο η εμπειρία της δικτατορίας όσο και το τραύμα της εισβολής των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, μαζί με τη διάσπαση του ΚΚΕ. Ο Καρπόζηλος καταγράφει πώς βιώθηκαν αυτά τα γεγονότα, τις δυναμικές που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένους τόπους και χρόνους, όπως για παράδειγμα στην πολύ αριστερότερα της ηγεσίας οργάνωση Παρισιού του ΚΚΕ (εσ.), την ανάδυση μιας «νέας αριστεράς» αλλά και το γεγονός ότι εν τέλει «ο ελληνικός κομμουνισμός στα χρόνια της δικτατορίας διεκδίκησε και κατάφερε να την αναγνώριση από το παλιό πολιτικό σύστημα ανταλλάσσοντας τον στόχο της ριζικής κοινωνικής μεταβολής, της επανάστασης, με τη δυνατότητα της επιστροφής σε μια ελεύθερη και δημοκρατική πατρίδα. Με την επιστροφή του στην αγκαλιά του έθνους» (σ. 616).

Αν κάτι προκύπτει από το βιβλίο του Καρπόζηλου, είναι ότι οι ιστορίες του ελληνικού κομμουνισμού είναι πιο σύνθετες από όσο ήθελε η επίσημη ιστοριογραφία (και η κομματική και του κρατικού αντικομμουνισμού), με μεγαλύτερη διασύνδεση του εθνικού και του διεθνικού, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο καθοριστικές για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής πραγματικότητας.

 

Το φάντασμα δεν πλανιέται πια…

Ο Καρπόζηλος παραδέχεται ότι αναφέρεται σε έναν ιστορικό κύκλο που έχει κλείσει και αντί για το «φάντασμα του κομμουνισμού» αναμετριόμαστε με σενάρια για το τέλος του κόσμου. Επιμένει, όμως, ότι αυτό «δεν αποκλείει τη δυνατότητα εμφάνισης ενός νέου διεθνιστικού οράματος, με άλλο όνομα και περιεχόμενο», καθώς «απαλλαγμένοι, με επώδυνο, αλλά εντέλει απελευθερωτικό, τρόπο από την πίστη στην ιστορία, μπορούμε να σκεφτούμε εκ νέου ότι οι δημιουργοί της είναι τελικά οι άνθρωποι κάθε εποχής» (σ. 630).