Κωνσταντίνος Καβάφης: Η ζωή του ήταν το έργο του
Ευαισθησία ποιητή, αλλά και σοφία στοχαστή μεγάλων διαστάσεων
Πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Καβάφη… Θυμούμαι εκείνο το καλοκαίρι του 1933. Οι φίλοι του ποιητή (ο Καβάφης τιμούσε με τη φιλία του και μένα, όταν νέος πέρασα την πρώτη δεκαετία της εκπαιδευτικής ζωής μου στην Αλεξάνδρεια) είχαμε με οδύνη πληροφορηθή ότι χτυπημένος από βαρειάν αρρώστια ο αμετακίνητος Αλεξανδρινός έστερξε ναρθή στην Αθήνα και να υποβληθή σε εγχείρηση.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.5.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξεκίνησα λοιπόν κ’ εγώ από τη Μυτιλήνη (όπου υπηρετούσα) για να τον ιδώ και να τον καλέσω να περάση το χρόνο της ανάρρωσής του στο ωραίο νησί του Αιγαίου. Τον βρήκα εγκατεστημένο σ’ ένα πολυτελές δωμάτιο του Ερυθρού Σταυρού (φρόντιζε τότε πολύ γι’ αυτόν ο παλιός καλός του φίλος Αντώνης Μπενάκης), αδυνατισμένο αλλά ήρεμο και, όπως πάντοτε, κύριο των διαθέσεών του. Του είχε γίνει τραχειοτομή και δεν μπορούσε να μιλήση. Άκουσε την πρότασή μου, χάρηκε, αλλά μου ’γραψε αμέσως στο φύλλο του σημειωματαρίου του (έτσι γινότανε τότε η συνεννόηση) να πείσω τους δικούς του (εννοούσε τον Αλέκο και τη Ρίτα Σεγκοπούλου) να τον πάνε γρήγορα πίσω, στην Αλεξάνδρεια· δεν ήθελε να μείνη περισσότερο στην Ελλάδα. Εκεί μόνο αισθανότανε στο στοιχείο του, στον τόπο του, στο κλίμα του το ποιητικό και το ανθρώπινο. Το ταξίδι στην Αθήνα τού είχε δώσει μεγάλες συγκινήσεις· έβλεπε ότι, επιτέλους στα 70 του χρόνια, το ελλαδικό κέντρο, το δύστροπο, που είχε τα δικά του είδωλα στην τέχνη του λόγου, άρχιζε πια να του χαρίζη την καθυστερημένη αναγνώρισή του. Οι εκδηλώσεις ήσαν πολλές και θερμές. Τη μεγαλύτερη συγκίνηση τού έδωσε τότε ο Σικελιανός. Επικεφαλής μιας «θεωρίας» από νέους επήγε στο νοσοκομείο, τον φίλησε και γέμισε την κάμαρά του λουλούδια. Πάντα ορμητικός και μεγαλόψυχος ο Άγγελος. Όπως αργότερα κατευόδωσε τον Παλαμά για το μεγάλο ταξίδι με τους βροντερούς του στίχους, έτσι και τότε είχε πάει ν’ αποχαιρετήση τον Αλεξανδρινό. Ο Σικελιανός τιμούσε ανέκαθεν τον Καβάφη, και ο Καβάφης θαύμαζε πάντα τον Σικελιανό.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.5.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Καβάφης σαν άνθρωπος —πρόσωπο, παρουσιαστικό, ομιλία— δεν κεραυνοβολούσε με την εντύπωση που έκανε, ούτε γινότανε αγαπητός σ’ αυτούς που πρωτοπλησίαζαν. Μεγαλωσύνη δεν ακτινοβολούσε, ούτε αγαθότητα. Ήταν όμως από τις φυσιογνωμίες που και στον δρόμο τυχαία να τον συναντούσες, δεν θα τον λησμονούσες ποτέ. Την καλύτερη περιγραφή του έχει κάνει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, όταν το 1901 τον γνώρισε στην Αθήνα — ο Καβάφης τότε δεν ήταν ακόμη σαραντάρης και έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. (Είναι αληθινά εκπληκτικό με πόσην οξυδέρκεια και γεύση ποιητική ο Ξενόπουλος, πρώτος, αντελήφθηκε και έγραψε για τη μεγάλη αξία του Καβάφη, στην περίφημη κριτική του που δημοσίευσαν τα «Παναθήναια» το Νοέμβριο του 1903.) «Είναι νέος», γράφει, «αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθιά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευομένου αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως έναν Αθηναίον συνηθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας… Πρέπει να τον γνωρίση κανείς αρκετά, διά να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θ’ αναγνωρίση ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου κάπου θα συλλάβη και μερικάς αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν —δόξα σοι, ο Θεός!— τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας».
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το πορτραίτο είναι αριστοτεχνικά ζωγραφισμένο. Όταν είκοσι χρόνια αργότερα γνώρισα τον Καβάφη, δεν ντυνότανε πια τόσο κομψά, και τα πυκνά πάντοτε μαλλιά του είχαν χάσει το βαθύ μαύρο χρώμα τους. Τα μάτια του όμως έβγαζαν ακόμη αστραπές, η ομιλία του ήταν ζωηρή, με πολλές ιδιορρυθμίες, και στην προφορά και στην υφή, οξύτατες οι παρατηρήσεις του, το χιούμορ του εξυπνότατο, με ακκίσματα και τσιριμόνιες, οι τρόποι του — και έπειτα εκείνο το σκούρο πρόσωπό του με τα νεανικά χαρακτηριστικά έπαιζε παράξενα. Ο Καβάφης δεν έχανε ποτέ τον έλεγχο των εκφράσεών του. Κυβερνούσε με άνεση τους μορφασμούς και τις χειρονομίες του, και ώρες-ώρες ήταν τέτοια η αυτοκυριαρχία και η επιδεξιότητά του, ώστε νόμιζες πως φορούσε μια μάσκα, στην οποία ήξερε να δίνη κάθε φορά την έκφραση που του χρειαζότανε. Οπωσδήποτε, η φυσιογνωμία του «εκ πρώτης όψεως δεν έλεγε πολλά πράγματα», όπως πολύ σωστά είχε παρατηρήσει ο Ξενόπουλος. Δεν ανήκε στους ανθρώπινους τύπους που επιβάλλονται με το πρώτο τους αντίκρισμα. Όπως π.χ. ήταν ο Καζαντζάκης. Και στο σημείο τούτο θυμάμαι το ακόλουθο περιστατικό. Όταν ο Νίκος Καζαντζάκης πέρασε από την Αλεξάνδρεια για να πάη στο Σινά (1928), μερικοί φίλοι τον συνωδέψαμε στην επίσκεψη που έκαμε του Καβάφη (τότε πρωτογνωρίστηκαν στο πρόσωπο). Εκεί βρήκαμε τον Forster, το μεγάλο Άγγλο πεζογράφο, φίλο παλιό του Αλεξανδρινού ποιητή, και η γνωριμία έγινε μέσα σε μια στοχαστική κουβέντα, όπου οι δύο Έλληνες μεταχειρίστηκαν όλα τα όπλα τους, για να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλο, και τους άλλους: ο Καζαντζάκης το φακιρισμό και το αετίσιο βλέμμα του, ο Καβάφης τη φινέτσα των επιγραμματικών φράσεων και των σοφών σιωπών του. Το ίδιο βράδυ μάς έλεγε ότι ο Καζαντζάκης είχε κάνει κατάπληξη στον Forster με την όλη του εμφάνιση. «Είναι ασφαλώς ένας μεγάλος άνθρωπος», είπε ο Άγγλος για τον Κρητικό.
Το οικογενειακό δέντρο των Καβάφηδων διά χειρός του μεγάλου ποιητή (πηγή: «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)
Αυτό δεν θα το έλεγες ποτέ για τον Καβάφη, όταν τον πρωτογνώριζες. Ίσως μάλιστα οι περίτεχνοι τρόποι του, οι ιδιορρυθμίες του, μπορούσαν να φανούν και αστείες! Έπρεπε να τον συναναστραφή κανείς πολύ, να αποκτήση την εμπιστοσύνη του (όσο προσηνής ήταν σε όλους, τόσο δύσκολα χάριζε τη φιλία του), να τον ακούση να μιλή όχι μόνο για καλλιτεχνικά, αλλά και για γενικώτερα ζητήματα της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής, και τότε μόνο θα καταλάβαινε ότι ήταν ένας άνθρωπος πέρα από τα κοινά μέτρα. Με ευαισθησία ποιητή, αλλά και με σοφία στοχαστή μεγάλων διαστάσεων. Αυτός ο αυτοδίδακτος (σπουδές δεν είχε κάμει σε μεγαλόσχημα ιδρύματα) ήξερε την ιστορία, τη φιλολογία, τους κλασικούς, τους δικούς μας και τους ξένους, όσο λίγοι ειδικοί. Και παρακολουθούσε τα κοινωνικά, τα πολιτικά, ακόμη και τα οικονομικά ζητήματα της εποχής του με τόση περιέργεια και ενημερότητα, ώστε μπορούσε να τα συζητήση σοβαρά με δικούς μας και ξένους δημοσιολόγους εξ επαγγέλματος χωρίς δυσκολία, και δίχως να πέφτη ποτέ σε κοινούς τόπους. Είχε πάντοτε έτοιμη μιαν εύστοχη παρατήρηση και μια πρωτότυπη γνώμη να προβάλη — που μπορούσε να μην πείθη εντελώς, αλλά έκανε ζωηρήν εντύπωση και έδειχνε τον άνθρωπο που μέσα στο «μονήρες σπίτι» του δεν έγραφε μόνο έξοχης τέχνης ποιήματα, αλλά και μελετούσε· διάβαζε και στοχαζότανε πολύ.
Σελίδα από αυτόγραφο τετράδιο ποιημάτων του Καβάφη, ειδικά καλλιγραφημένο από τον ποιητή για το φίλο του Αντώνη Μπενάκη (πηγή: «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 9.11.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)
Η αδυναμία του η μεγάλη, το πάθος του το ακοίμητο, η φιλοδοξία και ο σκοπός της ζωής του ήταν το έργο του, η ποίησή του. Είχε μείνει ολομόναχος στον κόσμο και άλλο περιεχόμενο, άλλο νόημα δεν είχε γι’ αυτόν η ύπαρξη από το έργο που το έχτιζε σιγά-σιγά, μέσα σε χρόνους πολλούς, με υπομονή, με μαστοριά, με σύστημα — βέβαιος, απόλυτα βέβαιος, ότι μια μέρα θα δεσπόση και στα δικά μας και στα ξένα Γράμματα. Ήξερε την αξία αυτού του έργου, αλλά και φοβότανε. Φοβότανε ότι θα μπορούσε να παρανοηθή, να περιφρονηθή, να γελοιοποιηθή. Και γι’ αυτό, καχύποπτος και έντρομος, αγωνιούσε κάθε φορά που δημοσιευότανε, στα σοβαρά ή στα αστεία, ένα δυσμενές σχόλιο απάνω στους στίχους του ή καμιά παρωδία τους. Τότε ήταν δυνατόν αυτός ο ψύχραιμος, ο άνθρωπος ο distancé (όπως φαινότανε) και ο σίγουρος (όπως ήθελε να φαίνεται), να κλονιστή και να εκνευριστή. Κάποτε, μερικοί νέοι ακόμη τα χρόνια εκείνα Αλεξανδρινοί λόγιοι, για να τον πειράξουν —βαρύς ο ίσκιος του τούς ενοχλούσε— δημοσίευαν κάθε βδομάδα σ’ ένα μικρό και όχι αυστηρά λογοτεχνικό περιοδικό μιαν όχι πάντοτε καλού γούστου παρωδία ποιήματός του. Ο Καβάφης πικραινότανε πολύ. Και όταν του είπαμε ότι δεν άξιζε τον κόπο να δυσαρεστήται για τέτοιες παιδαριωδίες, παρατήρησε με την αλάθητη ευθυκρισία του ότι είναι το «είδος» της ποίησής του τέτοιο που μπορούσε να ζημιωθή ανεπανόρθωτα, εάν την κακοποιούσε κανείς πρόστυχα.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.4.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Δώσε —κηρύττω— στο έργον σου όλην την δύναμή σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει».
Αυτό ήταν το δόγμα του. Και το τηρούσε με ευλάβεια. Η ζωή του ήταν το έργο του. Και είχε αδιάσειστη βεβαιότητα ότι μια μέρα θα επιβληθή. Όταν, στα πρώτα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρόνια, ο μεγάλος Αγγλο-αμερικανός ποιητής T. S. Eliot δημοσίευσε στο περιοδικό του Criterion ποιήματα του Καβάφη μεταφρασμένα στην αγγλική, η εντύπωση ήταν τέτοια που έγιναν στον Αλεξανδρινό ποιητή προτάσεις από μεγάλο εκδοτικό οίκο του Λονδίνου να συγκεντρωθούν και μεταφρασμένα στην αγγλική να εκδοθούν όλα τα ποιήματά του. Είχαμε τότε πληροφορηθή ότι ο Καβάφης αρνήθηκε και απάντησε ότι πρώτα έπρεπε να εκδοθή το έργο του ολόκληρο στα ελληνικά και ύστερα σε ξένη γλώσσα. Αυτό έγινε μόνο μετά το θάνατό του. Σήμερα κυκλοφορεί μεταφρασμένο σε όλες σχεδόν τις μεγάλες γλώσσες του κόσμου. Και ο Αλεξανδρινός ποιητής έχει επιβληθή. Δόξα όχι μόνο των ελληνικών αλλά και των ευρωπαϊκών Γραμμάτων. Όπως το πίστευε βαθιά ο ίδιος, χωρίς όμως και ν’ αξιωθή να το ιδή όσο ζούσε. Καθώς γίνεται, σχεδόν κατά κανόνα.
*Επιφυλλίδα του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου για τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Έφερε τον τίτλο «Ο Αλεξανδρινός» και είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Πέμπτη 16 Μαΐου 1963.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.4.1963, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Κωνσταντίνος (Kωστής) Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, τέκνο Κωνσταντινουπολιτών και απόγονος διαπρεπών Φαναριωτών, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (η 29η Απριλίου, που αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως ημερομηνία γεννήσεώς του, επικράτησε αφότου τέθηκε σε ισχύ το νέο ημερολόγιο) και απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 29 Απριλίου 1933.
- Αντώνης Σαμαράς: Πώς σχολιάζουν τουρκικά ΜΜΕ τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
- Βόλος-Πολυτεχνείο: Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες σε αστυνομικούς – Ένταση και ρίψη χημικών
- Ο «απρόβλεπτος» Τραμπ ως δικαιολογία
- Μόλις έφερε πιο κοντά έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο λέει η Ρωσία για τον Μπάιντεν
- Οι πιθανοί αντίπαλοι της Εθνικής στα playoffs ανόδου του Nations League – «Κλείδωσαν» δύο, έρχονται άλλοι δύο
- Απολαύστε γκολ και πλούσιο θέαμα από τα παιχνίδια του Nations League – Τα αποτελέσματα και οι βαθμολογίες (vids)