Οι προεκλογικές ΗΠΑ, το μεταναστευτικό και ένας «αποδιοπομπαίος τράγος»
Γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι ανάγουν τη δίωξη του υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ σε μείζονα προεκλογική προτεραιότητα, παρά τη βέβαιη αποτυχία
Είναι η πρώτη φορά εδώ και 148 χρόνια που υπουργός των ΗΠΑ παραπέμπεται σε δίκη στη Γερουσία.
Η προηγούμενη φορά ήταν το μακρινό 1876, με τον τότε υπουργό Πολέμου Γουίλιαμ Μπέλκναπ.
Κατά τους Ρεπουμπλικανούς, ο Αλεχάντρο Μαγιόρκας -υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας στην κυβέρνηση Μπάιντεν, αρμόδιος για το μεταναστευτικό και με μεταναστευτικό υπόβαθρο ο ίδιος- είναι ένοχος για την τραγική κατάσταση στα νότια σύνορα της χώρας με το Μεξικό.
Τον κατηγορούν για «εσκεμμένη και συστημική άρνηση συμμόρφωσης με το νόμο» και «παραβίαση της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης».
Του προσάπτουν κοντολογίς χαλαρή πολιτική στο μεταναστευτικό και ότι είπε ψέματα στο Κογκρέσο για την ασφάλεια των συνόρων.
Στα μέσα Φεβρουαρίου οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ενέκριναν οριακά και εν μέσω πολλών μεταξύ τους διαφωνιών την παραπομπή του Μαγιόρκας σε δίκη.
Για το πετύχουν, χρειάστηκε να κάνουν δύο ψηφοφορίες.
Έκτοτε η διαδικασία έχει καθυστερήσει, στο φόντο διενέξεων με τους Δημοκρατικούς για πλείστα όσα θέματα στο Κογκρέσο.
Επικαλούμενοι τώρα διαδικαστικά θέματα, οι Ρεπουμπλικανοί μετέθεσαν την επίσημη ενημέρωση της Γερουσίας επί των δύο άρθρων παραπομπής στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Οι περαιτέρω χειρισμοί -με παραπομπή του θέματος είτε σε επιτροπή, είτε σε ψηφοφορία εξπρές στην ολομέλεια του σώματος- ανήκει στον επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία.
Ο Αλεχάντρο Μαγιόρκας και η κυβέρνηση Μπάιντεν απορρίπτουν κατηγορηματικά τη διάπραξη αδικήματος.
Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος έχει καταγγείλει τη διαδικασία ως «κατάφωρα μικροκομματική αντισυνταγματική ενέργεια».
Περίπου την ίδια άποψη εκφράζουν και οι διαφωνούντες Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες, τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όσο και στη Γερουσία.
Αντιδρούν στην παραπομπή Μαγιόρκας στη βάση απλά μιας πολιτικής διαφωνίας.
Πέραν τούτου, η κατάληξη της δίκης θεωρείται προδιαγεγραμμένη.
Δεδομένης της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, η καταδίκη του Αμερικανού υπουργού είναι λογικά απίθανη.
Απαιτείται, άλλωστε, πλειοψηφία δύο τρίτων.
Μικροπολιτικά παιχνίδια
«Η ιστορία δεν θα δει με επιείκεια τους Ρεπουμπλικανούς», έχει προειδοποιήσει ο Τζο Μπάιντεν.
Τους κατηγορεί ότι «βάζουν στο στόχαστρο έναν έντιμο κρατικό λειτουργό, παίζοντας μικροπολιτικά παιχνίδια».
Ο Αλεχάντρο Μαγιόρκας -κουβανικής καταγωγής και γεννημένος στην Αβάνα- κατηγορεί την αμερικανική Δεξιά ότι σπαταλά πολύτιμο νομοθετικό χρόνο και χρήματα των φορολογουμένων.
Ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Δημοκρατικός Τσακ Σούμερ, χαρακτήρισε την παραπομπή «απάτη».
Πολλοί νομικοί συντάσσονται με αυτήν την άποψη. Τονίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτε αξιόποινο στις ενέργειες του Μαγιόρκας.
Εντάσσουν την παραπομπή του στο πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης στην Ουάσιγκτον, ενόψει των κρίσιμων εκλογών του Νοεμβρίου.
Αυτές οι κάλπες δεν θα αναδείξουν μόνον τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ -σε μια ενοχλητική για την πλειονότητα των Αμερικανικών επανάληψη του 2020, μεταξύ του 81χρονου πια Τζο Μπάιντεν και του 78χρονου Ντόναλντ Τραμπ.
Θα διαμορφώσουν επίσης τις νέες πολιτικές ισορροπίες στο Κογκρέσο.
Για τους Ρεπουμπλικανούς, το μεταναστευτικό ανάγεται σε βασικό «όχημα» στο δρόμο προς την νίκη.
Το έχουν κάνει «εργαλείο» προεκλογικής πλαγιοκόπησης των Δημοκρατικών και του προέδρου Μπάιντεν. Τους κατηγορούσαν ότι με την πολιτική τους αύξησαν σε επίπεδα ρεκόρ τον αριθμό των παράτυπων μεταναστών στις ΗΠΑ.
Γαλβανίζουν έτσι το αίσθημα οικονομικής ανασφάλειας των Αμερικανών ψηφοφόρων, ενόσω επιχειρούν διεύρυνση της εκλογικής βάσης τους.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εν μέρει το καταφέρνουν.
Αν και εκ πρώτης όψης φαντάζει αντιφατικό, οι Ρεπουμπλικανοί και ειδικά ο Ντόναλντ Τραμπ έχουν αρχίσει να «αλώνουν» την ψήφο των μειονοτήτων, και δη των Λατίνων.
Μετά τους λευκούς, αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα Αμερικανών σε ηλικία ψήφου.
Οι θετικές γνώμες για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο μεταναστευτικό είναι σε ιστορικό χαμηλό.
Το θέμα προκαλεί προστριβές μέχρι και στους κόλπους των ίδιων των Δημοκρατικών.
Τώρα, με τη δίκη Μαγιόρκας στη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικανοί επιχειρούν να κάνουν αυτό το χάσμα πιο εμφανές και ίσως ευρύτερο.
Ο κίνδυνος πάντως να τους γυρίσει μπούμεργανγκ παραμένει.
Ανοίγοντας ένα νέο «κουτί της Πανδώρας»
Επισκεπτόμενος πρόσφατα τα νότια σύνορα, στο Τέξας, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, μίλησε για «μια ανθρωπιστική καταστροφή» και για σοβαρούς κινδύνους στην εθνική ασφάλεια.
Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Μαρκ Γκριν, ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας της Βουλής, έφτασε μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι μέχρι και… ένοπλοι της παλαιστινιακής Χαμάς μπορεί να παραβιάσουν τα σύνορα, εισβάλλοντας στις ΗΠΑ.
Βολικά άφησε εκτός συζήτησης την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από τους Ρεπουμπλικανούς για να μπλοκάρουν στο Κογκρέσο το νέο πακέτο αμερικανικής βοήθειας στην Ουκρανία, ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ανερυθρίαστα δε, ο Τραμπ χαρακτήρισε τους παράτυπες μετανάστες «ζώα».
«Θα σφραγίσω τα σύνορα από την πρώτη ημέρα της θητείας μου», διακήρυξε, «και θα ξεκινήσουμε τη μεγαλύτερη επιχείρηση απελάσεων στην ιστορία της χώρας».
Στο φόντο πάντως είναι οι πλείστες όσες δίκες του, σε ομοσπονδιακό και σε πολιτειακό επίπεδο, για κακουργήματα. Ένα εξ αυτών -η εισβολή εξτρεμιστών υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, τον Ιανουάριο του 2021- ήταν η αιτία για την δεύτερη παραπομπή του σε δίκη σε Γερουσία.
Τώρα, τρία χρόνια μετά και έχοντας πια υπό τον έλεγχο του το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ο Τραμπ δείχνει να επιδιώκει μια «κρύα εκδίκηση», με μικροκομματικά οφέλη.
Η δίκη Μαγιόρκας θεωρείται «πρόγευση».
Στη Βουλή, οι Ρεπουμπλικανοί διενεργούν πλέον έρευνα για την παραπομπή του ίδιου του Τζο Μπάιντεν σε δίκη στη Γερουσία, για πεπραγμένα της θητείας του ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, στο πλευρό του Μπαράκ Ομπάμα.
Ακόμη και εάν η διαδικασία αυτή προχωρήσει, είναι επίσης βέβαιο ότι θα πέσει -όπως και οι προηγούμενες– σε «τοίχο» στη Γερουσία.
Με τους ρυθμούς ωστόσο που πλέον ενεργοποιείται στην Ουάσιγκτον, η διαδικασία της παραπομπής -ένα πολιτικό και νομικό εργαλείο, που υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας περιπτώσεις- έχει αρχίσει να ευτελίζεται. Κι αυτό, προειδοποιούν ειδικοί, δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις