Ιλαρά – κοκκύτης: Εκστρατεία ΕΟΔΥ – γιατρών για τα εμβόλια που χάθηκαν
Συναγερμός στον ΕΟΔΥ για τα κρούσματα ιλαράς- κοκκύτη, οδηγεί τους επιδημιολόγους σε μελέτη για τα αίτια που οδήγησαν σε εξάρσεις των δύο νοσημάτων και σε εμβολιασμούς με δόσεις που δεν έγιναν
Ρήγμα στη συλλογική ανοσία κατά της ιλαράς και του κοκκύτη φαίνεται πως άφησε η πανδημία στο πέρασμά της, σε συνδυασμό με το αντιεμβολιαστικό κίνημα των προηγουμένων ετών στην Ευρώπη, ακόμη και σε χώρες που είχαν δηλώσει εξάλειψη της ιλαράς ως ενδημικής νόσου..
Από την κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να εξαιρείται η Ελλάδα, παρά την ευρεία εμβολιαστική κάλυψη της συντριπτικής πλειονότητας του πληθυσμού τα προηγούμενα χρόνια, καθώς από την αρχή του έτους έχουν καταγραφεί 19 κρούσματα ιλαράς, ενώ δύο κρούσματα κοκκύτη, απέβησαν μοιραία για ένα νεογνό και έναν ηλικιωμένο.
Τα περιστατικά αυτά ήταν αρκετά ώστε να οδηγήσουν τους επιδημιολόγους να διερευνήσουν την κατάσταση, με στόχο να ξεκαθαρίσουν την αιτία που η ανοσοποίηση του πληθυσμού έχει πέσει «κάτω από 95%, με αποτέλεσμα επίνοσα άτομα να οδηγούν σε εξάρσεις των δύο παραπάνω νοσημάτων», όπως εξήγησε στο in.gr πρόεδρος του ΕΟΔΥ, καθηγητής Χρίστος Χατζηχριστοδούλου.
«Δεν είμαστε ευχαριστημένοι», ξεκαθάρισε ο κ. Χατζηχριστοδούλου αναφορικά με το αποτέλεσμα, που έχει σημάνει συναγερμό στον ΕΟΔΥ.
Το ποσοστό ανοσοποίησης πρέπει τώρα να κυμαίνεται μεταξύ 92-93% και για τις δύο ασθένειες, ενώ χρειάζεται 95%
Μελέτη για τις αιτίες
Οι ειδικοί συλλέγουν δεδομένα από την ΗΔΙΚΑ και το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, για να διαπιστώσουν ποιοί πολίτες είναι εμβολιασμένοι και ποιοί έχουν νοσήσει από ιλαρά και κοκκύτη, ενώ παράλληλα διερευνούν και πώς οι εμβολιασμοί αυτοί αποτυπώνονται στο Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών που δημιουργήθηκε με αφορμή την πανδημία και τη γρίπη. Παρότι το Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών είναι πολύ καινούριο, οι ειδικοί επιδιώκουν να ξεκαθαρίσουν πόσο συνέβαλε η πανδημία καθώς οι πολίτες δεν είχαν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας για να εμβολιαστούν οι ίδιοι και τα παιδιά τους και πόσο έχει επιδράσει στη χώρα μας το αντιεμβολιαστικό κίνημα.
Έμφαση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα
Αυτή την ώρα ο ΕΟΔΥ, σύμφωνα με τον κ. Χατζηχριστοδούλου παροτρύνει τους παιδιάτρους για καταγραφή των εμβολιασμών των παιδιών τόσο στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση, όσο και στο Μητρώο Εμβολιασμών, ενώ σε συνεργασία με τους γενικούς γιατρούς σχεδιάζεται δράση ενημέρωσης των γιατρών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας για τους ενήλικες. Στη δράση, οι γιατροί της ΠΦΥ θα πρέπει να συστήνουν τον εμβολιασμό των παιδιών στους γονείς, ενώ θα υπενθυμίζουν και στους ενήλικες την επανάληψη των δόσεων του τριπλού εμβολίου κοκκύτη, διφθερίτιδας, τετάνου, ανά 10ετία, προκειμένου να παραμένει ο πληθυσμός ανοσοποιημένος κατά των τριών αυτών ασθενειών.
Ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ και καθηγητής Επιδημιολογίας, εκτίμησε ότι το ποσοστό ανοσοποίησης «πρέπει τώρα να κυμαίνεται μεταξύ 92-93%» και για τις δύο ασθένειες, τη στιγμή που για την πλήρη κάλυψη του πληθυσμού και την εξασφάλιση ότι δεν θα υπάρχουν εξάρσεις νόσησης, χρειάζεται κάλυψη τουλάχιστον 95%.
Υψηλή μεταδοτικότητα
Ο λόγος είναι ότι τόσο η ιλαρά, όσο και ο κοκκύτης είναι εξαιρετικά μεταδοτικές ασθένειες, όπου ο ρυθμός μετάδοσης της ιλαράς (ο γνωστός δείκτης R0) είναι 12-18, δηλαδή ένας ασθενής με ιλαρά μπορεί να «κολλήσει» άλλα 12-18 άτομα, ενώ αντίστοιχα ο ρυθμός μετάδοσης του κοκκύτη είναι 15-17, σε αντίθεση με την διφθερίτιδα που περιορίζεται σε R0 1,7 – 4,3. Γι αυτό εξάλλου δεν υπάρχει ανησυχία στη χώρα μας για τη συγκεκριμένη ασθένεια, τη στιγμή που το εμβόλιο του κοκκύτη περιλαμβάνει και την κάλυψη από διφθερίτιδα.
Προσοχή στις εγκύους
Ειδικά για τον κοκκύτη, ο κ. Χατζηχριστοδούλου επεσήμανε την ανάγκη να ενημερωθούν οι έγκυοι για τον εμβολιασμό τους για τη νόσο, γιατί αν νοσήσουν, «κολλάει» τη νόσο και το έμβρυο, το οποίο δεν έχει τρόπο να προστατευθεί . Εξάλλου εκεί εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα, στα παιδιά κάτω του ενός έτους και στους υπερήλικες και τους ανοσοκατεσταλμένους.
Στον ΠΟΥ
Πάντως σε ότι αφορά τα στοιχεία που στέλνει η χώρα μας για τα επίπεδα εμβολιασμού η ανοσοποίηση του πληθυσμού κατά του κοκκύτη, τετάνου και διφθερίτιδας αναφέρουν πλήρη κάλυψη του πληθυσμού στο 100% με την πρώτη δόση. Για την 3η δόση η τελευταία ενημέρωση από τη χώρα μας είναι το 2021 όπου είχε δηλωθεί κάλυψη του 99,5% του πληθυσμού, με τον ΠΟΥ και τη UNICEFνα εκτιμούν ότι η κάλυψη είναι 99%.
Όσο για τις επαναληπτικές δόσεις που απαιτούνται ανά 10ετία, δηλώνεται κάλυψη με το επαναληπτικό εμβόλιο μόνο με 4η δόση και αυτή αφορά το 95,8% σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές της Ελλάδας.
Σε ότι αφορά την ιλαρά,με την πρώτη δόση του εμβολίου είναι καλυμμένο το 97% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ και της UNICEF για το 2022, καθώς η επίσημη κάλυψη το 2021 ήταν 97,3%.
Για την δεύτερη δόση του εμβολίου τηςιλαράς, δεν έχουν σταλεί επίσημα στοιχεία στον ΠΟΥ, οπότε οι εκτιμήσεις του Οργανισμού και της UNICEF περιορίζουν το ποσοστό κάλυψης στο 83%, ποσοστό το οποίο δεν επαρκεί καθόλου για την δημιουργία συλλογικής ανοσίας με την οποία θα μπορεί να προστατεύεται και ο ευάλωτος πληθυσμός.
Σημειώνουμε ότι πέρυσι από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2023 αναφέρθηκαν στην Ευρώπη περισσότερα από 30.000 κρούσματα ιλαράς σε 40 από τα 53 κράτη μέλη που διαμορφώνουν την Ευρωπαϊκή Περιφέρεια του ΠΟΥ. Από τα κρούσματα, το 40% ήταν παιδιά ηλικίας 1-4 ετών και το 20% ενήλικες 20 ετών και μεγαλύτεροι. Την ίδια χρονική περίοδο καταγράφηκαν περίπου 21.000 νοσηλείες και 5 θάνατοι.
Εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών παιδιών και εφήβων συστήνονται 2 δόσεις του εμβολίου MMR, μετά το πρώτο έτος της ζωής, με τη 2η δόση να χορηγείται σε ηλικία 24– 36 μηνών (μπορεί όμως να χορηγηθεί και νωρίτερα, αρκεί να έχουν περάσει 4 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση).
Παιδιά και έφηβοι που δεν έχουν εμβολιασθεί με τη 2η δόση πρέπει να αναπληρώσουν το ταχύτερο δυνατόν.
Για τους ενήλικες, τονίζεται ότι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εμβολιασμών ενηλίκων, τα άτομα που γεννήθηκαν πριν το 1970 θεωρούνται άνοσα. Όσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970, θα πρέπει να έχουν εμβολιασθεί με δύο (2) δόσεις MMR, με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων μεταξύ των δόσεων. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ιστορικό νόσησης ή το ιστορικό εμβολιασμού είναι άγνωστο, το άτομο θεωρείται μη εμβολιασμένο και συστήνεται η χορήγηση δύο δόσεων εμβολίου με ελάχιστο μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις