Μια φονική Χούντα
Μια πρόσφατη έκδοση έρχεται να θυμίσει ότι κάθε άλλο παρά αναίμακτη ήταν η δικτατορία 1967-1974
Τμήμα της ακροδεξιάς και φιλοχουντικής ρητορικής στη χώρα μας είναι και η προσπάθεια να παρουσιαστεί η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974 ως διαδικασία χωρίς θύματα. Πλευρά της και η περίφημη μυθολογία «δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο». Αυτό είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή της Χούντας που προσπαθούσε να δείξει ότι δεν διαλέγει το δρόμο των εκτελέσεων, όπως στη διάρκεια του Εμφυλίου και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
Ωστόσο, τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η Χούντα ήταν κυριολεκτικά δολοφονική και αυτή η διάσταση δεν περιορίζεται μόνο στους νεκρούς της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Εν ψυχρώ εκτελέσεις τις πρώτες μέρες, δολοφονίες συλληφθέντων ή καταζητούμενων, και ένας μεγάλος αριθμός υπόπτων θανάτων έρχονται να προστεθούν στους νεκρούς του ματωμένου Νοέμβρη.
Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει η εκτεταμένη μελέτη του Δημήτρη Βεριώνη «Θάνατοι στη Χούντα. Δολοφονίες – αντιδικτατορική δράση. Ύποπτοι θάνατοι κατά την περίοδο 1967-1974», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.
Ο συγγραφέας στηριζόμενος σε αρχειακή έρευνα, σε έρευνα σε δημοσιεύματα, στα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει ο ΣΦΕΑ και η ΠΕΜΕ, αλλά και στην εργασία που είχε κάνει η δικηγόρος Φιλάνθη Ψυρρή που στη μεταπολίτευση είχε καταθέσει πλήθος μηνύσεων κατά αγνώστων για περιπτώσεις δολοφονιών και ύποπτων θανάτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, προσπαθεί να καταγράψει το σύνολο των θανάτων που σχετίζονται με τη δράση της Χούντας.
Το βιβλίο ακολουθεί μια ιδιαίτερα προσεκτική μεθοδολογία ως προς την τεκμηρίωση κάνοντας διάκριση ανάμεσα στους βεβαιωμένους νεκρούς και αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «ύποπτους θανάτους», ενώ εξετάζει και τη βασιμότητα διάφορων διαδεδομένων απόψεων.
Ταυτόχρονα για κάθε περίπτωση αναφέρεται συγκεκριμένα, παραθέτει βιογραφικό κάθε προσώπου, φωτογραφία και όσα στοιχεία υπάρχουν για τις συνθήκες θανάτου τους.
Όταν η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι, νοσταλγοί της Χούντας είναι στο κοινοβούλιο και ένα κλίμα ιστορικού αναθεωρητισμού επιχειρεί να «ξεπλύνει» αυτή την ιστορική περίοδο, είναι αναγκαία η υπενθύμιση των νεκρών της δικτατορίας
Το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα μεθοδολογικά ζητήματα, ενώ το δεύτερο αφορά τους νεκρούς των πρώτων ημερών του πραξικοπήματος, τα ανώνυμα περιστατικά αλλά και τα τεκμηριωμένα (Πεσλής, Καλαβρού, Μπεκροδημήτρης, Ελής).
Το τρίτο κεφάλαιο στρέφεται στους αναγνωρισμένους νεκρούς του αντιδικτατορικού αγώνα: Αντζελόνι, Γεωργάκης, Μανδηλαράς, Τσαρουχάς, Τσικουρής, Φραγκόπουλος, Χαλκίδης.
Το τέταρτο κεφάλαιο υπενθυμίζει ότι υπάρχουν και αποσιωπημένοι νεκροί, πέντε τον αριθμό, από ένοπλες συμπλοκές κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου βασιλικού αντιπραξικοπήματος.
Το πέμπτο κεφάλαιο εξετάζει τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, κινούμενο κατά βάση στην ιστορική έρευνα που έχει γίνει μέχρι τώρα, κυρίως από τον Λεωνίδα Καλλιβρετάκη.
Στο έκτο κεφάλαιο έχουμε επίσης μια σελίδα της ιστορίας που δεν έχει μελετηθεί όσο της αναλογεί δηλαδή τους νεκρούς μετά το Πολυτεχνείο, που όμως σχετίζονται είτε με τραύματα που δέχτηκαν κατά τη διάρκεια της καταστολής της εξέγερσης, είτε με τα κύματα καταστολής στο διάστημα μετά την εξέγερση από τη Χούντα του Ιωαννίδη. Εδώ έχουμε περιπτώσεις θανάτων που όλα δείχνουν ότι ήταν δολοφονίες όπως του φοιτητή της Φαρμακευτικής Λάμπρου Τζιάνου και του φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Καΐλη, ή θυμάτων από τα τραύματα που υπέστησαν στην καταστολή της εξέγερσης όπως του Βασίλειου Μπαφαλούτη που κατά τη γνώμη του Βεριώνη πλέον πρέπει να προστεθεί στα επιβεβαιωμένα θύμα της εξέγερσης.
Στο έβδομο κεφάλαιο ο Βεριώνης στέκεται στο ζήτημα που έχει ταλανίσει τη σχετική συζήτηση και αφορά τις ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες για επιπλέον θύματα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ο συγγραφέας εξετάζει πολύ προσεκτικά τα δεδομένα, σημειώνει ζητήματα που δύσκολα επιβεβαιώνονται, όπως το ερώτημα των ομαδικών τάφων και διακρίνει ονόματα που αναφέρονται αλλά πρέπει να απορριφθούν αλλά και ονόματα στα οποία πρέπει να στραφεί η προσοχή ώστε η ιστορική έρευνα να δείξουν εάν είναι όντως περιπτώσεις θυμάτων.
Το όγδοο κεφάλαιο στρέφεται σε μια επίσης υποτιμημένη διάσταση και αφορά τους ύποπτους θανάτους αξιωματικών στην αστυνομία και τις ένοπλες δυνάμεις, αρκετοί από τους οποίους δείχνουν να μην αναλογούν στην επίσημη αιτιολογία.
Το ίδιο ισχύει και για το ένατο κεφάλαιο που εξετάζει τους ύποπτους θανάτους εφέδρων στρατιωτών, οι περισσότεροι με επίσημη αιτιολογία την αυτοκτονία, και τους λόγους που είναι πιθανό αυτή η εξήγηση να μην είναι πραγματική.
Το δέκατο κεφάλαιο επεκτείνει αυτή την έρευνα σε ύποπτους θανάτους πολιτών, φοιτητών, ακόμη και κληρικών, πάντα με προσπάθεια να τεκμηριώνεται γιατί δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητη η επίσημη αιτιολογία
Το ενδέκατο κεφάλαιο υπενθυμίζει ότι υπήρξε και ένας σημαντικός αριθμός θυμάτων από τις κακουχίες της εξορίας, υπογραμμίζοντας άλλη μια διάσταση της βαναυσότητας της Χούντας.
Τα επόμενα κεφάλαια ασχολούνται με τις περιπτώσεις των θανάτων εξόριστων μετά τη δικτατορία, τις λανθασμένες καταγραφές θανάτων, τις λανθασμένες καταγραφές, αλλά και τις εξαφανίσεις που δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ.
Παρότι το βιβλίο δεν είναι μια συνολική ιστορία της Χούντας, είναι μια σημαντική καταγραφή της βαναυσότητας της Χούντας. Του τρόπου που ήταν τελικά μια φονική μηχανή. Δίνει, ουσιαστικά, πρόσωπο στη δολοφονική βία της Χούντας. Τόσο από την άποψη της μεθοδολογίας όσο και από την έκταση των εξεταζόμενων στοιχείων είναι η πιο συνολική καταγραφή που έχουμε των θανάτων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με τη Χούντα.
Και αυτό σήμερα, που η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι, που νοσταλγοί της Χούντας είναι στο κοινοβούλιο και που ένα ιδιότυπο κλίμα ιστορικού αναθεωρητισμού επιχειρεί να «ξεπλύνει» αυτή την ιστορική περίοδο, είναι παραπάνω από αναγκαίο.
Εάν μάλιστα σκεφτούμε ότι η αντίληψη του «στιγμιαίου εγκλήματος», η επικέντρωση στους πρωταίτιους και η απροθυμία να διερευνηθούν όλες οι καταγγελίες μετά τη Χούντα είχαν ως αποτέλεσμα πάρα πολλές περιπτώσεις να μείνουν ανεξιχνίαστες και οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί όχι μόνο να μείνουν ατιμώρητοι αλλά να αποτελέσουν και τμήμα της «συνέχειας του κράτους», μπορούμε να καταλάβουμε πώς στην περίοδο της Χούντας βρίσκουμε λογικές βαναυσότητας που θα συνεχιστούν και μεταπολιτευτικά.
Αυτό είναι ακριβώς που δίνει ξεχωριστή σημασία όχι μόνο στο να διατηρηθεί ενεργή η ιστορική μνήμη του δολοφονικού χαρακτήρα της Χούντας και να μην ξεχαστούν τα θύματά της, αλλά και στο μην ξεχνούμε την πραγματική κληρονομιά και το αποτύπωμά της στο πώς διαμόρφώθηκαν οι μηχανισμοί κρατικής καταστολής στη χώρας μας.
Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι καταγραφή της μνήμης και η αποτύπωσή της στην ιστορική έρευνα είναι και μια ουσιώδης οφειλή που έχουμε απέναντι σε όλα αυτούς τους νεκρούς, αλλά και τις οικογένειές τους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είδε να να παραμένουν ατιμώρητοι οι δολοφόνοι των οικείων τους.
Όλα αυτά είναι που κάνουν το βιβλίο του Δημήτρη Βεριώνη μια ξεχωριστή και ιδιαίτερα σημαντική συμβολή.
- Η ΕΚΤ προειδοποιεί για πιθανή φούσκα στην τεχνητή νοημοσύνη
- Super League: Αλλαγή ώρας στο ΠΑΟΚ – Athens Kallithea της 13ης αγωνιστικής
- Βυρώνας: Συνελήφθη μετά από καταδίωξη 22χρονος που οπλοφορούσε
- Στη φυλακή ο 19χρονος που σκότωσε το 5χρονο παιδί στο Μαρκόπουλο
- Τασούλας για εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ: Είναι στενάχωρο, πρώτη φορά δεν ισχύει η ψήφος του εκλογικού σώματος
- Πλατεία Εξαρχείων: Ξηλώνονται οι παράνομες λαμαρίνες του Μετρό μετά από δικαστική απόφαση