Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’: Ο άφευκτος και τελευταίος αγώνας
Τη ζωή μου την έχω αποφασισμένη
— Χαίρω πολύ που γυρίσατε, είπε ο πατριάρχης στον Παπαρρηγόπουλο (σ.σ. Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, 1780-1874), έχω να σας ρωτήσω για πολλά πράγματα· πλησιάζει νύχτα όμως· θα σας παρακαλέσω να μείνετε εδώ απόψε.
Τον κράτησε και δείπνησαν μαζί. Έμειναν μονάχοι και μιλούσαν ως τις πρωινές ώρες. Ο Γρηγόριος άκουγε τον Παπαρρηγόπουλο να εξηγή τα σχέδια του Υψηλάντη σ’ όλες τις λεπτομέρειες.
— Έπρεπε ν’ αρχίσουν το έργο, είπε ο πατριάρχης, με περισσότερη φρόνησι. Καταλληλότερος καιρός θα ήταν ένας ρωσσοτουρκικός πόλεμος· δεν έπρεπε να εμπιστεύωνται στον τυχόντα· και μπορούσαν να κάμουν καλλίτερες ετοιμασίες. Ανησυχώ μήπως η πατρίς πάθη όσα κ’ επί Ορλώφ.
Ο Γρηγόριος δεν ήταν της γνώμης ότι ο αγών έπρεπε ν’ αρχίση από την Πελοπόννησο. Ο Παπαρρηγόπουλος τον βεβαίωσε ότι ο Υψηλάντης επείσθη στις εισηγήσεις του ιδίου ν’ αρχίση από τη Μολδοβλαχία· και ότι έτσι ο Μωρηάς θα είχε τον καιρό να ετοιμασθή. Ο πατριάρχης ευχαριστήθηκε· έστειλε στον Υψηλάντη την ευχή του. Ο Παπαρρηγόπουλος στο τέλος της συνομιλίας προσπάθησε, κατά την εντολή του Υψηλάντη, να πείση τον Γρηγόριο να φύγη από την Πόλι.
— Είνε βέβαιο, αποκρίθηκε ο πατριάρχης, ότι άμα φύγω απ’ εδώ θα πείσουν οι εχθροί μας το σουλτάνο να ταχύνη όλα τα μέτρα, να εμποδίση και να κατασφάξη τους χριστιανούς. Είμαι, λοιπόν, αποφασισμένος να θυσιάσω τον εαυτό μου για ν’ απομακρύνω όσο είνε δυνατόν τους κακούς σκοπούς των τυράννων και να λάβη καιρό το έθνος να ετοιμασθή. Εγώ, τέκνον μου Παπαρρηγόπουλε, τη ζωή μου την έχω αποφασισμένη· αλλά τώρα περιμένω το τέλος μου με την πεποίθησι ότι θα επιτύχουμε με λιγώτερες θυσίες και μεγαλείτερες ελπίδες επιτυχίας. Όσο μακρυά από την Ελλάδα και κοντά στη Ρωσσία θ’ αρχίση η επανάστασις, τόσο καλλίτερα. Προσέφερες μεγάλη εκδούλευσι, ο Θεός σε φώτισε. Έχε την ευχή. Πίστευε στην ευχή. Να είσαι πάντα θεοσεβής. Ανακοίνωσε στον αγαπητό μου Παλαιών Πατρών και όλους τους καλούς μας εταίρους όσα σου είπα· και ότι τους εύχομαι θεία φώτισι, δύναμι, ομόνοια και απόφασι σταθερή.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 19.7.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έπειτα έγραψε γρήγορα σύντομη επιστολή για τον Γερμανό. Οι τελευταίες φράσεις της ήτανε: «Το κιβώτιον του ελέους πρέπει να εμψυχωθή· και τη βουλή του Κυρίου ανθρώπιναι δυνάμεις δεν δύνανται να την μεταβάλλουν. Γενηθήτω το θέλημά του». Ο Παπαρρηγόπουλος πήρε το γραμματάκι, του φίλησε το χέρι και τον αποχαιρέτισε μόλις κρατώντας τα δάκρυα. Κάτι τούλεγε πως δε θα τον ξανάβλεπε πια.
Οι ανησυχίες των Τούρκων δυνάμωναν. Το διβάνι (σ.σ. τουρκική κυβέρνηση) έστειλε στο Μωρηά τον Χουρσίτ πασά να εξετάση από κοντά τα πράγματα. Ένα σχέδιο τρομερό, που μελετούσαν οι Μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, το υπέβαλαν στο σουλτάνο: Να διώξουν όλους τους Έλληνες από το Μωρηά, τις Σπέτσες και την Ύδρα στη Μικρά Ασία· και να φέρουν από κει και να εγκαταστήσουν Τούρκους. Οι υπουργοί συμφώνησαν· και ανάθεσαν στον Χαλέτ (σ.σ. ο Χαλέτ εφέντης ήταν πρωτοσύμβουλος του σουλτάνου) να εκτελέση το σχέδιο. Αρνήθηκε:
— Τέτοια μέτρα, είπε, που θα τα πάρουμε στα καλά καθούμενα, θα εξεγείρουν τις δυνάμεις και μάλιστα τη Ρωσσία. Ας περιμένουμε να κινηθούν πρώτα οι Έλληνες για νάμαστε δικαιολογημένοι. Έχουμε καιρό να τους χτυπήσουμε. Λένε ότι ο πατριάρχης θα φύγη κρυφά από την Πόλι και θα πάη στο Μωρηά να ετοιμάση το κίνημα. Ας περιμένωμε, λοιπόν, να ιδούμε τι θα κάμη ο πατριάρχης· αν δραπετεύση, τότε είμαστε δικαιολογημένοι να εφαρμόσωμε το σχέδιο.
Στενός φίλος του Χαλέτ, ο Χατζή Ομέρ εφένδης, αφωσιωμένος στον Γρηγόριο, τα μαθαίνει αυτά όλα, τρέχει στα πατριαρχεία, τον ειδοποιεί. Ο πατριάρχης ξέρει τώρα ότι τον υποπτεύονται· και βεβαιώνεται απόλυτα πόσο η γνώμη του ήταν σωστή ότι δεν έπρεπε να φύγη από την Πόλι. Ξέρει καλά πια με τι απαίσια, βαρύτατη τιμή θα πλήρωνε όλο το έθνος κάθε απόπειρα δική του γι’ ατομική σωτηρία. Και στερεώνεται ακλόνητα στην απόφασι της μεγάλης θυσίας. Ο σύμβουλος της ρωσσικής πρεσβείας φτάνει στα πατριαρχεία. Ο Γρηγόριος τον δέχεται με τη συνειθισμένη φιλοφροσύνη:
— Έρχομαι, του λέει, από μέρους του πρέσβεως Στρογανώφ (σ.σ. πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη), να σας ανακοινώσω, κατ’ εντολήν της ρωσσικής κυβερνήσεως, ότι η ζωή σας είναι σε κίνδυνο και ότι ο πρέσβυς είνε πρόθυμος να σας χορηγήση όλα τα μέσα να φύγετε.
— Ευγνωμονώ τον αυτοκράτορα, του αποκρίνεται συγκινημένος ο Γρηγόριος, ως και τον πρεσβευτή σας διά την φροντίδα του υπέρ εμού. Η αναχώρησίς μου όμως, ενώ θα εμπόδιζε να επιτευχθούν αγαθά μεγάλα για το έθνος μου, θα επέφερε μεγάλες συμφορές. Προτιμώ να μείνω. Κι’ αν είνε απόφασις της θείας βουλής, ας γίνω θυσία υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Η αγωνία και η συγκίνησις έχουν κλονίση τα νεύρα του. Με φωνή που αρχίζει τώρα να τρέμη προσθέτει:
— Παρακαλώ την αυτού μεγαλειότητα και τον πρέσβυ να προστατεύσουν την θρησκεία, τους χριστιανούς και την Ελλάδα.
Τα μεγάλα γαλάζια μάτια του βουρκώνουν. Ο σύμβουλος τού δίνει άφωνος το χέρι. Ο Γρηγόριος τον αγκαλιάζει με λυγμούς:
— Ας έχουν την ευλογία μου, ο αυτοκράτωρ και όλη του η οικογένεια!
Η φυσική αυτή στιγμή αδυναμίας περνάει γλήγορα. Όσο πιο ζοφερή γίνεται γύρω του η ατμόσφαιρα της αγωνίας και των κινδύνων, τόσο δυναμώνει την προσπάθειά του. Εφοδιάζει με γράμματα τον Παπαφλέσσα, που κατεβαίνει ν’ ανάψη το Μωρηά· δίνει συστατικά στον Θέμελη, απεσταλμένο του Υψηλάντη, να ξεσηκώση τα νησιά, όπως αργότερα θα διευκολύνη τους ομήρους πούχει στείλη ο Πετρόμπεης στο σουλτάνο, για νάχη ελεύθερα τα χέρια και για να τον πείσουν να κινηθή.
Στο μεταξύ τα δυσάρεστα μηνύματα φτάνουν το ένα μετά το άλλο στο διβάνι. Στην ανταρσία του Αλή πασά προσθέτουν οι Σέρβοι τ’ αδιάλλακτα αιτήματά τους. Η Ρωσσία τούς υποστηρίζει και φοβερίζει με πόλεμο. Από το Μωρηά τα νέα χειροτερεύουν. Ο μέγας βεζύρης καλεί αμέσως τους αντιπροσώπους των Πελοποννησίων Κανακάρη, Περρούκα, Δεληγιάννη, Θεοχαρόπουλο, να τους ανακρίνη. Ο πονηροί αυτοί πρόκριτοι από την έκφρασι της μορφής του διερμηνέα Καλλιμάχη καταλαβαίνουν ότι η ζωή τους κινδυνεύει και κατορθώνουν να δραπετεύσουν. Τα γεγονότα έρχονται ραγδαία: Ο Άγγλος αρμοστής των Ιονίων ειδοποιεί το διβάνι για όλες τις ενέργειες της Φιλικής. Ο προδότης Ασημάκης Θεοδώρου καταδίδει τα μυστικά της· ο Αριστείδης Παπάς, που έχει σταλή στον Οβρένοβιτς από τον Υψηλάντη, πιάνεται· ο εταίρος Ύπατρος, στη Μακεδονία, τα ίδια. Ο μέγας βεζύρης εκάλεσε τον πατριάρχη και τον καινούργιο μεγάλο διερμηνέα Κωνσταντίνο Μουρούζη και τους ρώτησε αν είχαν καμμιά ιδέα για ταραχές που ετοίμαζαν οι ραγιάδες. Του είπαν ότι δεν ξέρουν τίποτα.
— Εγγυάσθε, ρώτησε ο βεζύρης, κυττάζοντας τον πατριάρχη στα μάτια, για την ησυχία των Ελλήνων υπηκόων;
— Μάλιστα, του αποκρίθη ο Γρηγόριος, ορίζοντας με γαλήνη και διαύγεια τα πράγματα με τον ακόλουθο τρόπο: Ο πατριάρχης, που η Υψηλή Πύλη αναγνωρίζει ως εθνάρχη, χωρίς αμφιβολία αναγνωρίζεται και εγγυητής της ησυχίας των χριστιανών, εφ’ όσον αυτό εξαρτάται από την πνευματική του εξουσία. Αλλ’ αρμοδιώτεροι από μας είνε οι κατά τόπους διοικηταί της κυβερνήσεως, οι οποίοι οφείλουν και να επαγρυπνούν περί της κοινής ησυχίας και να εγγυηθούν.
Ο βεζύρης έκανε πως του άρεσε τάχα η απόκρισις αυτή. Και τον ξεπροβόδισε με τα συνειθισμένα τυπικά κομπλιμέντα.
Την πρώτη Μαρτίου φτάνει στην Πόλι έκτακτος μυστικός ταχυδρόμος, για να δώση στον πρεσβευτή της Ρωσσίας Στρογανώφ το μήνυμα ότι ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάστασι στις ηγεμονίες και να του εγχειρίση τις προκηρύξεις όπου άφηνε να εννοηθή ότι η Ρωσσία υποστηρίζει το κίνημά του. Ο Στρογανώφ έτρεξε στου μεγάλου βεζύρη. Την ίδια ώρα έφταναν στο διβάνι άλλοι ταχυδρόμοι για να ειδοποιήσουν ότι στο Γαλάτσι έσφαξαν οι επαναστάται τους Τούρκους· ότι το κίνημα ήταν γενικό, από μυστική εταιρεία ωργανωμένο· και ότι από στιγμή σε στιγμή περίμεναν ρωσσικές επικουρίες για ν’ απλώσουν τον αγώνα σ’ όλη την υπόδουλη Ελλάδα. Ο πρεσβευτής της Ρωσσίας διαψεύδει εντονώτατα τη ρωσσική ανάμιξι, αποδοκιμάζει αυστηρότατα το κίνημα και προσπαθεί να καθησυχάση το βεζύρη. Το διβάνι βλέπει Ρώσσο στρατηγό, υπασπιστή του τσάρου, να σηκώνη επανάστασι. Και όσο δίσταζε να πιστέψη πριν, τόσο πιστεύει τώρα και τα πιο τερατώδη. Βλέπει την Πόλι να καίγεται, το σουλτάνο ν’ απειλήται, το στόλο να κυριεύεται, τον πληθυσμό να σπαράζεται. Σαν αστραπή περνούνε οι μεγάλες ειδήσεις από τους επισήμους στο λαό. Θύελλα ξεσηκώνει τους όχλους. Φοβερή διαδήλωσις, με κρότους αρμάτων και βουή θάλασσας φουρτουνιασμένης, φτάνει στου μεγάλου βεζύρη. Γυρεύουν εκδίκησι, αίμα, θάνατο, απόκρισι χωρίς έλεος στις σφαγές του Γαλατσιού. Ταραγμένος, κίτρινος, ο βεζύρης δίνει την υπόσχεσι ότι γρήγορα θα πάρη τα μέτρα του. Ποια μέτρα; Ούτε κι’ ο ίδιος δεν ξέρει ακόμα. Η νύχτα κατεβαίνει βαρειά, γεμάτη αγωνία, ταραχή και τρόμους. Ο υπουργός των Εξωτερικών καλεί στο γραφείο του όλους τους συγγενείς των ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαυίας. Φτάνουν περίτρομοι, τους ανακρίνει, δεν ξέρουν τίποτα, τους αφήνει για την ώρα, να πάνε στα σπίτια τους.
Πρωί-πρωί μαθαίνουν στο διβάνι ότι ο Σούτσος είνε πρώτος και καλλίτερος στην επανάστασι. Στέλνουν να πιάσουν τους συγγενείς του. Οι πόρτες ορθάνοιχτες· οι καταζητούμενοι αρμενίζουν κιόλας στο πέλαγος για την Οδησσό. Ο σουλτάνος φρύαξε: Πατριάρχης και σύνοδος να σκεφθούν αμέσως και να δώσουν γνώμη τι πρέπει να γίνη! Ο γέροντας μητροπολίτης Δέρκων, πριν αρχίση ακόμα η συνεδρίασις της συνόδου, λέει στον πατριάρχη:
— Πάμε στο Μωρηά, πανιερώτατε, να πολεμήσουμε με το σταυρό στο χέρι το σουλτάνο!
Ο Γρηγόριος δεν έδωσε καμμιά απόκρισι. Ο Δέρκων πήρε τότε κάποιον άλλο συνοδικό κατά μέρος και του είπε:
— Τώρα, στη συνεδρίασι, να πης ότι ένα μέσο υπάρχει να σβύση η επανάστασις: Να κατέβουμε όλοι στις επαρχίες μας και να κηρύξουμε την πίστι στο σουλτάνο!
Η συνεδρίασις άρχισε, γνώμες διάφορες, ο βαλτός λέει ό,τι του υπέβαλε ο Δέρκων. Το γεροντάκι παίζει κωμωδία, κάνει πως δεν ακούει, βάζει το χέρι στ’ αυτί του:
— Για ξαναπέστο αυτό, του λέει.
Κι’ αφού άκουσε τάχα καλλίτερα προσθέτει:
— Φρονιμώτατη γνώμη! Η αυτού παναγιότης ο πατριάρχης να κατέβη αμέσως στην Πελοπόννησο, που είνε και πατρίδα του. Αυτό θα κάμη αγαθωτάτην εντύπωσι και η επανάστασις θα κατασταλή.
Όλοι συμφώνησαν. Ο μέγας διερμηνεύς, που παρακολουθούσε τη συνεδρίασι, βρήκε την πρότασι σοφή και προεξώφλησε τη γνώμη της Υψηλής Πύλης: Θα τη δεχότανε αμέσως. Ο Γρηγόριος εναντιώθηκε.
—Σεις μεν, άγιοι γέροντες, είπε, ρίχνοντας σημαντική ματιά στο μητροπολίτη Δέρκων, μπορείτε να φύγετε. Και η παρουσία σας κι’ ο προφορικός σας λόγος αλήθεια θα συντελέσουν. Ο πατριάρχης όμως δεν μπορεί να φύγη από δω, ούτε η ιερά σύνοδος να σκορπισθή.
Και η πρότασις δεν έγινε δεκτή. Όταν η συνεδρίασις τελείωσε, ο Δέρκων πήρε κατά μέρος τον πατριάρχη:
— Μα γιατί, δέσποτά μου, αφού όλοι παραδέχτηκαν την πρότασι κι’ ο σουλτάνος ο ίδιος θα μας ευκόλυνε να φύγουμε και θα γλυτώναμε όλοι, πρώτος-πρώτος εσείς, αντισταθήκατε και την απορρίψατε;
— Η πρότασις θα ήταν, αλήθεια, σωτηρία, είπε ο πατριάρχης, αλλά για τα άτομα ολίγων γερόντων. Τι θα γινότανε όμως, όταν θα φτάναμε στις επαρχίες μας, χωρίς να κάμουμε ό,τι περιμένει από μας ο σουλτάνος; Σφαγή κι’ αιματοχυσία του λαού. Και σφαγή δικαιολογημένη απ’ τη δική μας διαγωγή. Οι ημέρες μας έχουν μετρηθή, άγιε Δέρκων! Γενηθήτω το θέλημα του Θεού, που στέλνει αυτή τη δοκιμασία για να την ελαφρώσουμε με το αίμα μας. Ξέρω τι μας περιμένει· είνε προαποφασισμένο· ο πατριαρχικός θρόνος δεν πρέπει να βρεθή άδειος, ούτε η σύνοδος μακρυά από τα χρέη της. Ας ετοιμαστούμε με πίστι κι’ ελπίδα να πιούμε το ποτήρι που έχει ετοιμασθή για μας, παρακαλούντες το Θεό να μας ενισχύση στον άφευκτο και τελευταίον αυτόν αγώνα· αυτό συμφέρει στο έθνος.
*Κείμενο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά (Ναύπακτος 1882 – Αθήνα 1966) , που έφερε τον τίτλο «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος, πρωτομάρτυς της ελευθερίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» το Σάββατο 19 Ιουλίου 1930.
Ο γεννημένος στη Δημητσάνα Άγιος Γρηγόριος Ε’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και εθνομάρτυρας, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στις 10 Απριλίου 1821.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις