[…] Η διεισδυτικότητα τῆς όρασης, οἱ νοητικὲς ἀντιδράσεις καὶ οἱ ἐκφραστικὲς ἐπιλογὲς τοῦ Μυλωνᾶ λειτουργοῦν ὁμόλογα τόσο ὅταν προσπαθεῖ νὰ διαπεράσει τὸ φράγμα τῆς σιωπῆς ἑνὸς προϊστορικοῦ ἀγγείου, ὅσο καὶ ὅταν ἀντιμετωπίζει ἐρμηνευτικὰ προβλήματα τῆς ἐρυθρόμορφης κεραμικῆς. Μὲ τὴν παρατήρηση αὐτὴ ἀγγίζουμε τὴν πρώτη, ἂν ὄχι καὶ σημαντικότερη, ἀπὸ τὶς ἰδιοτυπίες τοῦ ἔργου του: μιὰ ἐντυπωσιακὴ παραλληλία ἐνδιαφερόντων ἤ, πιὸ σωστά, τὴν περίεργη ἰσοτιμία ποὺ διέπει τὴν πνευματική του ἀνάλωση ἀνάμεσα στὸν προϊστορικὸ καὶ τὸν ἱστορικὸ κόσμο τῆς Ἑλλάδας.


Ο Μυλωνάς (όρθιος) με φίλο του στη Σμύρνη τον Αύγουστο του 1919

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ περίπτωση τοῦ Γεωργίου Μυλωνᾶ παρουσιάζει σοβαρότατες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ εὐρύτατα διαδεδομένο σήμερα ὑπόδειγμα τοῦ ἀρχαιολόγου, τοῦ ἐπιστήμονα δηλαδὴ ποὺ τὸν σημαδεύει ὄχι χωρὶς κάποια ἀδιόρατη γελοιογραφικὴ νότα ἡ ἐξουθενωτικὴ ἐξειδίκευση καὶ ἡ ἀπάνθρωπη περισυλλογὴ πάνω σ᾿ ἕνα καὶ μοναδικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενο. Κι αὐτὸ γιατὶ τὰ δικά του πρωταρχικὰ ἐνδιαφέροντα τὰ ἐντοπισμένα στὴ Νεολιθικὴ Περίοδο, τὴν Πρώιμη Ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ καὶ τὴ Μυκηναϊκὴ Ἐποχὴ δὲν τὸν ἐμπόδισαν καθόλου νὰ ἐκδηλώσει παράλληλα τὶς πνευματικἑς του ἀνησυχίες πάνω σὲ ποικίλα θέματα ποὺ διατρέχουν χρονικὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἀπὸ τὸν 7ο π.Χ. αἰ. καὶ μετά. Τὴν ἐντυπωσιακὴ αὐτὴ παραλληλία τῶν σύμμετρων ἐνδιαφερόντων, ποὺ οὔτε ὡς περιστασιακὴ οὔτε καὶ ὡς τυχαία θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ, στηρίζει καὶ ὑποθάλπει ἕνα ἐντυπωσιακὸ ἐπίσης ἀπόθεμα ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Καὶ ἑρμηνεύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Μυλωνᾶς ἀνῆκε σὲ μιὰ γενιὰ μὲ ἄλλες παιδευτικὲς προϋποθέσεις καὶ ἄλλους γνωστικοὺς ὁρίζοντες. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὴν ἐξοικείωσή του μὲ τὸν τεράστιο ὄγκο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, τὴν αἰσθητὴ ἄλλωστε στὴν εὐκολία μὲ τὴν ὁποία χειρίζεται τὰ ἀρχαῖα κείμενα, κυρίως ὄμως στὰ παραθέματα τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ποὺ χρησιμοποιεῖ συχνὰ εἴτε γιὰ νὰ φωτίσει κάποια ζητήματα εἴτε γιὰ νὰ κυριολεκτήσει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ χρωματίσει τὸ προσωπικό του γλωσσικὸ ὕφος.


Ο Μυλωνάς γύρω στο 1956

Η ἐνασχόληση τοῦ Μυλωνᾶ μὲ τὴν κλασικὴ ἀρχαιολογία δὲν ἀντανακλᾶ μιὰ περιοδικὴ τάση διαφυγῆς ἀπὸ ἄλλες ἐπιστημονικὲς ἔγνοιες, ἀλλὰ ἐγγράφει σταθεροὺς καὶ ἐπίμονους κύκλους μέσα στὴ συνολικὴ διάρκεια τῆς ἐπιστημονικῆς του ζωῆς. […]

Η δυναμικὴ τοῦ διαλόγου ποὺ χαρακτηρίζει τὰ γραπτὰ τοῦ Μυλωνᾶ δὲν εἶναι άσχετη καὶ πρὸς ἕνα ἄλλο, ἐξίσου οὐσιαστικὸ χαρακτηριστικό του: τὴ συνέχεια τοῦ προβληματισμοῦ. Ο Μυλωνᾶς ἀνήκει σὲ μιὰ περιορισμένη ἀριθμητικὰ ὁμάδα ἀρχαιολόγων, οἱ ὁποῖοι δὲν θεωροῦν ὅτι μὲ τὴν ὅποια δική τους συμβολὴ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μπεῖ τελεία καὶ παύλα σ᾿ ένα ἐπιστημονικὸ ζήτημα. Ἔτσι ξαναπιάνει θέματα ποὺ τὸν εἶχαν καὶ παλαιότερα ἀπασχολήσει, εἴτε γιὰ νὰ προσθέσει κάποια καινούργια στοιχεῖα, εἴτε γιὰ νὰ δώσει μιὰ νέα κατεύθυνση στοὺς παλιούς του συλλογισμούς. Η ἀνάγκη τοῦ διαλόγου δὲν ἱκανοποιεῖται μόνο μὲ τὶς πρὸς τὰ ἔξω ἐκδηλώσεις της, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συστατικὸ τῆς δικῆς του ὺπόστασης, τῆς κοσμοθεώρησής του. Καὶ τὴν κάνει ἐπιτακτικότερη ἡ πίστη του στὴ συνέχεια τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι […].


Ο Μυλωνάς το 1967

Ἐξετάζοντας τὴ συμβολὴ τοῦ Γεωργίου Μυλωνᾶ στὴ μελέτη τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας, θὰ ἦταν πραγματικὴ παράλειψη νὰ μὴν υπογραμμίσω τὴν κυριολεκτικὴ ἐπάρκεια ποὺ χαρακτηρίζει τὰ νοήματά του, καθὼς καὶ τὴν ἀκρίβεια ποὺ ἔχουν οἱ περιγραφές του. Σὲ ὅλα του θὰ ἔλεγα τὰ δημοσιεύματα. […]

Η γλώσσα τοῦ Μυλωνᾶ στὶς ἐργασίες αὐτὲς εἶναι ἡ γλώσσα τῆς καθαρεύουσας. Μιὰ καθαρεύουσα όμως ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὶς ἀρχαϊστικὲς ἀκρότητες καὶ τὴν παγωνιὰ τῶν νεκρῶν λόγων. Εἶναι μιὰ γλώσσα ποὺ κρατᾶ ζωντανὴ τὴ θέρμη μιᾶς πιὸ ἄμεσης ἐπικοινωνίας καὶ πού, μετὰ ἀπὸ ὅσα ὑπέστησαν τὰ ἑλληνικὰ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια, ἠχεῖ στὰ αὐτιά μας πολὺ πιὸ γλυκά. Μιὰ γλώσσα δουλεμένη μὲ ἁπλότητα, μὲ εὐθυβολία καὶ μὲ μιὰ ἀδιόρατη —ἀνομολόγητη θὰ ἔλεγα— συγκίνηση. Ὁπωσδήποτε μιὰ γλώσσα σημαδεμένη ἀπὸ τὴν ψυχικὴ συμμετοχὴ τοῦ πλάστη της στὸ εἰκαστικὸ γεγονὸς ποὺ ἐξετάζει. Κι ἀπὸ μιὰ κρυφὴ διάσταση humor, ἡ ἀνίχνευση τῆς ὁποίας θὰ μᾶς πήγαινε μακριά. Πιὸ ἄμεσα ἀντιληπτὴ εἶναι ἡ τάση τῆς ἐκλαΐκευσης ποὺ χαρακτηρίζει πολλὰ ἀπὸ τὰ γραπτά του, τὰ προορισμένα γιὰ ἕνα εὐρύτερο ἀναγνωστικὸ κοινό, μιὰ τάση σύμφωνη μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ συναντοῦμε καὶ σὲ ἄλλους έκπροσώπους τῆς ἴδιας γενιᾶς. Ο Γεώργιος Μυλωνᾶς ἀνῆκε σὲ μιὰ γενιὰ ἀκούραστων, χαλκέντερων καὶ πεισματάρηδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔβλεπαν τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου κατακερματισμένη στὰ στεγανὰ τῶν προσωπικῶν τους ἐνδιαφερόντων.
Μιὰ γενιὰ ἄλλων φυλῶν, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ποιητής.

*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο  Άγγελος Δεληβορριάς (1937-2018) στο πλαίσιο δημόσιας συνεδρίας που είχε πραγματοποιήσει Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία στις 13 Απριλίου 1989, προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη του Γεωργίου Μυλωνά, διαπρεπούς αρχαιολόγου, πανεπιστημιακού δασκάλου και ακαδημαϊκού. Ο τίτλος της ομιλίας του Δεληβορριά ήταν ο εξής: «Ο Γεώργιος Μυλωνάς ως κλασικός αρχαιολόγος».


Ο Άγγελος Δεληβορριάς

Ο Γεώργιος Μυλωνάς, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών (1980) και γενικός γραμματέας της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1899 (στις σχετικές πηγές απαντά ως έτος γεννήσεώς του και το 1898) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 1988.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Γεώργιος Μυλωνάς στο Πανεπιστήμιο Washington, στις ΗΠΑ (στο Σεντ Λούις του Μιζούρι), το 1962.