Ουκρανία: Οι συνομιλίες που θα μπορούσαν να τερματίσουν τον πόλεμο – Η κρυφή ιστορία διπλωματίας που απέτυχε
Τι συνέβη; Πόσο κοντά ήταν Ρωσία και Ουκρανία στο να τερματίσουν τον πόλεμο; Και γιατί δεν οριστικοποίησαν ποτέ μια συμφωνία;
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Φεβρουαρίου 2022, η πολεμική αεροπορία της Ρωσίας έπληξε στόχους σε όλη την Ουκρανία. Ταυτόχρονα, πεζικό και τεθωρακισμένα της Μόσχας εισέβαλαν στη χώρα από το βορρά, την ανατολή και το νότο. Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι Ρώσοι επιχείρησαν να περικυκλώσουν το Κίεβο.
Αυτές ήταν οι πρώτες ημέρες και εβδομάδες μιας εισβολής, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ως αποτέλεσμα την ήττα της Ουκρανίας και την υποταγή της στην Ρωσία. Εκ των υστέρων, φαίνεται σχεδόν θαυμαστό το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Το τι σημειώθηκε στο πεδίο της μάχης είναι σχετικά καλά κατανοητό. Αυτό που είναι λιγότερο κατανοητό είναι η ταυτόχρονη έντονη διπλωματία στην οποία συμμετείχαν η Μόσχα, το Κίεβο και πολλοί άλλοι παράγοντες, που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε μια διευθέτηση μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, όπως σημειώνει το Foreign Affairs σε ανάλυσή του.
Μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2022, μια σειρά από προσωπικές συναντήσεις στη Λευκορωσία και την Τουρκία και εικονικές συναντήσεις μέσω τηλεδιάσκεψης είχαν οδηγήσει στο λεγόμενο «ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης», το οποίο περιέγραφε ένα πλαίσιο για τη διευθέτηση.
Εν μέσω της πρωτοφανούς επιθετικότητας της Μόσχας, οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί σχεδόν ολοκλήρωσαν μια συμφωνία
Οι Ουκρανοί και Ρώσοι διαπραγματευτές άρχισαν στη συνέχεια να εργάζονται πάνω στο κείμενο μιας συνθήκης, σημειώνοντας σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της συμφωνίας. Τον Μάιο, όμως, οι συνομιλίες διακόπηκαν. Ο πόλεμος συνεχίστηκε και έκτοτε κόστισε δεκάδες χιλιάδες ζωές και στις δύο πλευρές.
Τα σενάρια της διπλωματικής αποτυχίας
Τι συνέβη; Πόσο κοντά ήταν τα μέρη στο να τερματίσουν τον πόλεμο; Και γιατί δεν οριστικοποίησαν ποτέ μια συμφωνία;
Ορισμένοι παρατηρητές και αξιωματούχοι – συμπεριλαμβανομένου, κυρίως, του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν – έχουν υποστηρίξει ότι υπήρχε μια συμφωνία στο τραπέζι που θα έδινε τέλος στον πόλεμο, αλλά ότι οι Ουκρανοί την απέρριψαν εξαιτίας ενός συνδυασμού πιέσεων από τους Δυτικούς προστάτες τους και των υβριστικών υποθέσεων του Κιέβου σχετικά με τη ρωσική στρατιωτική αδυναμία.
Άλλοι απέρριψαν εντελώς τη σημασία των συνομιλιών, υποστηρίζοντας ότι τα δύο μέρη απλώς έκαναν τις κινήσεις τους και αγόραζαν χρόνο για ανακατατάξεις στο πεδίο της μάχης ή ότι τα σχέδια συμφωνιών δεν ήταν σοβαρά.
Αν και οι ερμηνείες αυτές περιέχουν πυρήνες αλήθειας, συσκοτίζουν περισσότερο παρά φωτίζουν. Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό στοιχείο που να οδηγεί στην αλήθεια – αυτή η ιστορία αψηφά τις απλές εξηγήσεις. Περαιτέρω, τέτοιες εξιστορήσεις παρακάμπτουν εντελώς ένα γεγονός που, εκ των υστέρων, φαίνεται εξαιρετικό: εν μέσω της πρωτοφανούς επιθετικότητας της Μόσχας, οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί παραλίγο να ολοκληρώσουν μια συμφωνία που θα τερμάτιζε τον πόλεμο και θα παρείχε στην Ουκρανία πολυμερείς εγγυήσεις ασφαλείας, ανοίγοντας το δρόμο για τη μόνιμη ουδετερότητά της και, στην πορεία, την ένταξή της στην ΕΕ.
Στόχευσαν πολύ ψηλά, πολύ γρήγορα
Ωστόσο, η τελική συμφωνία αποδείχθηκε άπιαστη για διάφορους λόγους. Οι δυτικοί εταίροι του Κιέβου ήταν απρόθυμοι να εμπλακούν σε μια διαπραγμάτευση με τη Ρωσία, ιδίως εφόσον τους δημιουργούσε νέες δεσμεύσεις για τη διασφάλιση της Ουκρανίας. Η διάθεση της κοινωνίας στην Ουκρανία επιδεινώθηκε με την ανακάλυψη των ρωσικών θηριωδιών στο Ιρπίν και στη Μπούτσα.
Και με την αποτυχία της ρωσικής περικύκλωσης του Κιέβου, ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι έγινε πιο σίγουρος ότι, με επαρκή δυτική υποστήριξη, θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο στο πεδίο της μάχης.
Τέλος, παρόλο που η προσπάθεια των δύο μερών να επιλύσουν τις μακροχρόνιες διαφορές τους σχετικά με την αρχιτεκτονική ασφαλείας προσέφερε την προοπτική μιας διαρκούς λύσης του πολέμου και μιας διαρκούς περιφερειακής σταθερότητας, στόχευσαν πολύ ψηλά, πολύ σύντομα. Προσπάθησαν να επιτύχουν μια συνολική διευθέτηση, ακόμη και όταν μια απλή εκεχειρία αποδείχθηκε ανέφικτη.
Ακόμα και όταν οι αναφορές από την σφαφή της Μπούτσα έγιναν πρωτοσέλιδα τον Απρίλιο του 2022, οι δύο πλευρές συνέχισαν να εργάζονται νυχθημερόν για μια συμφωνία
Σήμερα, που οι προοπτικές των διαπραγματεύσεων φαίνονται αμυδρές και οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι σχεδόν ανύπαρκτες, η ιστορία των συνομιλιών της άνοιξης του 2022 μπορεί να φανεί ως αντιπερισπασμός με λίγη διορατικότητα, που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στις σημερινές συνθήκες.
Αλλά ο Πούτιν και ο Ζελένσκι εξέπληξαν τους πάντες με την αμοιβαία προθυμία τους να εξετάσουν εκτεταμένες παραχωρήσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Θα μπορούσαν κάλλιστα να εκπλήξουν τους πάντες ξανά στο μέλλον.
Πολεμώντας και συνομιλώντας
Σε δηλώσεις που έκανε στις 29 Μαρτίου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών, ο Βλαντίμιρ Μεντίνσκι, επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας, εμφανίστηκε σαφώς αισιόδοξος, εξηγώντας ότι οι συζητήσεις για τη συνθήκη ουδετερότητας της Ουκρανίας εισέρχονται στην πρακτική φάση και ότι – εξαιρώντας όλες τις πολυπλοκότητες που παρουσιάζει η συνθήκη λόγω της ύπαρξης πολλών πιθανών εγγυητών – είναι πιθανόν ο Πούτιν και ο Ζελένσκι να την υπογράψουν σε σύνοδο κορυφής στο άμεσο μέλλον.
Την επόμενη ημέρα, δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Χθες, η ουκρανική πλευρά, για πρώτη φορά καθόρισε γραπτώς την ετοιμότητά της να υλοποιήσει μια σειρά από σημαντικότατους όρους για την οικοδόμηση μελλοντικών κανονικών και καλών γειτονικών σχέσεων με την Ρωσία. Μας παρέδωσαν τις αρχές μιας πιθανής μελλοντικής διευθέτησης, που έχουν καθοριστεί γραπτώς».
Εν τω μεταξύ, η Ρωσία είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να καταλάβει το Κίεβο και απέσυρε τις δυνάμεις της από ολόκληρο το βόρειο μέτωπο. Ο Αλεξάντερ Φομίν, αναπληρωτής υπουργός Άμυνας της Ρωσίας, είχε ανακοινώσει την απόφαση αυτή στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαρτίου, κάνοντας λόγο για μια προσπάθεια «οικοδόμησης αμοιβαίας εμπιστοσύνης».
Στην πραγματικότητα, η απόσυρση ήταν μια αναγκαστική υποχώρηση. Οι Ρώσοι είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές τους και είχαν υποτιμήσει την ουκρανική αντίσταση και τώρα γύριζαν την αποτυχία τους ως ένα ευγενικό διπλωματικό μέτρο για να διευκολύνουν τις ειρηνευτικές συνομιλίες.
Συνέχισαν τις συνομιλίες και μετά την σφαγή στην Μπούτσα
Η απόσυρση είχε εκτεταμένες συνέπειες. Σκλήρυνε την αποφασιστικότητα του Ζελένσκι, απομακρύνοντας μια άμεση απειλή για την κυβέρνησή του, και έδειξε ότι η περίφημη στρατιωτική μηχανή του Πούτιν μπορούσε να υποχωρήσει, αν όχι να νικηθεί, στο πεδίο της μάχης. Επέτρεψε επίσης τη μεγάλης κλίμακας δυτική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, απελευθερώνοντας τις γραμμές επικοινωνίας που οδηγούσαν στο Κίεβο.
Τέλος, η υποχώρηση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανακάλυψη των φρικαλεοτήτων που είχαν διαπράξει οι ρωσικές δυνάμεις στα προάστια του Κιέβου, Μπούτσα και Ιρπίν, με τη δολοφονία εκατοντάδων αμάχων.
Οι αναφορές από την Μπούτσα άρχισαν να γίνονται πρωτοσέλιδα στις αρχές Απριλίου. Στις 4 Απριλίου, ο Ζελένσκι επισκέφθηκε την πόλη. Την επόμενη ημέρα, μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μέσω βίντεο και κατηγόρησε την Ρωσία ότι διέπραξε εγκλήματα πολέμου στην Μπούτσα, συγκρίνοντας τις ρωσικές δυνάμεις με την τρομοκρατική ομάδα ISIS. Ο Ζελένσκι ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να αποβάλει την Ρωσία από μόνιμο μέλος.
Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι οι δύο πλευρές συνέχισαν να εργάζονται πυρετωδών για μια συνθήκη που ο Πούτιν και ο Ζελένσκι υποτίθεται ότι θα υπέγραφαν κατά τη διάρκεια μιας συνόδου κορυφής, η οποία θα διεξαγόταν στο άμεσο μέλλον.
Τα «ψιλά γράμματα» που οδήγησαν στην αποτυχία
Οι πλευρές αντάλλασσαν σχέδια μεταξύ τους και, όπως φαίνεται, άρχισαν να τα μοιράζονται με άλλα μέρη. Το Foreign Affairs εξέτασε δύο από αυτά τα σχέδια, ένα που φέρει ημερομηνία 12 Απριλίου και ένα άλλο με ημερομηνία 15 Απριλίου, το οποίο οι συμμετέχοντες στις συνομιλίες είπαν ότι ήταν το τελευταίο που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών. Είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια, αλλά περιέχουν σημαντικές διαφορές, ενώ και τα δύο δείχνουν ότι το ανακοινωθέν δεν είχε επιλύσει ορισμένα βασικά ζητήματα.
Πρώτον, ενώ το ανακοινωθέν και το προσχέδιο της 12ης Απριλίου καθιστούσαν σαφές ότι τα εγγυήτριες χώρες θα αποφάσιζαν ανεξάρτητα αν θα προσέρχονταν σε βοήθεια του Κιέβου σε περίπτωση επίθεσης στην Ουκρανία, στο προσχέδιο της 15ης Απριλίου, οι Ρώσοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν αυτό το κρίσιμο άρθρο επιμένοντας ότι μια τέτοια ενέργεια θα γινόταν μόνο «βάσει απόφασης στην οποία θα συμφωνούσαν όλα τα εγγυήτριες χώρες» – δίνοντας έτσι το δικαίωμα του βέτο στον πιθανό εισβολέα, την Ρωσία.
Μια σημείωση στο κείμενο αναφέρει ότι οι Ουκρανοί απέρριψαν αυτή την τροποποίηση, επιμένοντας στην αρχική φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία όλοι οι εγγυητές είχαν ατομική υποχρέωση να δράσουν και δεν θα έπρεπε να επιτύχουν συναίνεση πριν το πράξουν.
Οι όροι που ο Πούτιν ήξερε ότι η Ουκρανία δεν μπορούσε να δεχτεί
Δεύτερον, τα σχέδια περιέχουν διάφορα άρθρα που προστέθηκαν στη συνθήκη κατόπιν επιμονής της Ρωσίας, αλλά δεν αποτελούσαν μέρος του ανακοινωθέντος και αφορούσαν θέματα που η Ουκρανία αρνήθηκε να συζητήσει. Αυτά απαιτούν από την Ουκρανία να απαγορεύσει «τον φασισμό, τον ναζισμό, τον νεοναζισμό και τον επιθετικό εθνικισμό» – και για τον σκοπό αυτό, να καταργήσει έξι ουκρανικούς νόμους (πλήρως ή εν μέρει) που αφορούσαν, σε γενικές γραμμές, αμφιλεγόμενες πτυχές της ιστορίας της σοβιετικής εποχής, ιδίως τον ρόλο των Ουκρανών εθνικιστών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί η Ουκρανία θα αντιστεκόταν να αφήσει τη Ρωσία να καθορίσει τις πολιτικές της σχετικά με την ιστορική μνήμη, ιδίως στο πλαίσιο μιας συνθήκης για τις εγγυήσεις ασφαλείας. Και οι Ρώσοι γνώριζαν ότι αυτές οι διατάξεις θα δυσκόλευαν τους Ουκρανούς να αποδεχθούν το υπόλοιπο της συνθήκης.
Ο Πούτιν και ο Ζελένσκι ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν ακόμα και απίθανους συμβιβασμούς για τον τερματισμό του πολέμου
Είναι επίσης πιθανό, ωστόσο, οι διατάξεις αυτές να αποσκοπούσαν στο να μπορέσει ο Πούτιν να σώσει τα προσχήματα. Για παράδειγμα, εξαναγκάζοντας την Ουκρανία να καταργήσει τα καταστατικά που καταδίκαζαν το σοβιετικό παρελθόν και χαρακτήριζαν τους Ουκρανούς εθνικιστές, που πολέμησαν τον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως «μαχητές της ελευθερίας», το Κρεμλίνο θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε επιτύχει τον δηλωμένο στόχο του για «αποναζιστικοποίηση», παρόλο που η αρχική έννοια αυτής της φράσης μπορεί κάλλιστα να ήταν η αντικατάσταση της κυβέρνησης Ζελένσκι.
Οι διαφωνίες για τα στατεύματα και τον εξοπλισμό
Το μέγεθος και η δομή του ουκρανικού στρατού αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων. Μέχρι τις 15 Απριλίου, οι δύο πλευρές παρέμεναν αρκετά μακριά στο θέμα αυτό. Οι Ουκρανοί ήθελαν ένα στρατό ειρηνικής περιόδου 250.000 ατόμων – οι Ρώσοι επέμεναν σε ένα μέγιστο αριθμό 85.000 ατόμων, σημαντικά μικρότερο από τον μόνιμο στρατό που διέθετε η Ουκρανία πριν από την εισβολή του 2022.
Οι Ουκρανοί ήθελαν 800 άρματα μάχης – οι Ρώσοι θα επέτρεπαν μόνο 342. Η διαφορά μεταξύ του βεληνεκούς των πυραύλων ήταν ακόμη πιο έντονη: 280 χιλιόμετρα (η ουκρανική θέση) και μόλις 40 χιλιόμετρα (η ρωσική θέση).
Οι συνομιλίες είχαν σκόπιμα παρακάμψει το ζήτημα των συνόρων και του εδάφους. Προφανώς, η ιδέα ήταν ο Πούτιν και ο Ζελένσκι να αποφασίσουν για τα θέματα αυτά στην προγραμματισμένη σύνοδο κορυφής. Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Πούτιν θα επέμενε να κρατήσει όλα τα εδάφη που οι δυνάμεις του είχαν ήδη καταλάβει. Το ερώτημα είναι αν ο Ζελένσκι θα μπορούσε να πεισθεί να συμφωνήσει σε αυτή την αρπαγή εδαφών.
Παρά τις ουσιαστικές αυτές διαφωνίες, το προσχέδιο της 15ης Απριλίου υποδηλώνει ότι η συνθήκη θα υπογραφεί εντός δύο εβδομάδων. Βέβαια, η ημερομηνία αυτή μπορεί να είχε μετατοπιστεί, αλλά δείχνει ότι οι δύο ομάδες σχεδίαζαν να κινηθούν γρήγορα. «Ήμασταν πολύ κοντά στα μέσα Απριλίου του 2022 στο να ολοκληρώσουμε τον πόλεμο με μια ειρηνευτική διευθέτηση», αφηγήθηκε ένας από τους Ουκρανούς διαπραγματευτές, ο Oleksandr Chalyi, τον Δεκέμβριο του 2023.
Τι συνέβη;
Γιατί λοιπόν διεκόπησαν οι συνομιλίες; Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι οι δυτικές δυνάμεις παρενέβησαν και ακύρωσαν τη συμφωνία, επειδή ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αποδυνάμωση της Ρωσίας παρά για τον τερματισμό του πολέμου. Ισχυρίστηκε ότι ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος ήταν τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, είχε μεταφέρει στους Ουκρανούς το μήνυμα, εκ μέρους του «αγγλοσαξονικού κόσμου», ότι πρέπει «να πολεμήσουν την Ρωσία μέχρι να επιτευχθεί η νίκη και η Μόσχα να υποστεί στρατηγική ήττα».
Η δυτική ανταπόκριση σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, αν και απέχει πολύ από τους ισχυρισμούς του Πούτιν, ήταν σίγουρα χλιαρή. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της ήταν βαθιά επιφυλακτικοί για τις προοπτικές της διπλωματικής οδού που προέκυψε από την Κωνσταντινούπολη – άλλωστε, το ανακοινωθέν παρέκαμψε το ζήτημα του εδάφους και των συνόρων, και τα μέρη παρέμειναν πολύ μακριά σε άλλα κρίσιμα ζητήματα. Δεν τους φαινόταν σαν μια διαπραγμάτευση που επρόκειτο να πετύχει.
Επιπλέον, ένας Αμερικανός πρώην αξιωματούχος, που ασχολήθηκε με την πολιτική της Ουκρανίας εκείνη την εποχή, δήλωσε στο Foreign Affairs ότι οι Ουκρανοί δεν συμβουλεύτηκαν την Ουάσιγκτον παρά μόνο μετά την έκδοση του ανακοινωθέντος, παρόλο που η συνθήκη εκείνη θα δημιουργούσε νέες νομικές δεσμεύσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες – συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να προχωρήσουν σε πόλεμο με την Ρωσία αν εισβάλει ξανά στην Ουκρανία.
Αυτός ο όρος από μόνος του θα καθιστούσε τη συνθήκη ακατάλληλη για την Ουάσιγκτον. Έτσι, αντί να αγκαλιάσει το ανακοινωθέν της Κωνσταντινούπολης και τη διπλωματική διαδικασία που ακολούθησε, η Δύση αύξησε τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο και την πίεση στην Ρωσία, μεταξύ άλλων μέσω ενός συνεχώς αυστηρότερου καθεστώτος κυρώσεων.
Ο αρνητικός ρόλος του Μπόρις Τζόνσον
Το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία. Ήδη στις 30 Μαρτίου, ο Τζόνσον φάνηκε να μην επιθυμεί τη διπλωματία, δηλώνοντας ότι αντ’ αυτού «θα πρέπει να συνεχίσουμε να εντείνουμε τις κυρώσεις με ένα κυλιόμενο πρόγραμμα έως ότου κάθε στρατιώτης [του Πούτιν] αποχωρήσει από την Ουκρανία». Στις 9 Απριλίου, ο Τζόνσον εμφανίστηκε στο Κίεβο – ο πρώτος ξένος ηγέτης που το επισκέφθηκε, μετά τη ρωσική αποχώρηση από την πρωτεύουσα – και φέρεται να είπε στον Ζελένσκι ότι πίστευε πως «οποιαδήποτε συμφωνία με τον Πούτιν θα ήταν άθλια».
Στις δημόσιες δηλώσεις τους, οι Αμερικανοί δεν ήταν ποτέ τόσο απορριπτικοί απέναντι στη διπλωματία όσο ο Τζόνσον. Αλλά δεν φάνηκε να τη θεωρούν κεντρική για την απάντησή τους στην εισβολή της Ρωσίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν επισκέφθηκαν το Κίεβο δύο εβδομάδες μετά τον Τζόνσον, κυρίως για να συντονίσουν μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη.
Παρόλα αυτά, ο ισχυρισμός ότι η Δύση ανάγκασε την Ουκρανία να υπαναχωρήσει από τις συνομιλίες με την Ρωσία είναι αβάσιμος. Υποδηλώνει ότι το Κίεβο δεν είχε κανένα λόγο στο θέμα. Είναι αλήθεια ότι οι προσφορές υποστήριξης από τη Δύση πρέπει να ενίσχυσαν την αποφασιστικότητα του Ζελένσκι και η έλλειψη δυτικού ενθουσιασμού φαίνεται να έχει μειώσει το ενδιαφέρον του για τη διπλωματία.
Τελικά, ωστόσο, στις συζητήσεις του με τους δυτικούς ηγέτες, ο Ζελένσκι δεν έθεσε ως προτεραιότητα την επιδίωξη διπλωματίας με την Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε οι σύμμαχοί τους αντιλήφθηκαν μια ισχυρή απαίτηση από αυτόν να εμπλακούν στη διπλωματική οδό.
Η ουκρανική ψευδαίσθηση ότι κερδίζει τον πόλεμο
Η νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση των Ουκρανών ότι μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο έπαιξε επίσης σημαντικότατο ρόλο. Η υποχώρηση των Ρώσων από το Κίεβο και άλλες μεγάλες πόλεις στα βορειοανατολικά και η προοπτική απόκτησης περισσότερων όπλων από τη Δύση (με τους δρόμους προς το Κίεβο να βρίσκονται πλέον υπό ουκρανικό έλεγχο) άλλαξαν τη στρατιωτική ισορροπία. Η αισιοδοξία για πιθανά κέρδη στο πεδίο της μάχης συχνά μειώνει το ενδιαφέρον ενός εμπόλεμου να κάνει συμβιβασμούς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πράγματι, στο τέλος Απριλίου, η Ουκρανία είχε σκληρύνει τη θέση της, απαιτώντας την αποχώρηση της Ρωσίας από το Ντονμπάς ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε συμφωνία. Όπως το έθεσε στις 2 Μαΐου ο Oleksii Danilov, πρόεδρος του Ουκρανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας: «Μια συνθήκη με τη Ρωσία είναι αδύνατη – μόνο η συνθηκολόγηση μπορεί να γίνει αποδεκτή».
Και υπάρχει και η ρωσική πλευρά της ιστορίας, η οποία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Ήταν η όλη διαπραγμάτευση μια καλοστημένη παρωδία ή η Μόσχα ενδιαφερόταν σοβαρά για μια διευθέτηση; Μήπως ο Πούτιν δείλιασε όταν κατάλαβε ότι η Δύση δεν θα υπέγραφε τις συμφωνίες ή ότι η ουκρανική θέση είχε σκληρύνει;
Ακόμα και αν η Ρωσία και η Ουκρανία είχαν ξεπεράσει τις διαφωνίες τους, το πλαίσιο που διαπραγματεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη θα απαιτούσε την αποδοχή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Και αυτές οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να αναλάβουν πολιτικό ρίσκο, συμμετέχοντας σε διαπραγματεύσεις με την Ρωσία και την Ουκρανία και να θέσουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία τους εγγυώμενες την ασφάλεια της Ουκρανίας.
Η δυτική απροθυμία για ενεργή εμπλοκή
Εκείνη την εποχή, αλλά και κατά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, η προθυμία είτε να αναλάβουν διπλωματία υψηλού κινδύνου, είτε να δεσμευτούν πραγματικά ότι θα υπερασπιστούν την Ουκρανία στο μέλλον, ήταν αξιοσημείωτα απούσα από την Ουάσινγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ένας τελικός λόγος που απέτυχαν οι συνομιλίες είναι ότι οι διαπραγματευτές έβαλαν το «κάρο» της μεταπολεμικής τάξης ασφαλείας πάνω από το άλογο του τερματισμού του πολέμου. Οι δύο πλευρές παρέκαμψαν βασικά ζητήματα διαχείρισης και μετριασμού των συγκρούσεων (δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων, κατάπαυση του πυρός, αποχώρηση στρατευμάτων) και αντ’ αυτού προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάτι σαν μια μακροπρόθεσμη συνθήκη ειρήνης, που θα έλυνε τις διαφορές ασφαλείας οι οποίες αποτελούσαν την πηγή γεωπολιτικών εντάσεων για δεκαετίες.
Ήταν μια αξιοθαύμαστα φιλόδοξη προσπάθεια – αλλά αποδείχθηκε υπερβολικά φιλόδοξη. Εξάλλου, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση το είχαν δοκιμάσει και αντίστροφα – και επίσης απέτυχαν παταγωδώς. Οι συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν το 2014 και το 2015 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή της Ρωσίας στο Ντονμπάς, κάλυπταν λεπτομέρειες όπως η ημερομηνία και η ώρα παύσης των εχθροπραξιών και ποιο οπλικό σύστημα θα έπρεπε να αποσυρθεί από ποια απόσταση. Οι βασικές ανησυχίες των δύο πλευρών για την ασφάλεια αντιμετωπίστηκαν έμμεσα – αν αντιμετωπίστηκαν καθόλου.
Μετά από τα δύο τελευταία χρόνια πολέμου, όλα αυτά μπορεί να σημαίνουν ότι κύλησε πολύ «νερό στο αυλάκι». Αλλά είναι και μια υπενθύμιση ότι ο Πούτιν και ο Ζελένσκι ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν έκτακτους συμβιβασμούς για να τερματίσουν τον πόλεμο. Έτσι, εάν και όταν το Κίεβο και η Μόσχα επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, θα το βρουν γεμάτο με ιδέες που θα μπορούσαν ακόμη να αποδειχθούν χρήσιμες για την οικοδόμηση ειρήνης σε μόνιμη βάση.
- Αγορές: H Wall Street έχει «λοκάρει» στην Nvidia – Θα συνεχιστεί το ράλι στα crypto;
- Μπερνάρ Αρνό: Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ευρώπης μήνυσε το X του Μασκ του πλουσιότερου στον κόσμο
- Βόρεια Κορέα: Ο Κιμ Γιονγκ Ουν ζητάει την βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο
- Αντώνης Σαμαράς: Πώς σχολιάζουν τουρκικά ΜΜΕ τη διαγραφή του από τον Κυριάκο Μητσοτάκη
- Βόλος-Πολυτεχνείο: Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες σε αστυνομικούς – Ένταση και ρίψη χημικών
- Ο «απρόβλεπτος» Τραμπ ως δικαιολογία