Ο Θησέας ήταν «γενναίος σαν τον Ηρακλή και όμορφος σαν τον Απόλλωνα». Έτσι μιλούσαν για τον Αθηναίο ήρωα στον καιρό του. Και καθώς φαίνεται, έτσι θα ήταν. Γιατί ολόκληρους τώρα αιώνες οι ποιητές κι οι ραψωδοί τον τραγουδούν κι ακόμη δεν κουράστηκαν.

Ως και ναό τού χτίσανε εκεί κάτω στα πόδια της Ακρόπολης, ενώ δεν ήταν θεός. Και με στεφάνια τον στεφανώσανε, χωρίς να είναι ολυμπιονίκης. Γιόμισε με τ’ όνομά του όλη την Αθήνα, ύστερα όλην την Ελλάδα και τέλος όλον τον κόσμο.

Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Αιγέας και μάνα του η σεμνή Αίθρα, κόρη του Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας. Ήταν ακόμα συγγενής με το Δαίδαλο και τον Ίκαρο.

[…]

Ο Θησέας ήταν ο νεώτερος βασιλιάς που ανέβηκε ποτέ σ’ ελληνικό θρόνο. Δε θα ’ταν ούτε δεκάξι χρονών, όταν, με το χαμό του πατέρα του, πήρε το τιμημένο σκήπτρο των προγόνων του, που ξεκινούσε απ’ τη γενιά του Κέκροπα και του Ερεχθέα κι έφτανε στα χέρια του.

Ο Θησέας ωστόσο δε δοξάστηκε τόσο πολύ σα βασιλιάς όσο σαν ήρωας, δηλαδή σαν άντρας μ’ άφοβη και γενναία ψυχή και δυνατά χέρια.

[…]


(Πηγή: Facebook – Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος)

Μια παθιασμένη ορμή τραβούσε το Θησέα από τότε στη θάλασσα. Αργότερα κατάλαβε ότι αυτό που τον τραβούσε ήταν –στην πραγματικότητα– ο κίνδυνος και όχι η θάλασσα. Και αν διάλεξε τη θάλασσα, ήταν γιατί αυτή είχε τους περισσότερους κινδύνους.

Στις φευγάλες του για τη θάλασσα, στην αρχή πήγαινε μαζί μ’ άλλους. Μα αργότερα άρχισε να πηγαίνει και μόνος, για μεγάλη απελπισία της μητέρας του.

—Τι κακό μπορεί να μου κάνει η θάλασσα; της έλεγε. Δεν τη φοβάμαι.

—Θα σε πνίξει! Αυτό είναι γνωστό. Έχει κύματα άγρια και θυμωμένα σαν άλογα.

—Θα τα καβαλάω! είπε ο Θησέας.

Δεν έλεγε ψέματα. Τα καλοκαίρια κατέβαινε και τσαλαβουτούσε στα νερά μαζί με τα συνομήλικά του, ώσπου έμαθε να πλέει στο νερό, σαν ψάρι.

—Είσαι μέγας! του λέγανε τα παιδιά.

—Μέγας θα είναι κείνος που θα περάσει κολυμπώντας τον πορθμό (σ.σ. μεταξύ Τροιζήνας και Πόρου). Ποιος μπορεί;

—Εγώ! είπε ένας.


(Πηγή: Facebook – Σοφία Στάμου)

Ο Θησέας μπήκε στη μέση.

—Δεν έχεις να πας πουθενά! του λέει.

Κείνος όμως πήγε κρυφά.

Και την άλλη μέρα τον μάζεψαν κάτι βαρκάρηδες. Τα νερά τον πήγαν ως κάτω στην Αίγινα. Από τότε όλες οι μανάδες κλείσανε τα παιδιά τους στο σπίτι. Μα ο Θησέας δεν ήταν πια παιδί. Τι αξία έχει η ηλικία; Στην ηλικία, σύμφωνοι, ο Θησέας ήταν ακόμη παιδί, και παιδί ήταν και για τη μάνα του. Οι φίλοι του όμως; Αυτοί τον έβλεπαν σα μεγάλο! Κάτι σαν ήρωα, σα θεό. Και γι’ αυτό σάστιζαν, πώς τον φόβιζε κείνος ο πορθμός και δεν τον περνούσε. Άρχισαν να φοβούνται μην τυχόν ο «άφοβος» φοβάται…

Αυτά τα ψου ψου, μια μέρα, τα πήρε και τ’ αυτί του Θησέα. «Αυτοί σιγά σιγά πάνε να με βγάλουν φοβητσιάρη» σκέφτηκε. Και μια μέρα που κατεβήκανε όλοι μαζί στη θάλασσα, εκεί που παίζανε με τα χαλίκια, τον βλέπουν να πηδά ξαφνικά στο νερό.

—Θησέα! του φωνάζουν. Μη! Θα πνιγείς! Όλοι πνίγονται! Μας το ’παν οι ψαράδες! Κανένας δε γλίτωσε ως τώρα! Μας το βεβαίωσαν οι ψαράδες με όρκο! Ορκίστηκαν στο Δία πως πνίγηκαν όλοι.

—Πώς όλοι; Να, εγώ δεν πνίγηκα.

—Θα πνιγείς. Αυτό είναι βέβαιο. Γι’ αυτό βγες. Ακούς;

—Δεν ακούω! Τα πόδια μου κάνουν πολύ παφλασμό. Θ’ ακούσω τι μου λέτε σα γυρίσω πίσω.

Εκεί στη μέση του πορθμού –σου λέει– το νερό είναι τόσο αφρισμένο, που αναποδογυρίζει ολόκληρες βάρκες. Πώς να το αντιπαλέψει το τρυφερό σώμα ενός παιδιού;


(Πηγή: Facebook – Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος)

Και να γιατί τ’ άλλα παιδιά άρχισαν να τον κλαίνε από τώρα. Και δεν είχε φτάσει ακόμη ούτε στη μέση του πορθμού. Βραχνιάσανε να του φωνάζουνε να γυρίσει πίσω. Κείνος όλο κολυμπούσε, κολυμπούσε, ώσπου έφτασε στο μέρος όπου στροβιλιζόταν το νερό, κάνοντας έναν «κλύδωνα» που σε ρουφούσε στο βυθό. Εκεί, ως κι οι βαρκάρηδες –σου λέει– βάζουνε όλα τα δυνατά τους, γιατί ο σίφουνας άρπαζε τη βάρκα τους και τους τη στριφογύριζε σα σβούρα.

Εκεί περίμενε και το Θησέα, αφρίζοντας και κάνοντας τρελούς γύρους.

Ο Θησέας σε μια στιγμή έφτασε. Άγγιξε με το πόδι τους πρώτους αφρούς. Τότε ένα «ααα!» ακούστηκε απ’ τη στεριά. «Ααα!» ξεφώνισαν κι απ’ τη μεριά της Καλαύρειας (σ.σ. του Πόρου) κάποιες γυναίκες που πλένανε στο κύμα κάτι στρωσίδια. «Προστρέξτε!» φώναζαν. «Χάνεται ένα αγόρι!» Ήταν κι ένας γέρος εκεί που λιαζόταν κλείνοντας τα μάτια του.

—Τι στριγκλίζετε έτσι; τους κάνει. Μου χαλάσατε τον ύπνο.

—Θα χαθεί!

—Αν είναι αχρείαστο, ας χαθεί. Αν είναι πάλι γενναίο, μη σκιάζεστε. Δε χάνεται. Και τότε δε βλέπω το λόγο γιατί να φωνοκοπάτε.

—Είσαι ασυμπόνετος! του λένε οι γυναίκες.

—Είμαι καλός ζυγιστής. Τα παιδιά… ακούτε δω;

—Δεν ακούμε!

—Καλά. Τότε το λέω για τον εαυτό μου. «Τα παιδιά, σα μεγαλώσουν και δεν είναι για να γίνουν άντρες, καλύτερα να μη μεγαλώσουν».

—Δεν το λυπάσαι, άπονε; Άνθρωπος από ξύλο είσαι;

—Όχι. Από κόκαλο.

—Και δε λυπάσαι;

—Ζηλεύω.

—Να το που χάθηκε.

—Άσ’ το. Ήταν φτιαγμένο για να χαθεί.

—Όχι. Σώνεται. Σώθηκε!

—Εύγε! Τότε ήταν φτιαγμένο για να σωθεί.


Πραγματικά. Ο Θησέας σβουρίστηκε, σβουρίστηκε, ξεσκάλωσε απ’ τη ρουφήχτρα και, μετά, με «απλωτές», τινάχτηκε έξω απ’ τον κρατήρα, προς τη μεριά της Αίγινας. Ύστερα άρχισε να κολυμπά περήφανα κατά την Καλαύρεια. Οι γυναίκες τον καλούσαν με τσιρίδες.

—Θεοί! φώναζαν. Μα αυτό είναι άγουρο αγόρι!

—Είσαστε ψεύτρες! τους λέει ο γέρος.

Οι γυναίκες ευθύς τρέξανε κοντά του, να το βοηθήσουνε, να το συνεφέρουνε. Μα κείνος τις παραμέρισε και ανέβηκε σ’ ένα βραχάκι για να στεγνώσει και να χαιρετήσει από κει τους φίλους του.

—Κοίτα κει…, είπαν οι γυναίκες. Τι αχάριστο! Δε δέχτηκε ούτε τη βοήθειά μας.

—Τι να τη δεχτεί; τους λέει ο γέρος. Γιατί να τη δεχτεί; Δεν την έχει ανάγκη. Είναι άντρας.

—Άντρας; Αυτό είναι παιδί.

—Τότε δεν ξέρετε τι θα πει άντρας. Και σας συχωρνώ.


—Ε, τι θα πει άντρας;

—Εσείς τι θαρρείτε πως θα πει άντρας; Κείνος που το πρόσωπό του γεμίζει τρίχες;

—Εμ τι;

—Τρίχες έχει κι ο σκαντζόχοιρος, και μάλιστα περισσότερες. Μα δεν είναι άντρας. Ακούτε δω! Άντρας είναι κείνος που κάνει αντρίκεια καμώματα. Αλλά δε σας λέω περισσότερα, γιατί δε θα καταλάβετε. Αφήστε με καλύτερα να ρουφήξω λίγον ύπνο.

Και τους έστρεψε τη ράχη, κλείνοντας ξανά τα μάτια του.

*Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Θησέας», που έγραψε ο σπουδαίος Μενέλαος Λουντέμης (πηγή: «Θησέας» του Μενέλαου Λουντέμη, εκδόσεις Πατάκη).

Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Γεωργίου Μπαλταδώρου, ο οποίος έχασε τη ζωή του στα νερά του Αιγαίου πριν από έξι χρόνια, στις 12 Απριλίου 2018, λίγα λεπτά μετά τις 12 το πρωί.

Ο σμηναγός Γεώργιος Μπαλταδώρος, χειριστής ενός αεροσκάφους Mirage 2000-5, έπεσε κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, ενόσω υπερασπιζόταν τον εθνικό εναέριο χώρο, στη θαλάσσια περιοχή βορειοανατολικά της Σκύρου.

Ο Μπαλταδώρος, με καταγωγή από το Μορφοβούνι της Καρδίτσας, τη γενέτειρα του Νικολάου Πλαστήρα, υπηρετούσε στην 331 Μοίρα Παντός Καιρού της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (υπάγεται στην 114 ΠΜ και εδρεύει στην αεροπορική βάση της Τανάγρας), η οποία φέρει ως έμβλημα (και ως χαρακτηριστικό κλήσης) τον Θησέα (ο μυθικός ήρωας δείχνει το στόχο σε ζεύγος μαχητικών αεροσκαφών).