Αειθαλής και αθεράπευτα ερωτικός, ο Γιάννης Μόραλης δημιουργεί και εμπνέεται. Ο τελευταίος ευπατρίδης της ελληνικής ζωγραφικής θα υμνήσει, για άλλη μια φορά, «τα σώματα των νέων κοριτσιών να αναδύονται με μιαν υγρασία θαλασσινή», όπως λέει και ο φίλος του Οδυσσέας Ελύτης. Από τις 5 Μαρτίου, και για έναν περίπου μήνα, θα παρουσιάζει στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη» τις τελευταίες δημιουργίες του, όπου κυριαρχεί το γυμνό γυναικείο σώμα. Δεκαοκτώ έργα σε λάδι και ακρυλικό, κατ’ εξοχήν ερωτικά, μαζί με μια σειρά από προσχέδια και σημειώσεις που βοηθούν τον θεατή να παρακολουθήσει τη διεργασία που προηγήθηκε της αφαιρέσεως. Γιατί ο Γιάννης Μόραλης πιστεύει ότι ο διάλογος με τον θεατή γίνεται μέσα από το έργο και επομένως κάθε επεξήγηση είναι περιττή. «Ό,τι έχω να πω», είπε ο ίδιος πρόσφατα στην Πέγκυ Ζουμπουλάκη, «το λέω με τα έργα μου. Καμιά φορά, μάλιστα, γίνομαι και φλύαρος!»

«Τα έργα της έκθεσης αυτής τα είδα για πρώτη φορά στην Αίγινα, στο τέλος του καλοκαιριού του 1991, στο ηλιόλουστο σπίτι κοντά στη θάλασσα που του έχτισε ο φίλος του, ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης», γράφει η Π. Ζουμπουλάκη. «Κοιτώντας τα έργα αυτά, που ξεχειλίζουν από ερωτισμό και αγάπη για το γυναικείο σώμα, αισθάνεσαι πως τίποτα δεν είναι επιφανειακό, πως ο ίδιος έχει ζήσει κάθε στιγμή του έργου του, αφαιρώντας κάθε φλυαρία, που θα μπορούσε ίσως να προδώσει άσκοπους συναισθηματισμούς, για να φθάσει στο τελικό αποτέλεσμα, όπου έχει μείνει πια η γεμάτη νόημα ουσία».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.2.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η έκθεση θα αποτελέσει βαρυσήμαντο εικαστικό γεγονός, αφού λύνει μια σιωπή εννέα χρόνων του ζωγράφου. Η τελευταία ατομική του έκθεση ήταν το ’83, πάλι στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη». Αν εξαιρέσει κανείς τη μεγάλη αναδρομική έκθεση όλου του δημιουργικού τόξου του Μόραλη (ζωγραφικά έργα, μακέτες για σκηνικά/κοστούμια και για αρχιτεκτονικές συνθέσεις, μικρογλυπτική και εικονογραφήσεις βιβλίων) που έγινε το ’88 στην Εθνική Πινακοθήκη, ο Γιάννης Μόραλης έχει καιρό να παρουσιάσει νέα έργα του· τόσο ώστε να συζητείται ήδη στους κύκλους των φιλότεχνων το περιεχόμενο της έκθεσης, η οποία αναμένεται να προκαλέσει αίσθηση.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.2.1992, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Χωρίς λοιπόν στόμφο και μεγαλοστομίες, ο επί 30 και άνω έτη καθηγητής της ΑΣΚΤ μιλά μόνο μέσα από το έργο του. Γι’ αυτό και «Το Βήμα», αντί άλλης παρουσίασης, αναζήτησε κείμενα ή φράσεις που έχουν κατά καιρούς πει αγαπημένοι φίλοι του Δασκάλου: ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας και ο Μάνος Χατζιδάκις. Και οι τρεις μιλούν με αγάπη και συγκίνηση για τον σύντροφο και ενίοτε συνεργάτη Γ. Μόραλη:

«Μ’ ένα ολιγοψήφιο αλφάβητο στα χέρια του, όπου τα στοιχεία που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη», γράφει ο Ελύτης. «Μια ορισμένη αυστηρότητα, φτασμένη μέσα του υποσυνείδητα και που σίγουρα έχει την προέλευσή της στην ηπειρωτική του καταγωγή, συναντήθηκε με μερικές από τις πιο απαιτητικές μετα-σεζανικές ευρωπαϊκές αναζητήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μνήμες και συναντήσεις να δέσουν ύστερα από διαδοχικές διυλίσεις σε μορφές μεγάλης απλότητας και ακριβείας, όπου και η παραδρομή ενός χιλιοστού θα αρκούσε να ανατρέψει το αρχικό όραμα. […] Και ίσως είναι γι’ αυτό που πραγματικά δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη να αναρωτηθεί αν ο Μόραλης είναι μοντέρνος ή κλασικός, ελληνικός ή ευρωπαΐζων». Και παρακάτω: «Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη να αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα».


Τα «τελευταία έργα» που αναφέρει ο νομπελίστας ποιητής χρονολογούνται στη δεκαετία του ’70, αφού το κείμενο γράφηκε το 1972. Έκτοτε η εικαστική γραφή του άλλαξε τα μέγιστα, η θεματολογία του όμως παραμένει εν πολλοίς η ίδια: σώματα νέων κοριτσιών τότε και τώρα! Το επισημαίνει ο ακαδημαϊκός Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας: «Τα θέματά του είναι κατά μέγιστον μέρος γυναικείαι μορφαί της νεότητας. Μορφαί προικισμέναι με ερασμιότητα, με χάριν, με τρυφερότητα, πλασμέναι από τας Μούσας και τας Ώρας με ρόδα και φίλτρα, και θυμίζουν τας περιφήμους οδηγίας του Ανακρέοντος εις ζωγράφον που πρόκειται να ιστορήσει την φίλην του. Νεανικά πλάσματα που δεν έχουν ακόμα αποβάλει το πρώτον κοριτσίστικο χνούδι. Ρεμβώδη και σκεπτικά αναπολούν με περιπάθειαν τον κόσμον των πρώτων ασαφών των συγκινήσεων».

Αυτά και άλλα έγραφε ο εκλεκτός ζωγράφος στο περιοδικό «Νέα Εστία» στις 15 Μαΐου 1979, καταλήγοντας ότι πρέπει ο Μόραλης «να τιμηθή διά του Αριστείου των Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών», όπερ και εγένετο το ίδιο έτος.


Φίλος στενός από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο Μάνος Χατζιδάκις τίμησε τη φιλία του αυτή με τον Γ. Μόραλη πολλάκις, αφού «τα πιο σημαντικά μου έργα ντυθήκαν απ’ το χέρι του: ο Σκληρός Απρίλης, Τα Πέριξ και, τελευταία, Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς», γράφει ο συνθέτης. Η πρώτη τους συνεργασία ήταν το ’49, με τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» και το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, όπου «ήταν δικιά μου η ιδέα να συνεργαστούμε στα σκηνικά και στα κοστούμια με τον Μόραλη κι όχι με τον Τσαρούχη, όπως πολύ φυσικά θα πήγαινε το μυαλό μας εκείνον τον καιρό. […] Και έγινε το θαύμα. Πήγε πολύ πιο μακριά από το ζητούμενο». Ο Μόραλης είχε ζωγραφίσει έναν ολόκληρο τοίχο στο σπίτι του συνθέτη, το ’62, δώρο της μητέρας του συνθέτη και του ζωγράφου. «Ένα έργο απλωμένο σ’ έναν ολόκληρο τοίχο, μ’ ένα κεφάλι κοριτσιού στην άκρη να γέρνει ευλαβικά σε μια σκευοφόρο, ένα κουτί κι ένα στεφάνι να αιωρείται λίγο πιο πέρα εκτοξευμένο σ’ έναν γκρίζο ουρανό. Μια πόρτα ελληνική, γεωμετρικά δοσμένη, και στην άλλη άκρη δύο σώματα-σκιές σε κεραμιδένιο χρώμα, ενωμένες να φιλιούνται». Έτσι περιγράφει ο συνθέτης το δώρο του φίλου του, το οποίο, μάλιστα, «έλειπα ταξίδι όταν το ζωγράφιζε». Και καταλήγει:

«Είναι από τους λίγους που υπολογίζω την επιδοκιμασία ή την απόρριψη των πράξεών μου. Όταν συνοφρυώνεται σκέφτομαι, όταν χαμογελάει δυναμώνω. Κι ας είναι όλη η Ελλάδα εναντίον μου».

*Άρθρο για τον Γιάννη Μόραλη με την υπογραφή της Σάντρας Μπακογιαννοπούλου. Έφερε τον τίτλο «Ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης ξανά… φλύαρος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1992.

Ο επιφανής ζωγράφος και χαράκτης Γιάννης Μόραλης, μια από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Άρτα στις 23 Απριλίου 1916 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2009.


Καλλιτέχνης που επηρέασε καθοριστικά το τοπίο της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, τόσο με το εικαστικό έργο του όσο και με τη διδασκαλία του, ο Μόραλης πέτυχε στη ζωγραφική του τη σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο.

Αν και ενδιαφέρθηκε για ποικίλες θεματικές κατηγορίες, όπως το τοπίο ή η νεκρή φύση, η δημιουργία του, τόσο στη ρεαλιστική όσο και στη γεωμετρική φάση της, είναι ουσιαστικά ανθρωποκεντρική, με άξονα τον έρωτα και το θάνατο.

Αγαπημένος τόπος έμπνευσης, δημιουργίας και περισυλλογής ήταν για τον Μόραλη το σπίτι του στην Αίγινα.