40 χρόνια «Λούφα και Παραλλαγή»: Η ταινία που απογύμνωσε την Χούντα – Ο Νίκος Περάκης στο in
Ήταν το 1984 όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η ταινία που απογύμνωσε τόσο μοναδικά τη Χούντα των συνταγματαρχών. Η σάτιρα ως βασικό συστατικό πολιτικής κριτικής, πόσο επίκαιρη είναι σήμερα;
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Στέλεχος της ΑΑΔΕ σε κύκλωμα που διακινούσε ποτά «μπόμπες» – Δώδεκα συλλήψεις
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Η ιστορία αρχίζει σε ένα χιονισμένο τοπίο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στις 15 Απριλίου του 1967. Τρεις φαντάροι του ελληνικού στρατού με τα όπλα στα χέρια περιπολούν ανάμεσα στα δέντρα, όταν ξαφνικά ο ένας κάνει νόημα στους άλλους να σταματήσουν. Πέφτουν πρηνηδόν αναζητώντας τον στόχο. Ο ένας σημαδεύει και πυροβολεί. Ακολουθεί ο δεύτερος με το αυτόματο τυφέκιο. Δευτερόλεπτα μετά και οι τρεις φωνάζοντας το επικό «αέρααααα» τρέχουν προς το θύμα τους. Είναι ένας ωραίος λαγός που προορίζεται να γίνει στιφάδο.
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα η ιστορία αυτή αποτυπώνεται στο κινηματογραφικό πανί με την ταινία «Λούφα και Παραλλαγή». Είμαστε στα 1984, το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής μετράει ήδη τρία χρόνια στην εξουσία και πράγματα που δεν είχαν ειπωθεί πριν, ακόμα και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, λέγονται πλέον ξεκάθαρα. Το βαθύ τραύμα της χώρας –η χουντική επταετία- επουλωνόταν σιγά, σιγά όσο κι αν αρκετοί από εκείνους αποτέλεσαν μέρος του προβλήματος δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Αυτά όμως θα τα κρίνει η Ιστορία. Εδώ θα μιλήσουμε για Σάτιρα.
Επέτειος
Σήμερα συμπληρώνονται 57 χρόνια από την ημέρα που η χώρα μπήκε στο γύψο – και 40 χρόνια από τη στιγμή που βγήκε στις αίθουσες η κινηματογραφική σάτιρα του Νίκου Περάκη. Είναι η ιστορία μιας παρέας φαντάρων που η Δικτατορία τούς βρίσκει στο χακί.
Υπηρετούν τη θητεία τους στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), τον τηλεοπτικό σταθμό που κάνει εκείνη την περίοδο τα πρώτα του βήματα. Πρόκειται για ταινία αναφοράς για τον ελληνικό κινηματογράφο που ας σημειωθεί πως τη δεκαετία του 80 δεν διανύει και την καλύτερη περίοδό του.
Το σενάριο το έγραφα στο Βερολίνο σε μια ηλεκτρική OLYMPIA, έχοντας μπροστά μου καρτέλες με τις ιστορίες μας και ένα ημερολόγιο με τα «ιστορικά» συμβάντα της περιόδου που υπηρέτησα».
Οι χαρακτήρες, ακόμα και οι «κακοί» -τα εισαγωγικά μπαίνουν γιατί είναι πραγματικά δύσκολο για τον θεατή να αντιπαθήσει τον οποιονδήποτε από τους ήρωες, ακόμα κι αν υποδύονται τα πιόνια του καθεστώτος- είναι εξόχως αντιπροσωπευτικοί της εποχής τους, οι ατάκες της ταινίας απολύτως φυσικές –όσοι έχουν υπηρετήσει θητεία το αντιλαμβάνονται- και η πλοκή τρέχει αβίαστα.
Μαζί και το γέλιο, γλυκόπρικο σε κάποιες σκηνές, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τι πέρασε εκείνη την περίοδο η χώρα
Η ιδέα
Ο σκηνοθέτης Νίκος Περάκης έχει εξομολογηθεί ότι «η ιδέα για μια ταινία γύρω από την θητεία μας στην στην ΤΕΔ υπήρχε από την μέρα που απολυθήκαμε, αλλά σοβαρή πίεση δέχτηκα από τον Πανουσόπουλο μετά την Αρπα Colla. Δεν θυμάμαι αν μάζεψα τότε τον «σκληρό πυρήνα» των φαντάρων της Γ’ Διεύθυνσης της ΓΥΣ για να καταγράψουμε τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της θητείας μας ή μετά την επιτυχία της ταινίας. Αυτό που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι το σενάριο το έγραφα στο Βερολίνο σε μια ηλεκτρική OLYMPIA, έχοντας μπροστά μου καρτέλες με τις ιστορίες μας και ένα ημερολόγιο με τα «ιστορικά» συμβάντα της περιόδου που υπηρέτησα».
Όντας λάτρης της ταινίας, (νομίζω ότι την έχω δει τουλάχιστον 10 φορές) σκέφτηκα ότι μια κουβέντα με τον δημιουργό της, τον Νίκο Περάκη θα ήταν το καλύτερο αφιέρωμα γι’ αυτήν, για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται, αλλά και για το σήμερα.
Τί σκέφτεστε, 40 χρόνια μετά, γι’ αυτή την ταινία;
«Όταν το φθινόπωρο του 84 η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες δεν κατάφερα να την δω ολόκληρη με κοινό γιατί έτρεχα με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο και την μηχανή του στους κινηματογράφους για να δούμε τις συνθήκες προβολής. Υπήρχαν αίθουσες με πολύ καλά συντηρημένα μηχανήματα εικόνας και ήχου, αλλά και μερικές που θα προτιμούσα να μην είχα επισκεφθεί. Βλέποντας την ταινία αποσπασματικά χαιρόμουν φυσικά με τις αντιδράσεις του κοινού, αλλά δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω, αν η ταινία λειτουργούσε σαν κωμωδία ή δράμα.
Είχε προηγηθεί μόνο μια προβολή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε μια εποχή που μόνο από τις αυθόρμητες αντιδράσεις του εξώστη μπορούσες να ελπίζεις ότι η ταινία θα βρει το κοινό της. Η πλατεία ήταν όπως πάντα “κουμπωμένη”, καθότι το ελληνικό τμήμα του Φεστιβάλ ήταν ανταγωνιστικό. . . Υπήρξε δύο χρόνια πριν και το προηγούμενο της Άρπα-Colla, που είχε προκαλέσει την καχυποψία των σινεφίλ…
Θυμάμαι – πάντα “επιλεκτικά”- τον πανζουλισμό στο Zoo Palast, στο Φεστιβάλ του Βερολίνου που προβλήθηκε το 85. Ήταν γεμάτο πατριωτάκια, στρατεύσιμους νέους και κορίτσια της παντρειάς… Η δικαίωση όμως που αργούσε, ήρθε το 2007, όταν κατέβηκα στο Ηράκλειο από τα Ανώγια, που έκανα ρεπεράζ για την ταινία “Ψυχραιμία» και με κάλεσε ένας συνεργάτης για ρακές με μια παρέα που είχε μάθει τους διαλόγους της Λούφας “απ’ όξω”. Όταν κάποτε εξαντλήθηκαν τους ρώτησα αν αποστηθίζουν και τον Ερωτόκριτο. Ο συνεργάτης μου με αποπήρε: Ρε συ, ο Κορνάρος είναι πολύ δύσκολος».
Έχω την εντύπωση ότι η πολιτική θυμάται το «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» πάντα πριν από γιορτές κι εκλογές ή μετά από μεγάλες καταστροφές.
Ίσως να μην είχε και τόσο άδικο ο συνεργάτης του Νίκου Περάκη. Ο «Παπαδόπουλος», ο «Λάμπρου», ο «Μαρλαφέκας», ο «Καραμαζόφ ή Καραμάνος», ο «ταγματάρχης Φον Κανάρις», ο «αντιστυνταγματάρχης Κατσάμπελας» και πάνω απ’ όλα, ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος ακόμα και σήμερα, ο έρμος «Μπαλούρδος», οι βασικοί ήρωες δηλαδή της ταινίας είναι πιο εύκολοι από τον Ερωτόκριτο, αυτό όμως δεν αναιρεί την αυθεντικότητά τους και το γεγονός ότι αποτέλεσαν μια χαρακτηριστική ανθρωπογεωγραφία σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για τη χώρα.
Πατάμε με τον Νίκο Περάκη το fast forward και πάμε στην επόμενη ερώτηση για να επιχειρήσουμε και μια σύνδεση με το σήμερα.
Ήταν μια εποχή που το τρίπτυχο «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια» ήταν πολύ έντονο. Σήμερα, το τρίπτυχο αυτό επανέρχεται έντονα στον πολιτικό λόγο και δεν το ακούμε μόνο από τα Δεξιά αλλά εσχάτως φαίνεται να υιοθετείται και από κάποιο κομμάτι της Αριστεράς…
«Κάτι σαν το γαλλικό “Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα”. . . Είδαμε την συνέχεια. Έχω την εντύπωση ότι η πολιτική θυμάται αυτό το slogan πάντα πριν από γιορτές κι εκλογές ή μετά από μεγάλες καταστροφές».
Πέρα από σκηνές με ατάκες που έχουν μείνει κλασικές, υπάρχουν κατά τη γνώμη μου και σκηνές που ήταν βαθιά πολιτικές. Για παράδειγμα στην αρχή της ταινίας όταν ο Παπαδόπουλος κατεβαίνει στην Αθήνα με το λεωφορείο, στο διπλανό κάθισμα ο παχύς αρχιμανδρίτης καθαρίζει σαλάμι και τρώει χωρίς να του προσφέρει ένα κομμάτι. Στο επόμενο λεπτό η κάμερα «καρφώνεται» στο εικόνισμα πάνω από τον οδηγό του λεωφορείου….
Δεν είμαι κληροφοβικός, γιατί όλο και κάποιος παπάς εμφανίζεται στις ταινίες μου. Ιερέας στο “Ιδού η Μήλος” ήταν ο αδελφός ενός δάσκαλου και ενός ενωμοτάρχη της χωροφυλακής και πράκτορας του Αμερικανού σταθμάρχη στο νησί. Στην Άρπα-Colla, παπάς ήταν ο «οικονομικός σύμβουλος» της μάνας του Καλογερόπουλου, που πούλαγε ελαιώνες για ν’ αγοράζει φιλμ στο γιο της και να πλουτίζει την KODAK. Τον ηρωοποιώ και σαν αντάρτη με τουφέκι και σταυρωτά φουσεκλίκια σε μια φωτογραφία του Μελετζή, κρεμασμένη στο αχούρι του νεαρού σκηνοθέτη…
Αρχιμανδρίτης είναι κι ο Τζίμης Πανούσης, ως πατήρ Ιλαρίων στην “Φούσκα», και χρηματιστής. Ξέρετε, σταμάτησα να γιορτάζω τα γενέθλιά μου στις 11.09. από το 2001, όταν η Αλ Κάιντα γκρέμισε τους πύργους με τρεις χιλιάδες ανθρώπους μέσα. Άγιος Νικόλαος ήταν κι ο ναός στο Ground Zero. Τί να γιορτάζω μαζί του; Είναι ν΄ αναρωτιέσαι αν πράγματι υπάρχει θεός. Έχω κι ένα εκκλησιαστικό τραύμα γιατί η δασκάλα του δημοτικού μας έστειλε πρώτη φορά στον διπλανό Άγιο Δημήτριο για παπαδάκια και η καντηλανάφτισσα με καμπούρα και μούσι με βοηθούσε να φορέσω το στιχάρι μου, όταν ξαφνικά ορμάει στο ιερό ένας τεράστιος παπάς και της φωνάζει με βαθιά μπάσα φωνή, «που καταχώνιασες τη ζώνη μου μωρή σκ@τόγρι@»; Να βάλετε παπάκια στα δυο άλφα…
Το αντικομμουνιστικό πνεύμα
«Εις τον στρατόν Καραμάνο, δεν γίνονται διακρίσεις. Κι επιστήμων να είσαι, σκατά θα καθαρίσεις», λέει με στόμφο ο αντισυνταγματάρχης Κατσάμπελας (Ανδρέας Φιλιππίδης), στον Καραμάνο ή Καραμαζόφ (Φώτης Πολυχρονόπουλος), ο οποίος, σύμφωνα με το σενάριο «τυγχάνει διπλωματούχος του Πολυτεχνείου της Τασκένδης και είναι λαμπρό παράδειγμα Έλληνος επιστήμονος όστις διέφυγε του κομμουνισμού».
Ορισμένες από τις πιο πετυχημένες ατάκες της ταινίας περιέγραφαν την υστερία του αντικομμουνισμού της εποχής. Στο φιλμ εκφράζονται από τα χείλη των αξιωματικών και είναι ενδεικτικές της εποχής καθώς εξυπηρετούσαν τον βασικό λόγο που επικαλέστηκαν οι εμπνευστές της Χούντας για να καταλύσουν τη Δημοκρατία. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν εξάλλου εκείνος που μιλούσε για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» που «απειλούσε την Ελλάδα».
Σκηνή από τα γυρίσματα. Δεύτερος από τα δεξιά διακρίνεται ο Χρήστος Βαλαβανίδης στον ρόλο του ταγματάρχη Φον Κανάρι.
Bέβαια, τρία χρόνια αργότερα, το 1970, σε συνέντευξη του στον σερ Χιου Γκριν, βρετανό δημοσιογράφο, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Daily Telegraph, o Γεώργιος Παπαδόπουλος παραδεχόταν ότι η Δημοκρατία στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια «δεν αντιμετώπιζε κίνδυνο να ανατραπεί από την άμεση δραστηριότητα του Κομμουνισμού» (εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 3 Αυγούστου 1970).
Σε άλλη σκηνή ο ταγματάρχης (Χρήστος Βαλαβανίδης) που οι φαντάροι αποκαλούσαν φον Κανάρη, ρωτάει τον Καραμάνο για την εμπειρία του στην κομμουνιστική ΕΣΣΔ: «Ατομικές ελευθερίες έχουν;». «Εξαρτάται τι εννοείτε», απαντάει εκείνος, για να πάρει την απάντηση: «Τί θα πει εξαρτάται; Μπορείς να βγεις στην Ερυθρά Πλατεία και να πεις ότι ο σύντροφος Μπρέζνιεφ είναι μαλάκας;».
Όλα εντάξει με την ταινία, αλλά μοιραία έρχεται στο μυαλό η ερώτηση για τον φαντάρο, Νίκο Περάκη. Τα έζησε όλα αυτά, οπότε το ερώτημα απευθύνεται στο νεαρό στρατιώτη εκείνης της εποχής και όχι στον σκηνοθέτη.
Υπήρξαν στιγμές που φοβηθήκατε την περίοδο της Χούντας;
«Είμασταν ελαφρόμυαλοι. Περισσότερο φοβούνταν οι μανάδες και οι πατεράδες μας. Εγώ φοβήθηκα κάποια στιγμή όταν μας μετέθεσαν για 20 μέρες σε μια μονάδα στο Μεγάλο Πεύκο, όπου ξέραμε ότι το βράδυ του πραξικοπήματος ήταν η μονάδα που είχε καταλάβει το κτίριο του ΟΤΕ. Τελικά, μας πήγαν να το φυλάμε, ωστόσο μας έκαναν απίστευτα καψόνια τότε».
Η επόμενη ερώτηση στον Νίκο Περάκη έχει να κάνει με το ποιο κινηματογραφικό είδος παράγει καλύτερο αποτέλεσμα όταν καλείται να αποτυπώσει την πραγματικότητα μιας τέτοιας ιστορικής συγκυρίας. Αν το δράμα υπερισχύει της σάτιρας ή το αντίθετο και με δεδομένο το γεγονός ότι το πρώτο ως είδος επιλέχθηκε και από άλλους κινηματογραφιστές στο εξωτερικό, οι οποίοι γύρισαν ταινίες με αντιστοιχη θεματολογία.
«Ακόμη καλύτερο θα ήταν ένα δράμα με τρεις κωμικές σκηνές. Δεν ξέρω σε ποιες ταινίες αναφέρεστε, αλλά μπορώ να φανταστώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός», απαντά ο κ. Περάκης.
Αν υπήρχε η δυνατότητα να γυρίσετε ένα remake της Λούφας σήμερα, θα αλλάζατε κάτι και αν ναι τι θα ήταν αυτό;
«Ευτυχώς που δεν υπάρχει η δυνατότητα. Μετά την εμπορική επιτυχία της Λούφας υπήρξαν δυο-τρεις απόπειρες που μάλλον απέτυχαν. Η Λούφα απλά αφηγείται τις πραγματικές εμπειρίες μερικών φαντάρων, σε μια πολύ συγκεκριμένη περίοδο της ζωής τους και των κοινωνικών γεγονότων και φαινομένων».
Κλείνοντας την κουβέντα μας για την σάτιρα και πως αυτή λειτουργεί πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συζητάμε το «πειραγμένο» βίντεο που κυκλοφόρησε το τελευταίο διάστημα με αφορμή την στρατιωτική θητεία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Στέφανου Κασσελάκη.
Οι δημιουργοί του δανείστηκαν τη σκηνή της «Λούφας», όπου ο Μπαλούρδος (Τάκης Σπυριδάκης) έχει βγει στην αναφορά του λόχου και ζητά αγροτική άδεια για να βοηθήσει τον πατέρα του να ξεγεννήσει τις γίδες τους. Στο «πειραγμένο» βίντεο το πρόσωπο του Τάκη Σπυριδάκη έχει αντικατασταθεί από εκείνο του Στέφανου Κασσελάκη.
Πιστεύετε ότι ο Στέφανος Κασσελάκης με την έως τώρα παρουσία του (πολιτική και μιντιακή) θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφικός ήρωας; Αν θέλατε να δουλέψετε πάνω του πώς θα το κάνατε;
«Παρακολουθώ τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ μόνο στα δελτία της τηλεόρασης γιατί φοβάμαι τον εθισμό που προκαλεί το διαδίκτυο. Έχει το χάρισμα και την χάρη ενός ερασιτέχνη ηθοποιού και την πειθώ του καλοντυμένου κυρίου που διαφημίζει τα φίλτρα του στην πρωινή τηλεόραση. Είναι σαν ένα μεγάλο τρέιλερ που εντυπωσιάζει αλλά δεν μαρτυρά το τέλος».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις