Γεώργιος Βιζυηνός: Η ανθρώπινη φαντασία
Η αντίθεση του φανταστικού με το πραγματικό
[…]
Και τώρα στον πνευματικό εκπρόσωπο της Θράκης, σ’ έναν από τους παλιούς πνευματικούς εκπροσώπους της, τον Γεώργιο Βιζυηνό, που άλλοτε, στη δική μου γενιά που την απορροφούσε με τα κάθε λογής δικά της ενδιαφέροντα η φιλολογία, μας είχε τραβήξει όλους πιο πολύ, με το έργο του και με τη ζωή του. Ακριβέστερα, με τη ζωή του και με το έργο του. Γιατί το παθολογικό διανοητικό του τέλος τον επρόβαλλε υποβλητικότερα. Όπως συνέβαινε και σ’ άλλες περιπτώσεις παραπλήσιες, εδώ του Μιχαήλ Μητσάκη και του Ρώμου Φιλύρα, έξω του Φρειδερίκου Νίτσε και του Γκυ ντε Μωπασσάν — για ν’ αναφέρω λίγα πρόχειρα ονόματα πνευματικών ανθρώπων που η τρέλλα τους κίνησε έντονα, ζωηρά, την προσοχή των συγχρόνων των. Όχι μόνο επειδή οι εγκεφαλικές διαταραχές έχουν κάτι το βαθύτατα δραματικό, καθώς αχρηστεύουν στο τέλος και τις πιο προικισμένες προσωπικότητες. Αλλά γιατί επίσης η τρέλλα με το ταλέντο εφαίνονταν τότε έννοιες συγγενείς, τόσο που να θεωρείται η κατάσταση η δημιουργούμενη από την πρώτη, μοίρα σχεδόν του θείου δώρου που αποτελούσε το δεύτερο.
Μια φορά αυτές ήταν οι δύο όψεις του Βιζυηνού. Από τη μια μεριά εβλέπαμε τον ποιητή και τον διηγηματογράφο, τον λογοτέχνη με την πλατειά του καλλιέργεια στα μεγαλύτερα, τα ξακουστότερα κέντρα εκείνης της περιόδου, με την άμεση παρακολούθηση της πνευματικής δραστηριότητος των κορυφαίων συγγραφέων και γενικότερα στοχαστών της αλλοτινής Ευρώπης. Που παρ’ όλη ωστόσο την οικειότητά του με το εκλεκτότερο δυτικό πνεύμα, έμεινε πάντα πιστός στην καταγωγή του κι’ έβαλε σ’ όλο του το έργο, και το ποιητικό και το πεζό, ό,τι ερχότανε από τη θρακική, την ελληνική ρίζα του. Όλα τα αντλεί από το προαιώνιο ελληνικό πηγάδι. Και ένα άλλο αξιοσημείωτο, κατάλαβε με τη λογοτεχνική του διαίσθηση την αξία της δημοτικής, άσχετα με το αν δεν μπόρεσε να την πάρει στα χέρια του, να την κάμει πλήρες υλικό του, και έξω από την ποιητική περιοχή. Εχαρακτήριζε το γλωσσικό θέμα, προ ογδόντα ετών και τρία χρόνια προτήτερα από το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, ουσιωδέστερο ίσως και από το ανατολικό ζήτημα. Έφτασε μάλιστα να αποκαλεί όλη την προσπάθεια της καθαρεύουσας σισύφειο μόχθο!
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.10.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η άλλη όψη του Βιζυηνού είναι αυτή που παρουσιάζει με την τρέλλα του, με το άναμμα, με το πύρωμα του έρωτα που ένιωσε, ώριμος πια άντρας, για ένα κοριτσάκι μικρό, την Μπετίνα Φραβασίλη. Ο έρωτας που τον οδήγησε στο Δρομοκαΐτειο, όπου γραφτήκανε οι περίφημοι στίχοι:
Κι’ από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
ο ρυθμός του κόσμου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.10.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Θα συνεχίσω με ένα διηγήμα του Βιζυηνού που μ’ άρεσε πάντα, γιατί εκεί μέσα αναπτύσσεται θαυμάσια η αντίθεση του φανταστικού με το πραγματικό, για ν’ αποδειχτεί τελικά ότι η γοητεία που προξενεί κάποτε η προβολή του φανταστικού δεν χρειάζεται καμιά έμπρακτη επαλήθευση. Είναι «Το μόνο της ζωής του ταξίδιον». Αλλά δεν θα το δώσω με το κείμενό του. Θα το μεταφέρω περιληπτικά, όπως επάνω-κάτω το θυμάμαι, με ελεύθερη γλωσσικά δική μου απόδοση. Σαν παραμύθι.
Μικρό παιδί ο Βιζυηνός επήγε στην Πόλη για να γίνει ραφτόπουλο, και για κάτι άλλο που του άρεσε πιο πολύ. Για να πάρει τη… βασιλοπούλα! Γιατί τάχα να μην την πάρει, μια που με το επάγγελμά του θα μπορούσε να μπει στο παλάτι και να την κάμει να τον ερωτευθεί; Μήπως ένα άλλο ραφτόπουλο δεν πήρε γυναίκα του μια βασιλοπούλα; Τάκουσε από τον παππού του, που του τόλεγε μάλιστα σαν νάγινε χτες. Η βασιλοπούλα, βαριά ερωτευμένη, έπεσε άρρωστη, κι’ είπε στον πατέρα της ότι ένα από τα δυο: ή θα της δώσει άντρα το ραφτόπουλο ή θα πεθάνει. Πώς να της το αρνηθεί ο βασιλιάς, μοναχοκόρη την είχε. Πάει στο ραφτόπουλο, του λέει πως του τη δίνει, μόνο που θάπρεπε πριν από τον γάμο να δείξει την αξία του, έτσι για την υπόληψη του παλατιού, να πιάσει ζωντανό κανένα λιοντάρι, να σκοτώσει κανένα δράκοντα. Το ραφτόπουλο, παίρνοντας θάρρος στο μεταξύ, του προτείνει κάτι άλλο επίσης δύσκολο: να ράψει μέσα σε μια νύχτα τα νυφικά, δίχως ραφή και ράμμα! Σύμφωνος ο βασιλιάς. «Νάχεις έτοιμες», του φωνάζει, «ως το πρωί σαράντα φορεσιές νυφιάτικες, τόσες ταιριάζουν στη βασιλοπούλα, όλες χωρίς ραφή, και πρόσεξε γιατί αλλοιώτικα σου κόβω το κεφάλι!»
Το ραφτόπουλο όμως δεν φοβήθηκε. Πώς να φοβηθεί αφού ήταν γυιος ή εγγονός Νεράιδας; Κι’ ήξερε καλά πως, αν έκαιγε στο λυχνάρι την άκρη μιας χρυσής τρίχας που φυλούσε μέσα στη δαχτυλήθρα του, θάρχονταν αμέσως η Νεράιδα με τα Νεραϊδόπουλα, θάφερναν τα καλύτερα υφάσματα, κι’ ώσπου να ξημερώσει θα είχαν έτοιμες όλες τις φορεσιές.
Έτσι έγινε· μόλις έκαψε τη χρυσή τρίχα το ραφτόπουλο, ήρθε η Νεράιδα με τους μικρούς δικούς της μαστόρους, και πριν λαλήσει ο πετεινός ήσαν έτοιμες οι σαράντα φορεσιές, χωρίς ραφή και ράμμα. Κι’ έτσι τούδωσε ο βασιλιάς τη βασιλοπούλα…
Στο μικρό ραφτάδικο της Πόλης όπου εδούλευε ο Βιζυηνός —δίχως ακόμη νάχει βρει τη δική του βασιλοπούλα— ήρθε μια μέρα ένας άνθρωπος σταλμένος από το χωριό και τον πήρε μαζί του για να προφτάσει τον παππού του που δεν ήτανε καλά, που «πάλευε με τον άγγελό του», όπως του το ανάγγειλε. Τον πρόφτασε, τον βρήκε μάλιστα καθισμένον σ’ ένα ύψωμα λίγο παραπάνω από το σπίτι, όπου εσυνήθιζε να κάθεται. Κι’ αφού ο γέρος αγκάλιασε τον εγγονό, τον ρωτά τι είδε πηγαίνοντας στην Πόλη. Ο εγγονός, περήφανος γιατί θάκανε εντύπωση στον παππού του, του απαντά πως είδε πολλά πράγματα και τ’ αναφέρει όλα με τα πραγματικά ονόματά τους.
— Άστα αυτά! τον διακόπτει ο γέρος. Επέρασες από τη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί; Είδες τους Σκυλοκέφαλους; Πούναι από μπρος άνθρωποι κι’ από πίσω σκύλοι;
Ο μικρός, καθώς του πετά αυτό το «φανταστικό» ο παππούς του, τα χάνει, καταλαβαίνει πως τα δικά του πραγματικά δεν αξίζουνε. Ωστόσο, αφού απάντησε ότι δεν είδε τους Σκυλοκέφαλους, συνεχίζει σε λίγο, μιλά για τη θάλασσα, για τα καράβια που αρμενίζουν στο νερό.
— Άστα αυτά! τον διακόπτει πάλι ο παππούς. Μωρέ τη Γοργόνα (Φώκια τη γράφει ο Βιζυηνός) την είδες ή δεν την είδες;
— Δεν την είδα, παππού.
— Τότε, παιδί μου, δεν είδες τίποτε!
— Και πώς είναι η Γοργόνα, παππού;
— Να, έτσι, του λέει χωρίς δισταγμό, σαν να την είχε ολοζώντανη μπροστά του. Από τον αφαλό και πάνου γυναίκα, από τον αφαλό και κάτω ψάρι. Βρίσκεται στον πάτο της θάλασσας, αλλά σαν φαίνεται κανένα καράβι ανεβαίνει στον αφρό και το σταματά. Και ρωτά τον καπετάνιο: «Ο βασιλιάς Αλέξαντρος ζει και βασιλεύει;» Τρεις φορές τον ρωτά, κι’ αν της πει πως «ζει και βασιλεύει» τον αφήνει ελεύθερο. Μ’ αν της πει πως δεν ζει, τον πνίγει με το καράβι του. Για τούτο καλύτερα που δεν την είδες.
Το παιδί, μπροστά σ’ αυτό το πλάσμα της φαντασίας που του δείχνει ο παππούς, με τόση βεβαιότητα για την πραγματική ύπαρξή του, θαμπώνεται πάλι. Αλλά ξανά παίρνει το θάρρος κάτι να ειπεί:
— Να ιδείς, παππού, τι μεγάλη πούναι η Πόλη. Και τι λογής-λογής άνθρωποι και χανούμισσες.
Τον κόβει πάλι προτού τελειώσει, σαν να βαρυότανε ν’ ακούει τόσο κοινά, τόσο ασήμαντα θέματα:
— Άστα αυτά! Τους Μαρμαρωμένους τούς είδες;
— Δεν τους είδα, παππού.
—Δεν τους είδες; Τότε δεν είδες στη ζωή σου τίποτε!
— Πού βρίσκονται, παππού, οι Μαρμαρωμένοι;
— Σ’ ένα δάσος, μέσα σε μια σπηλιά, έτσι καθώς μπαίνεις —του απαντά ο γέρος συγκεντρώνοντας την προσοχή του σαν να πρόκειται για χώρο που τον επισκέφτηκε— βλέπεις από τούτη τη μεριά όλους τους μαρμαρωμένους ανθρώπους. Η μάγισσα της σπηλιάς, άμα ιδεί να περνά κανένας άντρας που της αρέσει, τον καταφέρνει νάμπει στη σπηλιά, όπου τον κάνει μάρμαρο για να μη της φύγει. Κι’ όταν θέλει στάζει επάνω στην κορφή του τρεις κόμπους αθάνατο νερό, τον ζωντανεύει ομορφότερον από πριν, τρωγοπίνει, διασκεδάζει μαζί του κι’ ύστερα τον ξανακάνει μάρμαρο.
Ο εγγονός κυττάζει τον παππού του, τον κοσμογυρισμένον για να ξέρει τόσα και τόσα, σωπαίνει για λίγο, έπειτα του λέει με θαυμασμό:
— Τι ταξίδια θάχεις κάμει, παππού, στη ζωή σου!
Κι’ ο γέρος τότε του σκάζει το μυστικό: Δεν έκανε κανένα ταξίδι. Απλούστατα αγνάντευε στο βάθος του ορίζοντα ένα λόφο, από όπου λαχταρούσε πάντα ν’ ανέβει στον ουρανό. Κι’ η χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί, ρωτά ο μικρός, κι’ οι Σκυλοκέφαλοι, κι’ η Γοργόνα, κι’ ο Μεγαλέξαντρος, κι’ οι Μαρμαρωμένοι;
— Αυτά μου τα διηγόταν η γιαγιά μου, λέει ο παππούς.
Το μόνο ταξίδι που θάκανε ο παππούς θάτανε το ταξίδι του πεθαμένου σε λίγο, κι’ όσο για τις καταπληκτικές ιστορίες που έλεγε, εκείνες του τις έμαθε η γιαγιά του. Και ξέρετε ποια είναι η γιαγιά του, η γιαγιά όλου του κόσμου, η προαιώνια γριά παραμυθού; Η ανθρώπινη φαντασία.
Θα προσθέσω μια πληροφορία που δεν θάπρεπε να χαθεί. Ο αλησμόνητος φίλος Γ. Συριώτης, χρόνια ανταποκριτής του «Βήματος» στο Λονδίνο, μου είπε κάποτε ότι ένας υπάλληλος τής εκεί πρεσβείας μας βρήκε σε κάποιο παλαιο-βιβλιοπωλείο μια μετάφραση του παραπάνου διηγήματος. Και το ακόμη πιο περίεργο είναι ότι αυτό το βιβλίο, με τη μετάφραση του Βιζυηνού, ήταν τίνος νομίζετε; Του Ουάιλντ — έφερε την υπογραφή του και φαίνεται πως τόχε πουλήσει μαζί μ’ άλλα βιβλία, την εποχή της απότομης φτώχειας του. Σημειώνω το περιστατικό γιατί φανερώνει ότι ο Ουάιλντ είχεν επηρεασθεί από τον Βιζυηνό όταν έγραψε μια από τις ιστορίες του, του θαλασσινού παραμυθά που κάθε βράδυ γυρίζοντας διηγόταν στα παιδιά διάφορα φανταστικά οράματα. Και που όταν μια μέρα έγιναν γεγονότα αυτά τα φανταστικά οράματα και τον ρώτησαν τι είδε, αποκρίθηκε «Τίποτε!» εννοώντας με τούτο ότι την αξία τους την έδινε όχι το πραγματικό, αλλά το φανταστικό.
*Επιφυλλίδα του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967), δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή. Έφερε τον τίτλο «Θρακικά: Βιζυηνός» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1965.
Ο διηγηματογράφος και ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός (ψευδώνυμο του Γεωργίου Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης στις 8 Μαρτίου 1849 και απεβίωσε στο Δρομοκαΐτειο στις 15 Απριλίου 1896.
Στο κέντρο της κοσμοαντίληψης του Βιζυηνού εξέχουσα θέση κατέχει ο άνθρωπος, η ανθρώπινη μοίρα.
Ο Βιζυηνός είναι ένας ψυχογραφικός και δραματικός κατά κύριο λόγο πεζογράφος, που διεισδύει βαθιά στην ψυχή των ηρώων του, μεταδίδει αισθήματα ανθρωπιάς και τρυφερότητας, προκαλεί τη συμπάθεια των αναγνωστών για τους ήρωές του.
Στα διηγήματά του εντοπίζεται η σύζευξη στοιχείων του ρεαλισμού και της ηθογραφίας (της ελληνικής εκδοχής του ρεαλισμού και, μέχρις ενός βαθμού, του νατουραλισμού).
Οι τίτλοι των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι υπαινικτικοί, η δε αφήγηση είναι κατ’ αρχήν πρωτοπρόσωπη (γεγονός που προσδίδει αυτοβιογραφικό και αυτοαναφορικό χαρακτήρα στα έργα του), χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις εκείνες όπου την αφήγηση αναλαμβάνουν άλλα πρόσωπα, είτε με εκτενείς μονολόγους είτε με σύντομους διαλόγους.
Οι ήρωες του Βιζυηνού βρίσκονται συνήθως σε πλάνη σε σχέση με την πραγματικότητα, ενώ στα διηγήματά του παρελαύνουν πολλά πρόσωπα, ανάμεσα στα ζώντα και νεκροί.
- Πώς ο Snoop Dogg έγινε ο επιχειρηματικός σύμβουλος της Μάρθα Στιούαρτ
- Ουκρανία: Το Κίεβο μπορεί να «υπολογίζει» στην ΕΕ μετά τις «φρικτές επιθέσεις» της Ρωσίας
- Αργεντινή: Ο πρόεδρος Μιλέι σκέφτεται να αποσύρει τη χώρα από τη συμφωνία του Παρισιού
- Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Στάρμερ θα συναντηθεί με τον πρόεδρο της Κίνας Σι στο περιθώριο της G20
- Συμφωνία ΕΕ-Mercosur: H Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν θέλει, οι ευρωπαίοι αγρότες όχι
- Αγορές: H Wall Street έχει «λοκάρει» στην Nvidia – Θα συνεχιστεί το ράλι στα crypto;