Σαρλ Μπωντλαίρ: Κλασικές ερωτικές ιστορίες
Όλοι ανεξαίρετα οι άντρες πέρασαν κάποτε την ηλικία των αγγέλων
- Τα κινεζικά «Περλ Χάρμπορ» πίσω από παραδεισένιους τουριστικούς προορισμούς που τρομάζουν την Ουάσινγκτον
- Πώς η Google μας λέει αυτό που θέλουμε να ακούσουμε
- Halloween: «Γάτες» εναντίον Ρεπουμπλικανών στην παρέλαση της Νέας Υόρκης
- Θρήνος στην Εύβοια με τον νεκρό πυροσβέστη – Βίντεο με την αεροδιακομιδή
Μέσα σε ένα αντρικό μπουντουάρ, σ’ ένα σαλονάκι δηλαδή, προθάλαμο μιας λέσχης χαρτοπαικτικής για αριστοκράτες, τέσσερις άντρες καπνίζανε και πίνανε το ποτό τους. Δε θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς ούτε νέους ούτε γέρους. Ούτε ωραίους ούτε άσχημους. Κι οι τέσσερις, όμως, κουβαλούσαν επάνω τους τα χαρακτηριστικά των βετεράνων της ευτυχίας, αυτό το «κάτι» που δεν εντοπίζεται και δεν περιγράφεται, αυτή τη θλίψη που παγώνει κι ύστερα ακτινοβολεί σαν να δηλώνει: «Ζήσαμε μ’ όλη μας την ένταση και τώρα ψάχνουμε να βρούμε εκείνην που θα μπορέσουμε ν’ αγαπήσουμε εκτιμώντας την».
Ο ένας από τους τέσσερις θέλησε ν’ ανοίξει τη συζήτηση γύρω απ’ το θέμα των γυναικών. Θα ήταν σίγουρα φιλοσοφικότερο να μη μιλήσουν καθόλου. Υπάρχουν όμως άνθρωποι του πνεύματος που, όταν πιουν, δεν αντιπαθούν καθόλου τις συζητήσεις πάνω σε κοινά κι εξηντλημένα θέματα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι υπόλοιποι συζητητές ακούνε εκείνον που μιλάει όπως θα άκουγαν μιαν ευχάριστη χορευτική μουσική.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 20.5.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Όλοι ανεξαίρετα οι άντρες», έλεγε λοιπόν ο πρώτος από τους τέσσερις συζητητές, «πέρασαν κάποτε την ηλικία των αγγέλων. Τότε, ζώντας χωρίς τις δρυάδες, τις νύμφες που κατοικούν μέσα στους κορμούς των δέντρων, οι νεαροί άγγελοι αγκάλιαζαν χωρίς ντροπή τους ίδιους τους κορμούς. Αυτός είναι ο πρώτος βαθμός αγάπης. Στο δεύτερο σκαλοπάτι αρχίζουμε να επιλέγουμε. Η δυνατότητα αυτή να σκεφτόμαστε και να διαλέγουμε είναι ήδη η πρώτη φάση της παρακμής. Και εκεί ακριβώς είναι που αρχίζουμε ν’ αναζητούμε το Ωραίο, την Ομορφιά. Εγώ ο ίδιος, κύριοι, αισθάνομαι υπερήφανος που διατρέχω ήδη την τρίτη κλιμακτήριο περίοδο της ζωής μου, όπου η Ομορφιά αυτή καθεαυτή δεν μπορεί να είναι πλέον αρκετή αν δεν είναι διακοσμημένη με αρώματα, πολύτιμους λίθους και στολίδια. Και παραδέχομαι επίσης ότι συχνότατα ελπίζω σ’ ένα τέταρτο στάδιο όπως ελπίζει κανείς σε μιαν άγνωστη ευτυχία. Ένα τέταρτο στάδιο στον έρωτα που θα χαρακτηρίζεται πια από την απόλυτη ηρεμία. Θυμίζω ακόμη πως σ’ όλη μου τη ζωή, με την εξαίρεση της ηλικίας των αγγέλων, ήμουν εξαιρετικά ευαίσθητος στην εκνευριστική κουταμάρα, στην απελπιστική μετριότητα του γυναικείου είδους. Αυτό που περισσότερο αγαπώ στα ζώα είναι η έμφυτη αθωότητά τους, μπορείτε λοιπόν και μόνοι σας να φανταστείτε πόσο βασανίστηκα από την τελευταία ερωμένη μου.
Ήταν το νόθο τέκνο κάποιου πρίγκιπα. Πολύ όμορφη — αυτό δε χρειάζεται να σας το πω. Αν δεν ήταν για την ομορφιά της, τι άλλο θα μ’ έκανε να την πλησιάσω; Αλλά κατέστρεψε αυτή τη φυσική της ποιότητα, την ωραιότητά της, με μια απρεπέστατη φιλοδοξία που την παραμόρφωνε. Ήταν μια γυναίκα που ήθελε συνεχώς να παριστάνει τον άνδρα. Εσείς δεν είστε αληθινός άντρας, μου έλεγε. Τι κρίμα! Τι κρίμα να μην είμαι εγώ ο άντρας. Στο βάθος της σχέσης μας τον αντρικό ρόλο τον έχω εγώ! Τέτοιες φράσεις, που κανείς δεν μπορεί να τις αντέξει, έβγαιναν από εκείνο το υπέροχο στόμα, απ’ όπου εγώ θα ήθελα να βγαίνουν μόνο τραγούδια. Και όταν άφηνα να μου ξεφύγει κάποιο θαυμαστικό επιφώνημα για ένα βιβλίο, ένα ποίημα, μιαν όπερα, απαντούσε αμέσως: Το θεωρείτε αυτό δυνατό, το πιστεύετε πραγματικά; Τι ξέρετε εσείς από δύναμη; Και συνέχιζε με επιμονή να εκφράζει τις αντιρρήσεις της.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 20.5.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κάποια ωραία πρωία άρχισε να εφαρμόζει τα μαγικά χημικά της παιχνίδια. Από τότε, ανάμεσα στα χείλη της και τα δικά μου, άρχισα να παρατηρώ την ψεύτικη δήθεν εύθραυστη γυάλινη μάσκα της. Με όλα αυτά έγινε αυτόματα χυδαία. Κι αν κάποια στιγμή δοκίμαζα να την αγγίξω μ’ ένα χάδι κάπως πιο ερωτικό, ξέπεφτε στους σπασμούς, σαν να της εβίαζαν την υπερτροφική της ευαισθησία».
«Και πώς τελείωσαν όλ’ αυτά;» ρώτησε ο ένας από τους τρεις υπόλοιπους συνομιλητές. «Δεν σας ήξερα για τόσο υπομονετικό άνθρωπο ομολογώ…»
«Ο Θεός», απάντησε ο πρώτος, «φρόντισε να συμπεριλάβει και το αντίδοτο της δυστυχίας στη συνταγή του. Μια μέρα βρήκα αυτήν την πεινασμένη για ιδεολογική δύναμη Αθηνά σ’ ένα τετ-α-τετ με τον υπηρέτη μου, σε τέτοια στάση ώστε αναγκάστηκα να αποσυρθώ διακριτικά προτού τους φέρω σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Το ίδιο βράδυ τούς απέλυσα και τους δύο, αποζημιώνοντάς τους φυσικά για τις υπηρεσίες που μου είχαν προσφέρει».
«Εγώ», ξαναπήρε τον λόγο ο ίδιος από τους υπόλοιπους συνομιλητές, «δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο μου τον εαυτό. Η ευτυχία ήρθε να κατοικήσει σπίτι μου και εγώ δεν την αναγνώρισα. Η μοίρα μού είχε δωρίσει εκείνο τον καιρό τη χυμώδη ευτυχία μιας γυναίκας που ήταν η πιο τρυφερή, η πιο υποταγμένη και η πιο αφοσιωμένη απ’ όλα τα πλάσματα του Θεού. Πάντοτε έτοιμη για όλα, και μάλιστα χωρίς ενθουσιασμό! Το θέλω πολύ, μου έλεγε, γιατί ξέρω ότι το θέλετε εσείς. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη της απάντηση στις προτάσεις μου. Μαστιγώστε αυτόν τον τοίχο ή αυτόν τον καναπέ, και θ’ ακούσετε περισσότερες διαμαρτυρίες και αναστεναγμούς απ’ όσους άκουσα ποτέ να βγαίνουν απ’ το στήθος της ερωμένης μου με τα πιο άγρια μαστιγώματα των ερωτικών σπασμών μου. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο συμβίωσης μού αποκάλυψε ότι ποτέ δεν είχε γνωρίσει την ηδονή. Εγώ ένιωσα μιαν απέχθεια γι’ αυτήν την άνιση ερωτική μονομαχία, και φυσικά αυτό το κορίτσι, που με καμιά απ’ όσες έχω γνωρίσει δεν συγκρίνεται, παντρεύτηκε κάποιον άλλον. Μετά από καιρό την έβλεπα με τη φαντασία μου να μου λέει, δείχνοντάς μου τα έξι όμορφα παιδιά της: Και όμως αγαπητέ μου φίλε! Η σημερινή σύζυγος και μητέρα παραμένει εξίσου παρθένα με την τότε ερωμένη σας. Τίποτε δεν είχε αλλάξει μέσα σ’ αυτό το πλάσμα. Μετανιώνω που δεν την παντρεύτηκα».
Οι υπόλοιποι γέλασαν και ο τρίτος ομιλητής πήρε τον λόγο.
«Εγώ, κύριοι, έχω γνωρίσει χαρές που εσείς πιθανόν να τις υποτιμάτε. Μιλάω για το κωμικό στοιχείο στον έρωτα, την κωμωδία που εμπεριέχεται στον θαυμασμό για το έτερον ήμισυ. Έχω θαυμάσει την τελευταία μου ερωμένη όσο εσείς, είμαι βέβαιος, δεν έχετε ποτέ σας αγαπήσει ή μισήσει τις δικές σας. Και μαζί με μένα τη θαύμαζε όλος ο κόσμος. Μόλις μπαίναμε μαζί σε κάποιο εστιατόριο, όλοι οι παρόντες διέκοπταν σε λίγα λεπτά τις συζητήσεις τους για να τη θαυμάσουν και να τη σχολιάσουν. Ακόμη και τα γκαρσόνια ή η κυρία στην γκαρνταρόμπα ξεχνούσαν για λίγα λεπτά τα καθήκοντά τους, απορροφημένοι από το θέαμα και τον θαυμασμό που προκαλούσε. Με λίγα λόγια, κύριοι, έζησα για ένα χρονικό διάστημα δίπλα σ’ ένα πραγματικό φαινόμενο. Έτρωγε, μασούσε, κατάπινε και απολάμβανε το φαγητό της με μιαν απίστευτη ελαφράδα και μια τρομερή όρεξη. Μ’ αυτή της τη φυσικότητα με κρατούσε σε μια πραγματική συνεχή έκσταση. Είχε έναν γλυκό, ονειρικό, σχεδόν φιλολογικό τρόπο να λέει «πεινάω». Και την έλεγε αυτή τη λέξη μέρα-νύχτα, δείχνοντας μέσα από το χαμόγελό της τα τρυφερά και συνάμα επιθετικά κάτασπρα δόντια της. Θα μπορούσα να είχα κάνει μια περιουσία αν την έβγαζα στο τσίρκο σαν το παμφάγο τέρας! Την τάιζα που λέτε πλουσιοπάροχα, αλλά δυστυχώς παρ’ όλα αυτά με εγκατέλειψε…»
«Για κάποιον έμπορο τροφίμων μήπως;» ρώτησε χαμογελώντας κάποιος από την παρέα.
«Κάτι τέτοιο. Για έναν επιστάτη στις στρατιωτικές αποθήκες συγκεκριμένα, που της παρέχει κάθε μέρα απίστευτες ποσότητες φαγητού από το υστέρημα των στρατιωτών! Τουλάχιστον έτσι φαντάζομαι…»
«Εγώ», πήρε τον λόγο ο τέταρτος συνομιλητής, «πέρασα τα πιο φριχτά μαρτύρια δίπλα στην τελευταία ερωμένη μου για λόγους εκ διαμέτρου αντίθετους μ’ εκείνους που συνήθως μας ενοχλούν στον γυναικείο εγωκεντρισμό. Και ομολογώ πως απορώ, τυχεροί θνητοί, όταν σας ακούω να παραπονιέστε για τα ασήμαντα ελαττώματα των δικών σας γυναικών».
Οι κουβέντες αυτές λέχθηκαν σ’ έναν εξαιρετικά σοβαρό τόνο από έναν ήρεμο και γλυκό άνθρωπο, που η φυσιογνωμία του θύμιζε κληρικό και είχε μια λάμψη στα φωτεινά γκρίζα μάτια του που δυστυχώς έμοιαζαν σαν να λένε συγχρόνως «θέλω!», «πρέπει!» και «εγώ δε συγχωρώ ποτέ!»
«Έτσι νευρικός όπως είστε αγαπητέ μου Γ., έτσι δειλοί και δίχως βάρος όπως είστε και οι δυο σας αγαπητοί μου Κ. και Π., αν ποτέ είχατε συνδεθεί με μια συγκεκριμένη γυναίκα όπως αυτή για την οποία σας μιλώ, ή θα το βάζατε στα πόδια ή θα πεθαίνατε. Εγώ, όπως βλέπετε, επέζησα. Επέζησα μιας γυναίκας που ήταν εντελώς ανίκανη να κάνει έστω και ένα λάθος — λογικής ή συναισθήματος. Μιας γυναίκας με πραγματικά ατσάλινο και απίστευτα ήρεμο χαρακτήρα. Μιας γυναίκας αφοσιωμένης, χωρίς χιούμορ και χωρίς στόμφο. Γλυκιάς, αλλά χωρίς αδυναμίες. Δραστήριας και ενεργητικής, αλλά χωρίς καθόλου πάθος. Η ερωτική μου ιστορία μ’ αυτήν τη γυναίκα μοιάζει με μια ατέλειωτη διαδρομή πάνω σε μια λεία και ολοκάθαρη επιφάνεια σαν του καθρέφτη, εξαντλητικά μονότονη, όπου καθρεφτίζονταν σαν σκέψεις όλα τα συναισθήματα και οι κινήσεις μου με την ειρωνικά απόλυτη συνέπεια της ίδιας της συνείδησής μου, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσα πια να επιτρέψω στον εαυτό μου ένα συναίσθημα ή μια κίνηση που δεν θα καθρεφτιζότανε αμέσως σαν βουβό κατηγορώ στα μάτια της. Ο έρωτάς μου μού έμοιαζε πια σαν κηδεμονία. Πόσες βλακείες δεν έκανα χάρη στην αυστηρή κηδεμονία της, και πόσο το μετάνιωσα που δεν τις έκανα! Μου στέρησε όλες τις χαρές που θα μπορούσα να ’χα αντλήσει από την προσωπική μου τρέλα. Με μια σειρά ψυχρών και απόλυτων κανόνων ύψωνε τα τείχη της μπροστά και στα πιο αθώα μου καπρίτσια. Πόσες φορές δεν έφτασα στο σημείο να θέλω να την πιάσω απ’ τον λαιμό φωνάζοντας: Μην είσαι τόσο τέλεια, δυστυχισμένη! Άσε με να σ’ αγαπήσω δίχως ενοχές και δίχως φόβο! Για πολλά χρόνια τη θαύμαζα σαν θεά, με την καρδιά μου γεμάτη μίσος. Αλλά στο τέλος δεν ήμουν εγώ εκείνος που πέθανε!»
«Ώστε λοιπόν πέθανε;» ρώτησαν όλοι μαζί οι υπόλοιποι, μέσα σε μια σειρά από επιφωνήματα έκπληξης.
«Βέβαια πέθανε! Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ο έρωτάς της μου είχε γίνει εφιάλτης. Νίκη ή θάνατος, όπως λέει και η πολιτική — αυτό ήταν το μέγα δίλημμα που μου έθεσε η μοίρα. Και κάποια νύχτα, σ’ ένα δάσος, δίπλα σ’ ένα χαντάκι, μετά από έναν μελαγχολικό περίπατο όπου τα μάτια της σκεφτόντουσαν τη γλύκα τ’ ουρανού, κι όπου η δικιά μου η καρδιά ήταν σφιγμένη σαν την κόλαση…»
«Μα τι λέτε;»
«Δεν είναι δυνατόν!»
«Δεν μιλάτε σοβαρά!»
«Ήταν αναπόφευκτο. Το αίσθημα της Δικαιοσύνης είναι τόσο ανεπτυγμένο μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να δείρω, να βρίσω ή να απολύσω έναν υπηρέτη που είναι απολύτως συνεπής και τέλειος σε όλα του. Έπρεπε όμως με κάποιον τρόπο να ισορροπήσω αυτό το συναίσθημα με τον τρόμο και τον πανικό που μου ενέπνεε αυτό το άτομο. Να απαλλαγώ δηλαδή απ’ αυτή χωρίς να την προσβάλω. Τι άλλο λοιπόν μπορούσα να κάνω, κύριοι, εναντίον αυτού του πλάσματος που ήταν τέλειο;»
Οι τρεις άλλοι συνομιλητές τον κοίταζαν με απορία και ψυχρότητα, προσπαθώντας να μην καταλάβουν την αλήθεια. Μέσα τους όμως παραδεχόντουσαν πως ποτέ δε θα βρίσκανε τη δύναμη για μια τόσο ακραία και σημαδιακή πράξη, όσο κι αν η ίδια τους η συνείδηση θα τους δικαίωνε.
Κι έτσι παρήγγειλαν κι άλλα μπουκάλια με κρασί, για να σκοτώσουνε τον Χρόνο που στη ζωή τόσο πολύ διαρκεί και να επιταχύνουν τη Ζωή που τόσο σιγανά κυλάει.
*Κείμενο του Σαρλ Μπωντλαίρ, δημοσιευμένο στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 20 Μαΐου 1982.
Ο διακεκριμένος γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ (Charles-Pierre Baudelaire) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 9 Απριλίου 1821 και απεβίωσε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 31 Αυγούστου 1867.
Ο αισθητιστής και ηδονιστής Μπωντλαίρ, ένας από τους σπουδαιότερους γάλλους συμβολιστές, αφού πρώτα τάραξε τα ποιητικά νερά των καιρών του με τα περίφημα «Άνθη του Κακού», οδηγήθηκε στην καταστροφή εθισμένος στη χρήση του οπίου, βυθισμένος σε έκσταση υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις