Φίλοι του άλλου πολέμου,
σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη
ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η
μέρα…

Με τον λόγο του ποιητή (σ.σ. Γιώργος Σεφέρης, Σαλαμίνα της Κύπρος, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’) να έρχεται στον νου και στο στόμα τολμώ να μιλήσω σήμερα για τους συντρόφους που δεν είναι πια μαζί μας. Γι’ αυτούς που κίνησαν από την Πίνδο προς τα βουνά της Αλβανίας πριν από πενήντα χρόνια, στις 28 του Οκτώβρη του 1940, για να γράψουν με το αίμα τους μιαν ακόμη ιστορική υποθήκη του νεότερου ελληνισμού και να συναγωνιστούν τους πατέρες και τους παππούδες τους. Ο ποιητής (σ.σ. Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Τα Πάθη Ε’) είναι αυτός που θα συλλάβει τις ιστορικές καταβολές της αδυσώπητης πάλης που μνημονεύουμε σήμερα ύστερα από μισόν αιώνα.

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί
στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.

Και η μνήμη αυτή δεν είναι γραμμένη στα βιβλία· ήταν μέσα στη σάρκα και στο αίμα των παιδιών εκείνων που αντίκρισαν το κακό τότε […].


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.11.1990, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μνημονεύουμε τη μέρα εκείνη που ορίστηκε να είναι η δεύτερη εθνική γιορτή των Ελλήνων, μια γιορτή που δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι πριν από πενήντα χρόνια. Θα μπορούσε να θεωρηθεί φοβερή αλαζονεία μιας γενιάς που ανεβάζει στο μυθικό βάθρο τον εαυτό της. Και όμως, δεν είναι· οι «ήρωες» του μύθου αυτού είμαστε όλοι εμείς που οδεύουμε πολύ πέρα από το «μεσοστράτι» της ζωής, κι όμως κανένας δεν υψώνει με αυθάδεια το κεφάλι του που έχει πια λευκανθεί. Κανένας δεν αποπνέει ηρωική μεγαλαυχία και κομπασμό· τα παιδιά μας δεν μπορούν να μας κατηγορήσουν για υπεροψία. Τη λάμψη της ηρωικής ώρας μας την κρύψαμε στα φυλλοκάρδια μας να θερμαίνει τα παγερά και άδοξα στερνά μας. Αυτό δεν σημαίνει πως την ξεχάσαμε κι ακόμα λιγότερο πως την απαρνηθήκαμε.


Αν τη μυστική και άγια εκείνη μέρα βιάστηκαν να της φορέσουν τον λαμπρό μανδύα της επισημότητας, δεν είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό όσοι με την πιο φυσική και καθαρή φωνή φώναξαν τότε το παρών και πέρασαν τη δοκιμασία του άντρα. Η γενιά του ’40 προχώρησε με ταπεινοσύνη και ήρεμη αποφασιστικότητα σ’ αυτό που λέμε οι καλαμαράδες Ιστορία. Η Ιστορία δεν είναι γραφτό, είναι πράξη μοναδική, ανεπανάληπτη και στην ουσία της αμετάδοτη. Τα γεγονότα που συγκεντρώνουν τα ιστορικά κείμενα είναι αδύναμες σκιές και αντήχηση της παλλόμενης ζωής, που χύνεται από τον κρατήρα του ηφαιστείου πυρακτωμένη και ασυγκράτητη. Μόνον η Τέχνη μπορεί κάποτε να συλλάβει το συναρπαστικό κατόρθωμα των ανθρώπινων ομάδων, των λαών, που διασπούν το φράγμα του ατόμου και με μια κοινή πίστη ορμούν στην πραγμάτωση κάποιων ιδανικών.


Αυτή η υπέρβαση του ασήμαντου ατόμου αποτελεί τον άθλο των μεγάλων ιστορικών στιγμών. Τότε που ο άνθρωπος, οιστρηλατημένος από μιαν ιδέα που καταφάσκει με απόλυτο τρόπο τη ζωή, δέχεται να αντιμετωπίσει άφοβα τον θάνατο και να πει το μοναδικό: Λευτεριά ή θάνατος. Και μονάχα τότε κατορθώνει να καταχτήσει τη Λευτεριά, που σημαίνει να δικαιώσει τη ζωή του. Οι έννοιες της Λευτεριάς, της Ζωής, του Θανάτου παύουν να έχουν σε τέτοιες ιστορικές στιγμές μεταφυσικό χαρακτήρα, γυμνώνονται ολότελα από κάθε ψεύτικη φιλολογική ωραιολογία και αποτελούν απλή, χειροπιαστή και αισθητή πραγματικότητα.


Οι πολεμιστές του ’40 δεν πίστεψαν πως είναι υπεράνθρωποι· θυμήθηκαν μονάχα την ανθρώπινη υπόστασή τους. Ήταν άντρες με γυναίκες και παιδιά, είχαν τη δουλειά τους, το μαγαζί τους, το χωράφι τους. Είχαν μέσα τους τον φόβο του θανάτου όταν άφηναν τα σπίτια τους· τον ξεπέρασαν στην κοινότητα του στρατιώτη που οδεύει στη μάχη. Έκαναν το χρέος τους, και όσοι ξαναγύρισαν στον τόπο τους πήγαν πάλι στις δουλειές τους. Κανένας όμως δεν ήταν πια ο ίδιος. Τώρα πια ήξεραν πως είχαν αντικρίσει τον θάνατο, ήξεραν πως ήταν άντρες. Οι πιο πολλοί συνέχισαν τη δοκιμασία και τον αγώνα και στα τέσσερα χρόνια της Κατοχής, στις πόλεις, στα βουνά, στην έρημο της Αφρικής, σε στεριά, αγέρα και θάλασσα.

[…]


Χωρίς σκέψη, χωρίς προσποίηση, χωρίς ρητορισμούς, με μια φυσική και ανεπιτήδευτην απλότητα, πήραν οι Έλληνες τα όπλα και στάθηκαν απέναντι στους Ιταλούς. Όσο έπρεπε να τους πολεμήσουν ήταν αμείλικτοι· όταν τους αιχμαλώτιζαν, τους έβλεπαν σαν ταλαίπωρους συνανθρώπους, χωρίς καν εχθρότητα, χωρίς τη σκληρότητα του ζώου. Ο έλληνας στρατιώτης του ’40 πολέμησε με την πιο θερμή ανθρωπιά· η κακοπέραση και ο κίνδυνος τον ατσάλωναν, όμως δεν τον έκαναν απάνθρωπο. Μια τέτοια στάση χρειάζεται λεβεντιά και αυτοπεποίθηση, βαθύτατες ρίζες και έμπεδη πίστη στις ανθρώπινες αξίες που θεμελιώνονται στη λευτεριά. Μ’ αυτές ξεκίνησε τον αγώνα του και γι’ αυτές τον έκανε.


Και δεν δείλιασε ούτε όταν όλα φάνηκαν πως είναι χαμένα. Τότε που εξαντλημένος από τον πολύμηνο και άνισο αγώνα δέχτηκε τη δεύτερη επίθεση από τους Γερμανούς, την Κυριακή στις 6 του Απρίλη του 1941. Τότε ήμουνα νέος· όμως η μητέρα μου δεν ήταν πια νέα κι ο πατέρας μου έλειπε στο μέτωπο και στο σπίτι μου υπήρχαν δυο ακόμη μικρά αδέλφια. Όμως δεν θυμούμαι τη μάνα μου να την έπιασε ο πανικός βλέποντας πως το τέλος έφτασε. Την άλλη μέρα στο Ρούπελ ακόμα πολεμούσαν και ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του· σοβαροί και μετρημένοι, όλοι μας γνωρίζαμε πού πάμε.


Όλοι λίγο-πολύ το ξέραμε πως το παιγνίδι της ζωής και του θανάτου θα το παίζαμε χωρίς πολλές ελπίδες. Η συνέχεια έδειξε πως οι πιο πολλοί Έλληνες το έπαιξαν έχοντας ακέραια τη συνείδηση πως κάποτε στη ζυγαριά δεν βαραίνουν μήτε η ζωή μήτε ο θάνατος όσο βαραίνει κάτι άλλο· αυτό που λέμε ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, χρέος, τιμή, λευτεριά. Όλα αυτά όταν τα ακούς τώρα στους ανούσιους πανηγυρικούς σε εκνευρίζουν· γιατί σήμερα είναι λέξεις κενές, παραπλανητικές, ύποπτες κιβδηλείας και καπηλείας· όμως τότε δεν ήταν λέξεις· ήταν ουσίες, ήταν πλήρωμα και σκήνωμα ζωής.


Γερμανικό νεκροταφείο στην περιοχή του Ρούπελ, 14 Μαΐου 1941

«Ο ταγματάρχης του πυροβολικού Βερσής (σ.σ. Κωνσταντίνος Βερσής, 1901-1941) διαταχθείς υπό των Γερμανών να παραδώση τα πυροβόλα της Μοίρας του, αφού συνεκέντρωσε ταύτα και τους απέδωκε τιμές, ηυτοκτόνησε, ενώ η Μοίρα του έψαλλε τον Εθνικόν Ύμνον» (Δ.Ι.Σ. Φ. 641). Δεν νομίζω πως ο ταγματάρχης ήταν ήρωας· όπως δεν ήταν ήρωες ούτε ο Λευτέρης Αναστασιάδης που έχασε τα πόδια του στην Αλβανία και τη ζωή του ύστερα στην Αθήνα, ούτε ο Ηλίας ο Καπέσης κι ο Σωκράτης ο Διορινός που στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα τους πρώτους μήνες της Κατοχής· τους θυμούμαι πάντα· μαζί μαθαίναμε γράμματα στο Γυμνάσιο· δεν είχαν προλάβει να γνωρίσουν τη ζωή, όπως θα λέγαμε σήμερα. Είχαμε προλάβει ωστόσο να γνωρίσουμε το πάθος για τη λευτεριά· κι αν δεν ξέραμε να πούμε καθαρά και φιλοσοφημένα τη σκέψη μας, ξέραμε πως μπορούσαμε τη σκέψη αυτή να την κάνουμε πράξη. Κι αυτό μετρούσε. Τι τάχα μετράει σήμερα; Ας το ξεχάσουμε για λίγο εμείς που ζήσαμε όσα ζήσαμε στα νιάτα μας. Όμως για τους νεότερους ας μην έρθει σκληρή η φωνή του ποιητή (σ.σ. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα, Δ’ Αργοναύτες) που συμπορευόταν με τη γενιά εκείνη να τους θυμίσει το χρέος τους λέγοντας:

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

*Επιφυλλίδα του σπουδαίου Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Μνήμες μετά από 50 χρόνια» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1990.

Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στην εποποιία των αδάμαστων φρουρών της περίφημης Γραμμής Μεταξά, στη μνήμη των ανδρών που έχασαν τη ζωή τους τέτοιες μέρες πριν από 83 χρόνια, κατά τη διάρκεια της θρυλικής Μάχης των Οχυρών (6-10 Απριλίου 1941).

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, οχυρό του Ρούπελ μετά το ανηλεές σφυροκόπημα των Γερμανών και την εκκένωσή του από τους άνδρες του Ελληνικού Στρατού.