1974-2024. Τον Ιούλιο συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι διαπραγματεύσεις μετά το Κραν Μοντανά το 2017 βρίσκονται σε αδιέξοδο και η τουρκική πλευρά διεκδικεί λύση δύο κρατών, με τον Ερσίν Τατάρ να το θέτει ως προϋπόθεση για να καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών.

Και το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει λύση του Κυπριακού στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Ακόμα περισσότερο κατά πόσο είναι ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι οι δύο πλευρές μπορούν να επιστρέψουν στο τραπέζι των συνομιλιών και να σπάσουν το αδιέξοδο, με τα σημερινά δεδομένα.

Για το θέμα μίλησε στο in ο Οζντίλ Ναμί, Επικεφαλής Διαπραγματευτής της τουρκοκυπριακής πλευράς στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό κατά τις περιόδους της ηγεσίας των Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και στη συνέχεια του Μουσταφά Ακιντζί, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του 9ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.

Θεωρεί την ομοσπονδιακή λύση ως τη μοναδική ρεαλιστική λύση, σημειώνοντας ωστόσο ότι θα πρέπει οι όποιες διαπραγματεύσεις επανεκκινήσουν να έχουν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.

Σημειώνει ότι ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν μαζί, ενώ την ίδια στιγμή στηλιτεύει τη στάση και των δύο ηγετών, τόσο του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, όσο και του τουρκοκύπριου ηγέτη, Ερσίν Τατάρ, όσον αφορά τη δέσμευση τους σε μία λύση.

Υποστηρίζει δε ότι το ερώτημα που θα πρέπει να τεθεί στους τουκοκύπριους είναι ομοσπονδία με όλα τα οφέλη που αυτή φέρει μαζί της, ή περαιτέρω απομόνωση με απώλεια των προνομίων που δόθηκαν το 2004 μετά το σχέδιο Ανάν, ενώ στους ελληνοκύπριους το αντίστοιχο ερώτημα είναι ομοσπονδία ή ορατός κίνδυνος αναγνώρισης της αποκαλούμενης «ΤΔΒΚ».  Ενώ συμφωνεί ότι στους τουρκοκύπριους υπάρχει μεγάλη καχυποψία όσον αφορά τις πολιτικές της ελληνοκυπριακής πλευράς.

Τι μπορούμε να περιμένουμε 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974

Ο Οζντίλ Ναμί προσέχει πάρα πολύ τα λόγια και τις διατυπώσεις του. Και δεν αφήνει κανένα περιθώριο για συζήτηση πέραν της ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού.

Στην ερώτηση τι μπορεί να περιμένει κανείς μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο – που η Τουρκία αποκαλεί ειρηνευτική επιχείρηση, ο Ναμί σημειώνει πως βρισκόμαστε «50 χρόνια μετά τα γεγονότα του ‘74 και 60 χρόνια μετά την άφιξη των δυνάμεων Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο το 1964. Το Μάρτιο είχαμε μια ανάμνηση για την άφιξη των στρατευμάτων του ΟΗΕ στην Κύπρο. Και ήταν μια έντονη υπενθύμιση. Είναι πολλά χρόνια.

Όπως γνωρίζετε, στην πρόσφατη ιστορία, έγιναν δύο μεγάλες προσπάθειες για την επίλυση του προβλήματος. Αναφέρομαι κατ’ αρχήν στο 2004, στο δημοψήφισμα, επί του σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο απέτυχε. Και μετά πιο πρόσφατα το 2017, στο Κραν Μοντάνα, όπου είχαμε τη συνάντηση για το Κυπριακό με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Τουρκίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Και, όλοι πιστεύαμε ότι θα το λύναμε στην Ελβετία εκείνη την εβδομάδα.

Ήμουν ο διαπραγματευτής για την τουρκική πλευρά, όπως ίσως γνωρίζετε.

Και, παρά το γεγονός ότι η λύση ήταν στο τραπέζι, για να παραθέσω τα λόγια του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Γκουτέρεζ, δεν καταφέραμε να φτάσουμε στη γραμμή του τερματισμού λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης. Και εδώ θα έδειχνα το δάχτυλό μου στον Ελληνοκύπριο ηγέτη, ο οποίος την τελευταία στιγμή έκανε πίσω, και έφυγε από τη διάσκεψη. Άρα αυτές οι δύο μεγάλες απογοητεύσεις οδήγησαν την τουρκική πλευρά στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες, οι προσπάθειές μας για την εξεύρεση ομοσπονδιακής λύσης στο Κυπριακό έχουν εξαντληθεί. Και πρέπει να μιλήσουμε για νέες φόρμουλες. Τώρα, επιμένουν σε μια λύση δύο κρατών».

Για τη «λύση» δύο κρατών

Στο σημείο που είμαστε ωστόσο είναι ρεαλιστικό να απαιτεί κάποιος από τους ελληνοκύπριους να καθίσουν στο τραπέζι που πάνω έχει ως προαπαιτούμενο τη «λύση δύο κρατών», είναι το επόμενο ερώτημα.

Ο Ναμί είναι σαφής. Όπως αναφέρει:

«Δεν θα έλεγα ότι αυτό είναι ρεαλιστικό αίτημα. Ειδικά όταν το βάζεις ως προϋπόθεση. Δεν βλέπω κανέναν τρόπο που ένας Ελληνοκύπριος ηγέτης θα μπορούσε να το δεχτεί αυτό και μετά να αρχίσει να μιλάει για μια λύση.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή τη θέση. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις μεγάλες απογοητεύσεις που αντιμετώπισε η τουρκική πλευρά και να καταλάβουμε γιατί έρχονται με μια τέτοια θέση τώρα».

Αναφερόμενος και στα όσα είπε στο φόρουμ των Δελφών, ο Ναμί σημειώνει ότι: «η σημερινή τουρκική θέση είναι σαφώς απαράδεκτη. Όχι μόνο για την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά και για τα Ηνωμένα Έθνη, καθώς θέτει την αναγνώριση ως προϋπόθεση για την επανέναρξη των συνομιλιών.

Ωστόσο, πιστεύω επίσης ότι η σημερινή θέση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας είναι επίσης μη ρεαλιστική, καθώς προσποιείται ότι δεν υπάρχουν οι απογοητεύσεις των προηγούμενων προσπαθειών. Προσποιείται ότι υπάρχει ακόμα αξιοπιστία στο τραπέζι.

Η αξιοπιστία δεν υπάρχει. Και οι μεγάλες απογοητεύσεις έχουν προκαλέσει καχυποψία. Και η εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πια.

Να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη

»Ως εκ τούτου, πρέπει να αξιολογήσουμε σωστά το πρόβλημα και να σκεφτούμε, με ψύχραιμο, ορθολογικό τρόπο, πώς μπορούμε να αποκαταστήσουμε αυτήν την εμπιστοσύνη ώστε να δώσουμε σε μια ομοσπονδιακή λύση άλλη μια ευκαιρία με αξιόπιστο, ρεαλιστικό τρόπο.

Πρότασή μου προς τα μέρη, μετά από την εμπλοκή μου στις συνομιλίες για το Κυπριακό για περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, είναι ότι ως τουρκική πλευρά θα πρέπει να κάνουμε μια παραχώρηση, να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να αποδεχθούμε να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις από εκεί που είχαν σταματήσει στο Κραν Μοντάνα, προστατεύοντας όλες τις συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και συμφωνώντας ότι πρέπει, προσπαθήσουμε και τελειώσουμε από εκεί που σταματήσαμε.

Ωστόσο, σε αντάλλαγμα, η ελληνοκυπριακή ηγεσία θα πρέπει επίσης να κάνει μια παραχώρηση και να αποδεχθεί ότι αυτή η νέα προσπάθεια θα είναι μια διαφορετική προσπάθεια.

Θα υπάρχει αυτή η έννοια του οριστικού χαρακτήρα, που θα σήμαινε ότι δεν θα ξαναεμπλακούμε σε μια διαπραγμάτευση χωρίς χρονοδιάγραμμα. Θα πρέπει να δεχτούμε ένα χρονικό όριο. Και στο τέλος αυτού του χρονοδιαγράμματος θα πρέπει να αποδεχτούμε ένα είδος διαιτησίας, που θα μας βοηθήσει να ολοκληρώσουμε τη Συνολική Συμφωνία Διακανονισμού.

Και μετά πηγαίνουμε στο λαό και τους ζητάμε να πάρουν μια δημοκρατική απόφαση. Μια τελική απόφαση, που, αναπόφευκτα σημαίνει ότι θα πρέπει να διαλέξουν εκείνη τη στιγμή. Αν θα πάμε σε επανένωση ή σε ένα  βελούδινο διαζύγιο. Όσον αφορά τους Τουρκοκύπριους, θα πρέπει να ρωτήσουμε, λέτε ναι σε αυτό το σχέδιο επανένωσης και να γίνετε μέλος της ΕΕ και να απολαύσετε όλα τα οφέλη αυτού; Ή θέλετε να παραμείνετε σε κατάσταση απομόνωσης, όπου θα σας αφαιρεθεί όλη η βοήθεια που σας παρέχεται μέσω της ΕΕ, επειδή είχατε πει ναι στο σχέδιο το 2004.

Αναφέρομαι στο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας και ούτω καθεξής.

Άρα οι Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωποι με το ζήτημα της μεγαλύτερης απομόνωσης έναντι της ομοσπονδίας.

Και οι Ελληνοκύπριοι ψηφοφόροι θα πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με τον τρόμο της αναγνώρισης, έναντι της ομοσπονδίας».

Τι θα σήμαινε το «βελούδινο διαζύγιο»

Αυτό το βελούδινο «διαζύγιο» θα μπορούσε να φέρει όντως απομόνωση, ένα ξεχωριστό κράτος ή ένωση με την Τουρκία, είναι η επόμενη ερώτηση μου.

Για τον Ναμί, είναι ξεκάθαρο ότι «η ενοποίηση με την Τουρκία δεν είναι στο τραπέζι».

Και επιμένει πως σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος αυτό που πρέπει να ερωτηθούν οι τουρκοκύπριοι είναι:

«θέλετε ομοσπονδία ή δέχεστε να υποφέρετε, ζώντας σε ένα μη αναγνωρισμένο κράτος υπό την απομόνωση;

Και τους Ελληνοκύπριους τους ρωτάμε θέλετε ομοσπονδία ή δέχεστε βελούδινο διαζύγιο;

Σε ένα τέτοιο σενάριο το κίνητρο και για τις δύο πλευρές θα ήταν να ψηφίσουν για την Ομοσπονδία και η Κύπρος θα επανενωθεί σε μια ομοσπονδιακή φόρμουλα, την οποία έχουμε διαπραγματευτεί και δημιουργήσει, χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι εάν καταφέρουμε να πείσουμε τους ηγέτες να αποδεχθούν μια τέτοια διαδικασία, θα φέρουμε το Κυπριακό σε ένα αποτέλεσμα, σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα».

Μπορεί ο Τατάρ να κάνει πίσω;

Θέτω τον προβληματισμό, ότι επί Ακιντζί, η κατάσταση ήταν διαφορετική και το ερώτημα είναι κατά πόσο ο Τατάρ θα μπορούσε να κάνει πίσω από τη θέση που έχει διατυπώσει, περί δύο κρατών.

Σύμφωνα με το Ναμί ωστόσο και ο Τατάρ μπορεί να κάνει πίσω. Όπως λέει:

«Αυτή η προσέγγιση φέρνει ένα τέλος στο status quo με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Έτσι, εάν αυτό εφαρμοστεί ή υποστηριχθεί από τον ΟΗΕ και τη διεθνή κοινότητα, θα υπάρξει όχι μόνο εσωτερική πίεση στο Τατάρ για να το αποδεχθεί επειδή οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί να ζουν σε αυτήν την, χωρίς στάτους, κατάσταση σε αυτό το «λίμπο» στο οποίο βρισκόμαστε.

Αλλά επίσης, νομίζω ότι η Τουρκία θα είχε ένα τεράστιο κίνητρο να υποστηρίξει αυτή τη φόρμουλα, διότι με αυτή τη φόρμουλα, το Κυπριακό θα τελειώσει είτε με ομοσπονδία, είτε με λύση δύο κρατών, που θα αφαιρούσε έναν μεγάλο πονοκέφαλο από την τουρκική εξωτερική πολιτική, επιτρέποντας στην Τουρκία να βελτιώσει τις σχέσεις της με την ΕΕ και τις ΗΠΑαλλά και να δώσει στην Τουρκία τη δυνατότητα να γίνει ένας ισχυρότερος παίκτης στην περιοχή, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα που σχετίζονται με την ενέργεια. Επειδή η Τουρκία θέλει να είναι μέρος διεθνών συμφωνιών που σχετίζονται με το φυσικό αέριο και τη μεταφορά του στην Ευρώπη, μέσω των τουρκικών υποδομών».

Υπάρχει διέξοδος

Στην ερώτηση αν θα «Θα μπορούσε δηλαδή ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και οι νέες συνθήκες που δημιουργούνται να δώσουν ένα κίνητρο στις ΗΠΑ και άλλους ισχυρούς παίκτες στη διεθνή σκακιέρα  να πιέσουν την Τουρκία και τους Ελληνοκύπριους να προχωρήσουν», ο Ναμί απαντά:

«Να προχωρήσουμε και να υιοθετήσουμε μια νέα προσέγγιση που θα τερματίσει οπωσδήποτε το Κυπριακό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Έτσι ώστε όλοι να μπορούν να πάρουν ο ένας τον άλλο ως νομικό εταίρο και να εμπλακούν σε μεγάλα έργα που θα ωφελήσουν όχι μόνο εμάς, αλλά την περιοχή και την Ευρώπη γενικότερα.

Και χρειαζόμαστε αυτή την αλλαγή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και όλες τις απειλές που αντιμετωπίζουμε. Πρέπει να οικοδομήσουμε περισσότερη αλληλεξάρτηση. Πρέπει να φέρουμε δρόμους συνεργασίας και να εδραιώσουμε τις συμμαχίες στις οποίες συμμετέχουμε, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις απειλές με καλύτερο τρόπο.

Υπάρχει λοιπόν μια διέξοδος από αυτήν την τρέχουσα κατάσταση.

Το θέμα είναι, αν μπορούμε να πείσουμε τους μεγάλους παίκτες όπως οι ΗΠΑ και μεγάλες χώρες της ΕΕ να υποστηρίξουν μια τέτοια προσέγγιση προσανατολισμένη σε αποτελέσματα και να ωθήσουν τους ηγέτες προς αυτή την κατεύθυνση.

Επειδή φοβάμαι ότι – λυπάμαι που θα το πω – ότι δεν έχουμε, δύο ηγέτες, που είναι παθιασμένοι με την επανένωση και που θα δημιουργούσαν αυτή τη δυναμική χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια, χρειαζόμαστε λοιπόν μια συντονισμένη προσπάθεια. Πρέπει σίγουρα να εργαστούμε στο εσωτερικό για να φέρουμε τους Κύπριους στο σωστό πλαίσιο, αλλά και κάποιο συντονισμό με εξωτερικές δυνάμεις. Για να γίνει δυνατό».

Μπορεί να αναγνωριστεί η αποκαλούμενη «ΤΔΒΚ»;

Επόμενο θέμα οι προσπάθειες που γίνονται για αναγνώριση της αποκαλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου», από χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν, καθώς και η επιδίωξη να προσγειωθεί στα κατεχόμενα μία πτήση από τη Μόσχα, πριν ένα χρόνο περίπου και οι δυνατότητες αυτά τα εγχειρήματα τελικά να πετύχουν.

Όπως επισημαίνει ο Οζντίλ Ναμί:

«Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι δεν είναι. Επειδή αυτές οι χώρες έχουν πολύ σημαντικά συμφέροντα, να έχουν καλές σχέσεις με την ΕΕ και επίσης με τις ΗΠΑ.

Ποιος δεν θα υποστήριζε μια τέτοια εξέλιξη;

Επομένως, δεν νομίζω ότι είναι ρεαλιστικοί οι στόχοι που επιδιώκει η σημερινή μας κυβέρνηση.

Ωστόσο, αισθάνονται υποχρεωμένοι να δώσουν ένα μήνυμα στην ελληνοκυπριακή πλευρά ότι δεν μπορείτε να μας κρατήσετε όμηρο του «όχι» σας (σς στο Σχέδιο Ανάν) ή της απόρριψης, μιας προσέγγισης προσανατολισμένης στο αποτέλεσμα.

Δεν μπορείτε να μας κάνετε να γονατίσουμε και να αποδεχθούμε όλους τους όρους σας. Δεν είμαστε αβοήθητοι. Αυτό είναι το μήνυμα που πιστεύω ότι προσπαθούν να δώσουν. Επομένως, εάν υπάρξει μια ρεαλιστική νέα πρωτοβουλία, πιστεύω ότι θα υποχρεωθούν να της δώσουν άλλη μια ευκαιρία.

Αλλά κανένας Τουρκοκύπριος ηγέτης, ακόμη και ένας ηγέτης υπέρ της ειρηνικής λύσης, όπως ο Ακιντζί ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν ο πρόεδρος δεν θα μπορούσε να δεχτεί απλά μια επανέναρξη των συνομιλιών χωρίς δέσμευση για οριστικότητα.

Γιατί, όπως εξήγησα, κανένας Τουρκοκύπριος ηγέτης δεν μπορεί ποτέ να εμπιστευτεί τον ομόλογό του πια να ανοίξει την τελική διαπραγματευτική του θέση, ας πούμε, για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις ή για το εδαφικό, ελπίζοντας ότι ο Ελληνοκύπριος ηγέτης θα ανταποδώσει.

Αυτές οι μέρες πέρασαν. Όλοι μας, τώρα σκέφτεται ότι όσες υποχωρήσεις κι αν κάνουμε ένας Ελληνοκύπριος ηγέτης θα τις θεωρήσει δεδομένες και μετά θα πει, θέλω λίγο ακόμα. Ας διαπραγματευτούμε για λίγα χρόνια ακόμα. Είμαι άνετος. Είμαι μέλος της ΕΕ. Έχω καλή οικονομία. Έχουμε μια άνετη ζωή. Σας ευχαριστώ για τις παραχωρήσεις σας, αλλά, ας μιλήσουμε λίγο αργότερα.

Αυτό λοιπόν είναι βαθιά εμπεδωμένο και χρειαζόμαστε μια φόρμουλα για να ξεφύγουμε από αυτό».

Κλειδί το Κυπριακό

Στο αν μπορούμε να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα και τους ισχυρούς παίκτες να στραφούν στο Κυπριακό και να προσπαθήσουν να εμπλακούν για την εξεύρεση λύσης, ο πρώην διαπραγματευτής της τουρκοκυπριακής πλευράς αναφέρει:

«Εγώ, τουλάχιστον προσπαθώ για το καλύτερο, η συμμετοχή μου στο φόρουμ των Δελφών, και ευχαριστώ τους διοργανωτές που με προσκάλεσαν είναι, ο τρόπος μου να προσπαθώ να συνεισφέρω σε αυτό.

Χρειαζόμαστε βέβαια πολύ πιο σημαντικά ονόματα, για να δώσουμε αυτό το μήνυμα και να τραβήξουμε την προσοχή αυτών των παικτών.

Γιατί πιστεύω ότι η επίλυση του Κυπριακού έχει τεράστιο δυνητικό όφελος όχι μόνο για τους Κύπριους, αλλά για όλες τις χώρες της περιοχής, για σταθερότητα, για ευημερία, για αύξηση της ασφάλειας. Είναι το κλειδί.

Φανταστείτε πώς θα ήταν η κατάσταση σήμερα αν το 2004 είχαμε καταφέρει να ενωθούμε.

Η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας θα είχε συνεχιστεί.

Οι μεταρρυθμίσεις θα έκαναν την Τουρκία πιο δημοκρατική, πιο ευθυγραμμισμένη με την Ευρώπη, στις βασικές αρχές στις οποίες βασίζεται η ΕΕ. Μέχρι τώρα, θα είχαμε όλη αυτή την ενεργειακή συνεργασία και ποιος ξέρει τι είδους σχέση θα υπήρχε μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων και του Λιβάνου, σε έναν τέτοιο κόσμο.

Καταλύτης

»Άρα το Κυπριακό θα είναι τεράστιος καταλύτης για την ευρύτερη περιοχή. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι αξίζει την προσοχή τους. Έχασαν και την πίστη τους. Νιώθουν ότι οι Κύπριοι δεν έχουν ελπίδα και ότι είμαστε κακομαθημένοι. Και ότι υπάρχουν πιο σημαντικά, περισσότερα, προβλήματα σε όλο τον κόσμο που αξίζουν τους πόρους τους. Δεν υπάρχουν μάχες στην Κύπρο, επομένως δεν είναι στη λίστα προτεραιότητας.

Το επιχείρημά μου είναι, σκεφτείτε το με τον αντίθετο τρόπο. Γιατί στην Κύπρο δεν γίνεται πόλεμος. Και Κύπριοι, Τούρκοι και Έλληνες στην πραγματικότητα, δεν έχουν μεγάλη έχθρα, μεταξύ τους. Και επειδή έχουμε ήδη προετοιμάσει τόση δουλειά είναι μια εύκολη νίκη με τεράστιες δυνατότητες, θετικές για την περιοχή. Επικεντρωθείτε στο Κυπριακό. Λύστε το.

Γιατί αν δεν μπορείτε να λύσετε ούτε ένα τέτοιο θέμα, ξεχάστε το ζήτημα του Ισραήλ – Γάζας ή της Ρωσίας – Ουκρανίας. Δεν μπορείτε. Αλλά μπορείτε αν εστιάσετε στο εφικτό, να ελπίζετε ότι αυτό θα σας βοηθήσει να αντιμετωπίσετε και άλλα μεγαλύτερα ζητήματα».

Ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν μαζί;

«50 χρόνια μετά, μπορούμε να ζήσουμε μαζί ή οι νέες πραγματικότητες είναι αυτές που λέει ο κ. Τατάρ και η Τουρκία, ότι ελληνοκυπριοι και τουρκοκύπριοι είναι διαφορετικοί λαοί και δεν μπορούν να ζήσουν μαζί», είναι η τελευταία ερώτηση στον Οζντίλ Ναμί.

Όπως λέει «μπορούμε να ζήσουμε τέλεια μαζί κάτω από ένα ομοσπονδιακό, κράτος όπως το έχουμε δημιουργήσει, στις διαπραγματεύσεις μας. Το να λέμε ότι οι εθνικά διαφορετικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί είναι εντελώς απαράδεκτο στον σημερινό κόσμο. Γινόμαστε ένα παγκόσμιο χωριό. Ακόμη και σε ενιαία κράτη. Κοιτάξτε την Τουρκία. Έχουν διαφορετικές εθνότητες. Κοιτάξτε, σε πολλές άλλες χώρες. Επομένως, πρέπει να απορρίψουμε τέτοιες απόψεις και θα πρέπει να δοθεί άλλη μια ευκαιρία σε μια ομοσπονδιακή λύση».