Κωνσταντίνος Καραμανλής: Ο εμβληματικός πολιτικός πριν μπει στην πολιτική
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αφηγείται κομβικά σημεία της ζωής του πριν την πολιτική
Στις 23 Απριλίου 1998, φεύγει από τη ζωή μία από τις εμβληματικότερες πολιτικές προσωπικότητες στην ιστορία της χώρας μας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Για την πολιτική του δράση τόσο ως υπουργού, όσο και ως πρωθυπουργού σε κρισιμότατες για την Ελλάδα ιστορικές περιόδους (1955 – 1963, 1974 – 1980) έχουν γραφτεί αρκετά.
Η ζωή του όμως πριν την αφιερώσει στην πολιτική και τη χώρα του είναι, για τους περισσότερους, σαφώς λιγότερη γνωστή.
Ο Καραμανλής πριν την πολιτική
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως γράφει ο Άγγελος Στάγκος στο «ΒΗΜΑ» της 26ης Απριλίου 1998 «γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1907 στο Κιούπκιοϊ επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αργότερα μετονομάστηκε σε Πρώτη, 50 χιλιόμετρα από τις Σέρρες.
»Ηταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά, τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια (ένα κορίτσι πέθανε σε ηλικία πέντε ετών το 1914) του Γεωργίου και της Φωτεινής Καραμανλή.
»Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος ως το 1904, όταν απολύθηκε από τις οθωμανικές αρχές για τη δράση του με τις ελληνικές ανταρτικές ομάδες. Ετσι αναγκάστηκε να ασχοληθεί με το εμπόριο καπνών, με αρκετή επιτυχία, ώσπου καταστράφηκε οικονομικά το 1928.
»Το 1925 ο Γεώργιος Καραμανλής στέλνει τους γιους του Κωνσταντίνο και Αλέκο να φοιτήσουν σε σχολεία της Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφοίτησε το 1925 από το 8ο Γυμνάσιο Κυψέλης και έχοντας ήδη κατά νου να ασχοληθεί με την πολιτική εισήλθε στη Νομική Σχολή. Πήρε το πτυχίο του τον Δεκέμβριο του 1929 και ως το 1935 ασχολήθηκε με τη δικηγορία».
Ο Καραμανλής σε α’ πρόσωπο
«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 19ης Οκτωβρίου 2019 δημοσίευσε αποσπάσματα από το βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου «Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η ανθρώπινη πλευρά του» από τις εκδόσεις Ι. Σιδέρη, που είχε ως αφορμή τη συνάντηση της συγγραφέως με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1987 στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για τα πατρικά σπίτια των πολιτικών.
Ακολουθούν αφηγήσεις του ίδιου του Καραμανλή για κομβικές στιγμές της ζωής του.
Η πρώτη εμπειρία πολέμου
«Την πρώτη εμπειρία του πολέμου την απέκτησα το 1913, όταν κατά τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Παγγαίο. Ο πατέρας μου μετά την υποχώρησιν των μικρών ελληνικών δυνάμεων με τας οποίας συνεπολέμησε στην Αγγίτη, επανήλθεν εις το χωριό για να μας οδηγήσει εις την εκείθεν του Στρυμώνος περιοχήν, η οποία υποτίθετο ότι ελέγχετο από τας ελληνικάς δυνάμεις.
»Οταν φθάσαμε όμως εις ένα ενδιάμεσο χωριό, το Ροδολίβος, επληροφορήθημεν ότι οι Βούλγαροι προελάσαντες είχαν αποκόψει τον δρόμο. Ηναγκάσθημεν λοιπόν να καταφύγωμεν εις μιαν φιλικήν οικογένειαν, όπου και διανυκτερεύσαμε.
»Περί το μεσονύκτιον εισέβαλον οι Βούλγαροι εις το χωριό με πυροβολισμούς και ένα πρωτοφανή θόρυβο. Ενθυμούμαι ζωηρώς τη σκηνή του πατρός μου και τεσσάρων πέντε άλλων ανδρών, οπλισμένων κι ετοίμων να αμυνθούν εάν οι Βούλγαροι εισέβαλον στο σπίτι. Επίσης τη σκηνήν των γυναικών και ημών των παιδιών που μας ανέβασαν στη στέγη ταβάνι – διά λόγους ασφαλείας. Εξενυκτίσαμε όλοι αγωνιούντες.
»Την πρωΐαν της επομένης ένας κήρυξ, κατ’ εντολήν των Βουλγάρων, εκάλεσεν τους προσφυγώντας εκεί από τα γύρω χωριά να επανέλθουν στα σπίτια τους. Ολίγον προ μεσημβρίας, μη δυνάμενοι να πράξωμεν άλλως, εξεκινήσαμεν επιστρέφοντες εις την Πρώτην.
»Η συνοδεία απετελείτο από τους γονείς μου, από τις δύο μικρότερες αδελφές μου και από δύο άλλας φιλικάς οικογενείας. Εις τα μέσα του δρόμου συνηντήθημεν με μία Βουλγαρικήν μονάδα η οποία μας εσταμάτησε για να κάμη τον έλεγχον.
»Κατά κακήν και περίεργον σύμπτωσιν, επικεφαλής της μονάδος αυτής ευρίσκετο ένας Βούλγαρος αξιωματικός με τον οποίο ο πατέρας μου είχε συγκρουσθεί υπό τας εξής συνθήκας.
»Κατά τον Πρώτον Βαλκανικόν πόλεμον, ήταν κοινός ο αγών μετά των Βουλγάρων εναντίον των Τούρκων και επεκράτει μία σύγχυσις η οποία επετείνετο από την προσπάθειαν Ελλήνων και Βουλγάρων να δημιουργήσουν προγεφυρώματα εν όψει νικηφόρου τερματισμού του κατά της Τουρκίας πολέμου.
»Τότε ακριβώς ήλθε στο χωριό μας ο εν λόγω Βούλγαρος αξιωματικός και εζήτησε από τον πατέρα μου να κοινοποιήσει στους χωρικούς ορισμένα κείμενα βουλγαριστί συντεταγμένα.
»Ο πατέρας μου ηρνήθη να τα δεχθεί με τη δήλωσιν ότι το έδαφος εκείνο ήτο και θα παραμείνει ελληνικόν και τον απέπεμψεν, φαίνεται, σκαιώς από το χωριό.
»Ο ίδιος αυτός αξιωματικός, αναγνωρίσας τον πατέρα μου, του υπενθύμισεν την παλαιάν εκείνην σκηνή και αφού τον ερράπισε, έδωσε εντολή να προχωρήσει όλη η συνοδεία πλην του πατρός μου τον οποίον εκράτησεν με πρόθεσιν να τον κακοποιήσει ή να τον εκτελέσει.
»Ενθυμούμαι ότι τη στιγμήν εκείνην επήδηξα απ’ το μουλάρι και γαντζώθηκα στα πόδια του πατέρα μου. Αφού έκαναν μια προσπάθεια να με αποσπάσουν και περάσαμε όλοι στιγμές αγωνίας, ο Βούλγαρος αξιωματικός, συγκινηθείς προφανώς, άφησε τον πατέρα μου να μας ακολουθήσει, αφού του είπε: «Νάχης χάρι στο παιδί, γιατί έχω κι εγώ παιδιά». Υπό τας συνθήκας αυτάς, επανήλθαμε εις το χωριό όπου ευρήκαμε εντελώς λεηλατημένο το σπίτι μας».
Παιδική διαμάχη
»Πλάι στο χωριό μας υπήρχε ένα άλλο χωριό, το Ροδολίβος. Μεταξύ των δύο χωριών υπήρχεν μόνιμος εχθρότης, διότι αμφότεραι διεκδικούσαν την πρωτοκαθεδρίαν του Παγγαίου. Η εχθρότης αυτή ήτο πιο έντονος μεταξύ των παιδιών και έβρισκε την έκφρασίν της στον πετροπόλεμον.
»Εκατοντάδες παιδιά εκατέρωθεν συναντούμεθα μία δύο φορές την εβδομάδα στα μέσα της αποστάσεως και οπλισμένοι με σφεντόνες και οργανωμένοι στρατιωτικώς εκάναμεν πραγματικές μάχες. Στις μάχες αυτές ελάμβανα ενεργόν μέρος και διετήρησα έκτοτε τα αποτυπώματά τους στο πρόσωπό μου.
Η ζωή στο χωριό
» (…) Τον ίδιο χρόνο [1925] ενεγράφην εις την Νομικήν Σχολήν Αθηνών. Τα καλοκαίρια πήγαινα στο χωριό και βοηθούσα στις γεωργικές εργασίες του σπιτιού. Απέκτησα έτσι προσωπική πείρα και του μόχθου και της αγωνίας του καπνοπαραγωγού, που δεν μπορεί να ξέρη ποτέ το εισόδημα της χρονιάς του, αφού εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και επηρεάζεται από την αστάθειαν των τιμών.
»Το χωριό δεν έχει βέβαια για τους μονίμους κατοίκους του τον ειδυλλιακόν χαρακτήρα που του αποδίδουν οι ζωγράφοι και οι ποιηταί. Η ζωή όταν μάλιστα είναι αδικημένη και από την φύσιν είναι δυσάρεστη γιατί στον μόχθο και στην ανέχεια προστίθεται και η ανία.
»Είναι όμως και μοναδικό σχολείο για κείνον που θέλει να μελετήσει τους ανθρώπους και να κάνη παρατηρήσεις κοινωνικές. Στο χωριό αι σχέσεις των ανθρώπων, οι αρετές και οι κακίες των, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες των έχουν απλήν, πρωτόγονον θα έλεγα μορφήν και ως εκ τούτου συλλαμβάνονται και εξηγούνται ευκολότερον. Στο σχολείο αυτό επήρα μαθήματα που απεδείχθησαν χρήσιμα στην υπόλοιπον ζωή μου».
Η πρώτη υπόθεση
»Το 1932 επήρα την άδειαν του δικηγορείν και εγκατεστάθην ως δικηγόρος εις τας Σέρρας. Δεν ήμουν βέβαια διακεκριμένος νομικός δεδομένου ότι και οι σπουδαί μου και η επαγγελματική μου προπαίδευσις υπήρξαν εξ ανάγκης πλημμελείς.
»Κατόρθωσα όμως εντός ολίγου να συμπληρώσω τα κενά μου, να επιβληθώ επαγγελματικώς και να κερδίσω τόσα χρήματα, ώστε να προικίσω τις τρεις αδελφές μου και να σπουδάσω τους αδελφούς μου.
»Κατά κακήν μου τύχην η πρώτη υπόθεσις που ανέλαβα ήταν ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Ενας κτηνοτρόφος εσκότωσε εις το βουνό έναν συνάδελφό του και εφυγοδικούσεν. Ετοιμαζόμουν για την υπεράσπισίν του, οπότε μετά από μιαν εβδομάδα έμαθα με ανακούφισιν ότι εδραπέτευσεν εις τη Ρουμανίαν».
Ο πατέρας και η πολιτική
»Ο πατέρας μου προσπάθησε να με πείσει να μην επιδοθώ εις την πολιτικήν και διότι δεν είχε υπόληψιν εις τους ασχολούμενους με αυτήν, αλλά και διότι επίστευε ότι ο χαρακτήρ μου με καθίστα ακατάλληλο προς τούτο.
»Μου είπε συγκεκριμένως ότι η πολιτική θέλει ψέμματα, συμβιβασμούς και πολλές φορές ατιμίες, πράγματα που δεν συμβιβάζονται με τον ευθύ και άτεγκτον χαρακτήρα μου. Και προσέθεσε συμπερασματικώς: “Εάν μπεις στην πολιτική, ή θα θυσιάσεις τον χαρακτήρα σου για να επιτύχεις, ή θα μαρτυρήσεις αν θελήσεις να τον διατηρήσεις”.
Στρατιωτική θητεία
»Το 1931 επήρα το δίπλωμά μου και για να κερδίσω χρόνον ενεγράφην δι’ επαγγελματικήν άσκησιν και συγχρόνως κατετάγην εις το 19ον Σύνταγμα Σερρών προς εκπλήρωσιν της στρατιωτικής μου θητείας.
»Στον στρατό δεν επέρασα και πολύ καλά και διότι όπως είπα και προηγουμένως ήμουν εκ χαρακτήρος ανυπότακτος, αλλά και διότι υφιστάμην ως “Καλαμαράς” κακομεταχείρισιν από τους ανωτέρους μου.
»Παρά ταύτα αισθανόμουν άνετα, διότι η ζωή του κληρωτού είναι απηλλαγμένη από φροντίδες και ευθύνες. Δεν έχεις καν το πρόβλημα της επιλογής για το τι θα φας, τι θα φορέσεις και για το πώς θα συμπεριφερθείς.
»Τα ρυθμίζει όλα ο στρατιωτικός κανονισμός. Είχα πάντως επίδοσιν εις τας ασκήσεις και καλό παράστημα. Ενθυμούμαι μάλιστα ότι όταν σε μίαν επιθεώρησιν ο Στρατηγός Οθωναίος στάθηκε μπροστά μου και έκαμε μίαν κολακευτικήν παρατήρησιν για το παράστημά μου, ο λοχαγός με τον οποίον ευρισκόμην σε μόνιμον εχθρότητα, περνώντας μπροστά μου μου επέταξεν την φράσιν: “Επρεπε να ξέρη τι κουμάσι είσαι”.
Το λάθος του Βενιζέλου
»Ο Βενιζέλος που ήτο το επίκεντρον του διχασμού του 1915 έκανε το σφάλμα να επανέλθη εις την πολιτικήν το 1928. Και το χαρακτηρίζω σφάλμα, διότι επανήλθεν εις μίαν στιγμήν που ο τόπος δεν είχεν ανάγκην των υπηρεσιών του.
»Μετά τας εκλογάς του 1926 που οδήγησαν εις οικουμενικήν κυβέρνησιν, είχαν αμβλυνθεί τα παλαιά πάθη, εψηφίσθη το νέον Σύνταγμα, έγινε η νομισματική σταθεροποίησις, ετακτοποιήθη το αποτακτικόν και παρά τας συχνάς διαφωνίας η κυβέρνησις εκείνη ασχολείτο με την ανασύνταξιν και την ανάπτυξιν της χώρας.
»Ο Βενιζέλος επανήλθεν προφανώς με την αγαθήν πρόθεσιν της εθνικής συμφιλιώσεως. Και με την φιλοδοξίαν να αναπτύξει και να καταστήσει “αγνώριστον” όπως έλεγε την Ελλάδα. Δεν αντελήφθη όμως ότι είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα και ότι η επάνοδός του μοιραίως θα αναζωπύρωνε τα πάθη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις